Εκεί που ο Ήλιος πέθαινε Δημιουργός: Nikos8 Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Σα βάδιζα μονάχος μου στους δρόμους της ψυχής μου,
βρέθηκα στα ερείπια της μίζερης ζωής μου,
αναζητώντας λίγο φως στο αιώνιο σκοτάδι,
δίχως να ξέρω βρέθηκα στου ολέθρου το λειβάδι.
Έφτασε η νύκτα η πυκνή και τα κεριά σβησμένα,
η αγάπη μου ήταν δανεική και τα όνειρα κλεμένα.
και προχωρούσα μόνος μου με συντροφιά ένα ποίημα
το κάλεσμα ακούγοντας απ'τ'ανοιχτό το μνήμα.
Κάποιον θάψανε ζωντανό του Σκότους οι υπηρέτες,
και στους Θεούς θυσίες ξεκίνησαν οι άθλιοι ικέτες.
Απο του Σκότους το Θεό έλεος ζητούσαν
και μπρος στου χάους τις Στρατιές οι μαχητές θρηνούσαν.
Το χέρι έπιασα δειλά ενός νεκρού Συντρόφου
και με οδηγό ξεκίνησα τη δύναμη του πόθου.
Το αίμα του με σημάδεψε κι η όψη του ματωμένη,
μία ψυχή που αιμορραγεί κι η μάνα του θλιμμένη.
Ένας αετός εκεί ψηλά μου έδειχνε το δρόμο
το βλέμα του με μάγεψε και σκόρπιζε τον τρόμο.
Δυό μαύρα άλογα νεκρά καλπάζαν με μανία,
οι κεραυνοί και η βροχή, της Φύσης η μαγεία!
Πριν γεννηθεί η Νύκτα, στο Έρεβος μονάχος,
το δρόμο μου εμπόδιζε ένας πελώριος βράχος.
Πίσω απ'το βράχο στο γκρεμό το χάος είχε απομείνει
και είδα τον Ήλιο το Θεό μόνον να σιγοσβήνει...
Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-08-2011 | |