Βιβλιοθηκη Δημιουργός: everest, Στέλλα Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Η βιβλιοθήκη της πόλης ήταν η πιο γνωστή της χώρας. Το καμάρι κάθε πολίτη και η απάντηση τους στην ερώτηση ‘’ Ποιο είναι το πιο σημαντικό μέρος της πόλης σας;’’ . Όλοι την θαύμαζαν και παινεύονταν όταν τους δίνονταν η ευκαιρία. Καταπληκτικό κτήριο, φοβερή συλλογή, αξεπέραστο το έργο της, ο μεγαλύτερος θησαυρός μας, αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού μας κλπ. Όντως όλοι το παραδέχονταν μα λίγοι το πίστευαν. Λίγοι ήταν άξιοι να απαντήσουν σε αυτήν την ερώτηση ειλικρινά. Μπορεί τα μέλη της να ανέρχονταν σε δεκάδες χιλιάδες μα ούτε καν τα μισά δεν επισκέπτονταν το νεοκλασικό αυτό κτήριο, γεμάτο από γνώσεις για κάθε πολιτισμό, κάθε ορατό και αόρατο κόσμο, που όμως λίγοι εκτιμούσαν. Αν και η βιβλιοθήκη ήταν μέσα στο πρόγραμμα τους, ήταν πάντα και δευτερεύων. Έτσι η βιβλιοθήκη ερήμωνε, άλλαζε η χρυσή της σελίδα σε μία άλλη μισοκαμένη και χάλκινη.
Αυτά τα συλλογιζόταν ο βιβλιοθηκάριος κάθε φορά που έμπαινε και κοίταζε τα κόκκινα περίτεχνα γράμματα ‘ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ’, απομεινάρια της χρυσής της εποχής, κάθε φορά που περιπλανιόταν στους άδειους διαδρόμους, που ένοιωθε την άσβεστη φωτιά της ψυχής των βιβλίων. Ήξερε όμως ότι ο κόσμος ήταν φτωχός γιατί δεν είχε δει ότι κι αυτός. Δεν ήξεραν πως στα βιβλία δεν ήταν χαρτί και μελάνι. Όχι! Τα βιβλία ήταν σαν τους ανθρώπους. Σώμα από έξω, με κομψά ή όχι χαρακτηριστικά, και από μέσα μια ψυχή σαν την καρδιά του αμυγδάλου, τρυφερή, γλυκιά και πικρή, μοναδική, αξέχαστη. Ακριβώς έτσι ήταν και τα βιβλία. Εξώφυλλο που όλοι κρίνουν στην πρώτη ματιά, και σελίδες γεμάτες τροφή. Κάθε βράδυ τα βιβλία ζωντάνευαν. Οι ήρωες σκαρφάλωναν τις πυκνογραμμένες σειρές, μπλέκονταν μεταξύ τους χωρίς διακρίσεις και η βιβλιοθήκη μεταμορφωνόταν σε μία πανδαισία χρωμάτων, μία χορωδία γέλιων, μία παρέα αγάπης καθαρή σαν το κρύσταλλο. Οι κοινοί θνητοί όμως δεν το ήξεραν αυτό. Μόνο εκείνος είχε το προνόμιο να παρακολουθεί αυτήν τη γιορτή τα βράδια και λυπόταν τους άλλους χωρίς πίστη.
Τα χρόνια όμως πέρναγαν και εκείνος γερνούσε και μαραίνονταν. Το έργο του όμως δεν μπορούσε να τελειώσει έτσι. Έπρεπε να βρει έναν αντικαταστάτη που θα συνέχιζε να μεταδίδει τις γνώσεις του και τους θησαυρούς των βιβλίων στις επόμενες γενιές και θα προστάτευε τα πλάσματα της βιβλιοθήκης. Ανάμεσα στους λίγους επισκέπτες της, οι περισσότεροι ήταν πολύ μεγάλοι, πράγμα που του άφηνε μόνο μία επιλογή. Ανάμεσα σε αυτούς τους συνηθισμένους υπήρχε ένα κορίτσι διαφορετικό. Ένα κορίτσι που κοίταζε στην ψυχή των βιβλίων. Ένα κορίτσι που πέρναγε μέσα από τους διαδρόμους και τα βιβλία ανέπνεαν τον αέρα της, ανέμεναν με λαχτάρα το βλέμμα της και σκιρτούσαν στο άγγιγμα της. Εκείνη πάλι έλαμπε και ένοιωθε ελεύθερη ανάμεσα τους και τα καταλάβαινε με κάθε της άγγιγμα. Γι’ αυτό την είχε διαλέξει να τον διαδεχτεί.
Όταν εκείνη έγινε 18 την προσκάλεσε στην βιβλιοθήκη μια νύχτα και εκείνη που τον αγαπούσε σαν πατέρα της , δεν δίστασε να δεχτεί κι όταν η νύχτα έπεσε και σιωπή έπεσε στο κτήριο την πήρε πλάι του στο γραφείο και την κάλεσε να αφουγκραστεί την αναπνοή της βιβλιοθήκης. Μόλις ο κούκος σήμανε τα μεσάνυχτα και το σκοτάδι κάλυψε τελείως το κτήριο η νεαρή κοπέλα παρατήρησε μία λάμψη σε μία γωνία που όλο και μεγάλωνε και μεγάλωνε και πλημύρισε την βιβλιοθήκη. Ξύπνησαν τα πλάσματα και αναδύθηκαν στην ζεστή ατμόσφαιρα του δωματίου που είχε γεμίσει φως στα χρώματα της αυγής του φθινοπώρου. Τότε σηκώθηκε η κοπέλα και περιπλανήθηκε ανάμεσα στα πλάσματα και τους ανθρώπους και τα θαύμασε και κατάλαβε πως εκεί ήταν η θέση της. Να διατηρεί την μαγεία και την ένωση ανάμεσα στους δύο κόσμους και κατάλαβε γιατί την αγαπούσε τόσο ο βιβλιοθηκάριος, αυτός ο γκρίζος άντρας με την χρυσή καρδιά. Όταν εκείνος της το πρότεινε εκείνη δέχτηκε να πάρει τη θέση του στα επόμενα χρόνια . Κι έτσι ξεκίνησε η εκπαίδευση της νέας με την τρυφερή καρδιά. Μετά το σχολείο εκείνη μελετούσε την τέχνη των βιβλίων και προόδευε μέρα με την μέρα. Αυτή δεν ήταν μία εύκολη διαδικασία. Απαιτούσε δύσκολη δουλειά και αφοσίωση που όμως η κοπέλα ήταν πρόθυμη να δώσει.
Μετά από αυτήν την μακριά περίοδο η νεαρή ήταν πια έτοιμη για όλα και είχε ανθίσει μέσα στην ξέρα των άλλων. Ήρθε πια ο καιρός που ο γέρος δεν μπορούσε να δουλέψει πια και το σκήπτρο πήρε εκείνη και βασίλεψε γαλήνια και δίκαια και η βιβλιοθήκη ξαναζωντάνεψε και πλήθυναν τα παιδιά της που τα διαδέχθηκαν εγγόνια, δισέγγονα, και η φλόγα της βιβλιοθήκης αναθάρρεψε και απλώθηκε σε όλο τον κόσμο.
Ελπίζω να σας άρεσε!!!!!!!!!!!!!!! Στην βιβλιοθηκη της πολης μας!¨Ρ Δημοσίευση στο stixoi.info: 30-06-2011 | |