Νίκη; Δημιουργός: george, γιώργος πήττας Αυτό εδώ, είναι από την Πανσέληνο Βροχή και στέκει με το ένα πόδι στον πεζό και με το άλλο στον ποιητικό λόγο. Θα ήθελα να ανεβάσω και άλλα κάποια στιγμή αλλά είναι κάπως μεγάλα και ίσως δεν αρμόζουν εδώ... Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Κύμα το κύμα, κυματάκι.
Θάλασσα.
Πετούνε τα λευκά.
Κοίλα, με σταυρούς στην κορυφή.
Το κοκκινόχωμα από κάτω, έντεκα μήνες τις Πασχαλιές εγκυμονεί.
Η πλάτη Σου, σηκώνει το πέλαγος.
Τα μαλλιά Σου, γέρνουν στην αλμύρα αυτής της βόλτας.
Φωτογραφία μαυρόασπρη, κι όμως, όλα τα χρώματα
κι άλλα πολλά, γαλάζια, μπλε, λευκά
τυλίγουν το ξανθό κεφάλι Σου.
Σύννεφα τα σύννεφα υποχωρούν στο κόκκινο του γέλιου Σου.
Μένει η πιστή ζακέτα, στο φιλμ, μαυρόασπρο χαρτί.
Φωτογραφία:
Ακούω τη βοή
νιώθω τον αέρα. Έρχεται.
Είναι εύκολο να πιάσεις τ' αστέρια στο Αιγαίο.
Σέβονται τα πεύκα και τα ύφαλα
και, σκύβουν το φως τους χαμηλά.
Πάνω στα βόρεια, είναι αλλιώς.
Ας πούμε, στη Σαμοθράκη.
Η Γη, βασιλεύει μονόλογη εκεί.
Συνομιλεί μόνο με τα ποτάμια
μόνο με τα γιγαντιαία κουνούπια των ελών.
Αβγά, φέτα, ελιές και ψωμί προσφέρουν πάντα οι ορεινοί.
Φρούτα, νερό, ψωμί και την ευχή τους οι Νότιοι των κυμάτων.
Το ξέρω, απο τη φωτογραφία:
Το χαμογελο που έφυγε από τα χείλη Σου
κι αποτυπώθηκε για πάντα στο χαρτί
είναι ντυμένο στην ευχή.
Ευλογημένο.
Τις νύχτες στις αμμουδιές
φυτρώνουν
οι κιθάρες
οι φωτιές
κι όμορφα κορίτσια
που δεν είναι κανενός.
Πεταλούδες ανοιξιάτικης Τζιας.
Αγριολούλουδα αγόρια
άγουρα για το καλοκαίρι
αδύναμα για το κρύο του χειμώνα.
«Ούτε του σπέρνειν ούτε του θερίζειν».
Είναι λοιπόν φορές που οι φωτογραφίες στοιχειώνουν.
Συνήθως, αυτό γίνεται βράδυ όταν τα κύματα
αφρίζουν στον εγκέφαλό σου
και εμφανίζουν τις μνήμες.
Πάει σχεδόν τέσσερις* ξημερώνει όπου να 'ναι.
Νομίζεις πως ακούς τη φωνή Της να σε φωνάζει
φεύγουν δέκα λεπτά
μέχρι να παφλάσει το δάκρυ στο μάτι σου
γιατί κατάλαβες, γιατί κατάλαβες,
πως η φωνή, η φωνή ήταν μια γάτα που 'κλαιγε
και συ στον ύπνο σου πνίγηκες σε μια σταγόνα δάκρυ
βυθίστηκες στον πάτο του πόνου σου
εκεί*
στα ναυάγια και στα σπασμένα κατάρτια του βυθού σου
που λικνίζονται με φύκια και άμμο διαταραγμένη.
Λάσπη καφετιά, μαυρόασπρη φωτογραφία παλιά
που με το πέρασμα του χρόνου
δεν κιτρίνισε
και μπήκε σ' ένα καδράκι ακίνητη, ξεχασμένη
αγάπη που δε γεννήθηκε
μα κάθε τόσο ζωντανεύει, στοιχειώνει
σαν γάτα αγριεμένη
απο την ξαφνική πτώση ενός καπακιού σκουπιδοντενεκέ.
Περνάει ο τρόμος
μένει η στεναχώρια
κι έτσι τουλάχιστον με τη γάτα αφορμή και οδηγό
ταξιδεύεις.
Περίεργα πράγματα, ε;
*=Ελλείψει άνω τελείας στο πληκτρολόγιο
(«Ούτε του σπέρνειν ούτε του θερίζειν» είναι από τον ''εκκλησιαστή'')
Δημοσίευση στο stixoi.info: 05-10-2005 | |