Κόλλιν (ένα διήγημα) Δημιουργός: DeMaupassant, Χαλκόπουλος Κυριάκος Το πρώτο κείμενο που ανεβάζω εδώ, ελπίζω να σας αρέσει και θα χαρώ πολύ να διαβάσω τα σχόλια σας Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Κόλλιν
Κατ αρχήν θα πρέπει να συγχωρήσετε τα αγγλικά μου. Αν η παρούσα κατάσταση, και το θέμα αυτής της καταγραφής, δεν ήταν τόσο σοβαρά, τότε θα μπορούσα να αναφέρω ένα προσωπικό αστείο σύμφωνα με το οποίο λησμόνησα τα σωστά αγγλικά μόλις έζησα για λίγο στην Αγγλία. Δυστυχώς δύσκολα θα χαμογελούσε κανείς με αυτό υπό τη σκιά του θέματος που οφείλω να πραγματευθώ, αλλά σκέφτηκα πως ίσως να μην ήταν αυτός και ο χειρότερος τρόπος να αρχίσω να γράφω αυτό το γράμμα, αφού σίγουρα το αντικείμενό του το νοιώθω πολύ βαρύ αυτή τη στιγμή.
Και είναι όντως πολύ βαρύ. Βρίσκομαι στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, αυτό το απόγευμα. Μου αρέσει να είμαι εδώ, να κοιτάζω ολόγυρα τους συμφοιτητές μου που αδιάκοπα περιφέρονται στους διαδρόμους της. Εδώ και εκεί, καθώς περπατώ και εγώ, προβάλει κάποιο κεφάλι πίσω από μια σειρά ραφιών με αρχαία βιβλία, και πάντα αναρωτιέμαι τι προτίθεται να διαβάσει, ποια ωφέλιμη και ευχάριστη έγνοια τον έφερε εδώ τούτη την ώρα.
Όμως εγώ δεν έχω κάποια ευχάριστη έγνοια τούτη τη στιγμή. Πρέπει να γράψω για τον Κόλλιν, αυτόν τον ασυνήθιστο άγγλο που ελάχιστα γνώριζα στην πραγματικότητα, αφού δε με άφησε να τον μάθω περισσότερο.
Η Αγγλία, και συγκεκριμένα η κομητεία του Έσσεξ, όπου φοιτώ στο ομώνυμο πανεπιστήμιο, είναι σίγουρα πολύ διαφορετική από τη δική μου χώρα. Πίσω στη Θεσσαλονίκη, μια πόλη ίσως πενταπλάσια σε μέγεθος από το Κόλτσεστερ, θα ήταν σχεδόν αδύνατο να παρουσιαστεί σε ένα από τα πανεπιστήμια της κάποιος όπως ο Κόλλιν. Αντίθετα θα περιοριζόταν να μένει στο σπίτι του, στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου μελαγχολικού όσο και εκείνος, ποτέ δε θα το εγκατέλειπε.
Ούτε λόγος φυσικά να γίνεται για σπουδές. Είμαι βέβαιος πως ο οποιοσδήποτε απαντούσε στο χώρο του πανεπιστημίου κάποιον όπως ο Κόλλιν θα τρόμαζε αρχικά, έπειτα θα αναρωτιόταν αν παρατηρούσε κάποιο κακό αστείο, και, τέλος, θα επιδίωκε ίσως- δυστυχώς αυτή είναι η ταπεινή ψυχοσύνθεση του όχλου στη χώρα μου, και ίσως και σε κάθε χώρα- να επιτεθεί σε αυτόν τον άνθρωπο.
Κατά συνέπεια αυτό που κάποτε είδα σε μία τάξη ενός από τα απέραντα κτίρια του πανεπιστημίου θα είχε γίνει πολύ νωρίτερα στη δική μου πόλη, αν παρουσιαζόταν μια τέτοια κατάσταση. Ως προς αυτό πρέπει να σκεφτώ ότι στη δική σας χώρα υφίσταται, έστω στην επιφάνεια, κάποια μεγαλύτερη λεπτότητα απέναντι σε τέτοια ζητήματα, αν και δυστυχώς αυτή αποδεικνύεται ακριβώς επιφανειακή. Κάτω από αυτό το παραπέτασμα της ευγένειας που μπορεί και να μην υπερβαίνει σημαντικά μια προσποίηση, ελλοχεύει η αληθινή ψυχή, που συχνά μοιάζει τερατώδης.
Γνώρισα τον Κόλλιν, ή μάλλον τον είδα για πρώτη φορά διότι ποτέ δε τον γνώρισα αληθινά, πριν από δύο εβδομάδες. Ήταν η αρχή του δεύτερου έτους των σπουδών μου. Ο αγγλικός φθινοπωρινός καιρός, αυτό το κράμα ψιλόβροχου και δυνατού αέρα, στάθηκε στην πραγματικότητα η αφορμή για να τον δω, ή μάλλον αυτό έγινε με έναν ασυνήθιστο τρόπο.
Στεκόμουν στη στάση του λεωφορείου, το βράδυ. Επιδίωκα να επιβιβαστώ για να μεταβώ στο σπίτι που νοικιάζω, στην κωμόπολη κάτω από το πανεπιστήμιο. Ήταν ένα παγερό βράδυ, στο οποίο το κρύο γινόταν εκατό φορές πιο άσκημο για μια στιγμή όταν φυσούσε δυνατά. Κατά τη διάρκεια εκείνων των φυσημάτων δεν ακουγόταν τίποτα, παρόλο που ολόγυρα μου βρίσκονταν δεκάδες άνθρωποι, τα αυτιά μου πάγωναν όσο και αν χαμήλωνα πάνω τους τον σκούφο μου. Το εκτεθειμένο μέρος του προσώπου μου είχε γίνει άκαμπτο και δε το αισθανόμουν.
Και παρατηρούσα μπροστά μου, καθώς στεκόμουν στο γρασίδι, περιμένοντας να δω το λεωφορείο να κάνει την εμφάνισή του στη στροφή, μακριά, όταν την προσοχή μου πήρε το ψιλόβροχο.
Αυτό το είδος βροχής που πλέον το είχα γνωρίσει τόσο καλά είναι σχεδόν ανύπαρκτο στην μητρική μου πόλη. Εκεί είτε θα βρέχει λίγο, για να μετατραπεί ξαφνικά η βροχή σε μία νεροποντή, είτε θα σταματήσει σύντομα και τα σύννεφα θα αρχίσουν να διαλύονται. Εδώ όμως, σε αυτή τη χώρα του Βορά, παρατηρείται αυτή η διαρκής ψιχαλιστή βροχή, που διαβρώνει τα πάντα, και διαρκεί για ώρες. Έτσι και τότε είχα βραχεί από τις ατέλειωτες μικροσκοπικές στάλες που κολλούσαν στα ρούχα μου, και τις κοιτούσα, σαν να μπορούσα να κάνω κάτι εναντίον τους.
Αρχικά δεν έδινα καμία προσοχή σε αυτόν που περπατούσε προς το μέρος μου, έχοντας πρώτα σταθεί στην άλλη πλευρά του δρόμου, και έπειτα περάσει απέναντι. Μόνο όταν κάποιος πρόφερε με μια άσκημη χροιά στη φωνή του που δήλωνε χλευασμό τον χαρακτηρισμό «πιθηκοπρόσωπος» ενδιαφέρθηκα να πάρω την προσοχή μου από τη βροχή, για να αναζητήσω το αντικείμενο αυτού του βάναυσου και κακόγουστου χαρακτηρισμού.
Δε μπορώ να σας περιγράψω το βάθος- ήταν όμως ένα βάθος της αβύσσου- του συναισθήματος της απειλής που ένοιωσα όταν διέκρινα μια μορφή να ξεχωρίζει, ενώ είχα κουνήσει απότομα το κεφάλι μου προς μερικές κατευθύνσεις. Εκεί προχωρούσε, και μάλιστα αρκετά κοντά μου, αν και ευτυχώς για εμένα έμοιαζε τώρα να απομακρύνεται, κάποιος που όντως είχε το κεφάλι ενός πιθήκου!
Η ενστικτώδης μου αντίδραση ήταν να βυθιστώ μέσα στο πλήθος, διότι ένοιωθα ότι κινδυνεύω από αυτό το ανήκουστο πλάσμα.
Μόνο στο λεωφορείο, ενώ ήμουν καθισμένος- αλλά συνέχιζα να ανησυχώ διότι δυστυχώς βρήκα μόνο θέση σε ένα κάθισμα που ήταν από την πλευρά του διαδρόμου- είδα τελικά από κοντά τον Κόλλιν, και την πρώτη στιγμή ένοιωσα αγαλλίαση, διότι διέκρινα ότι φυσικά αυτό που είχα δει ήταν μια μάσκα. Φορούσε, συνεπώς, μια μάσκα που είχε τη μορφή ενός πιθήκου: ήταν αξιοπερίεργο, αλλά όχι πλέον επίφοβο. Ή έστω αυτό νόμιζα.
Εδώ θα αποφύγω να μιλήσω περισσότερο για εκείνο το βράδυ στο λεωφορείο. Κάποιοι όντως γελούσαν όλοι την ώρα, και απευθύνονταν ειρωνικά στον Κόλλιν, αλλά εμένα δε με ένοιαζε. Είχα εικάσει ότι θα γινόταν να είναι ένα άτομο με ψυχικά προβλήματα, αλλά από την άλλη ίσως να ήταν απλώς κάποιος που ειρωνευόταν τους άλλους με αυτή την αμφίεση, ή έστω κάτι ανάμεσα στα δύο αυτά.
Όταν όμως, το επόμενο πρωί, τον ξαναείδα, με τη μάσκα, τότε σχεδόν ένοιωσα το ίδιο αβυσσαλέο συναίσθημα όπως την πρώτη φορά που τον παρακολούθησα στο σκοτάδι. Αναμφίβολα αυτό έγινε διότι είχε τώρα καταρριφθεί η εικασία ότι φορούσε απλώς το χθεσινό βράδυ αυτό το πράγμα. Συνεπώς είχε όντως αλλόκοτη ψυχή, και αυτό με αναστάτωσε.
Ναι, με είχε επηρεάσει ήδη, αλλά δεν ξέρω ούτε ακόμα και τώρα που γράφω απαλλαγμένος από όλα αυτά εδώ γιατί τότε αποφάσισα να μην πάω στο δικό μου καθορισμένο μάθημα, και αντίθετα να τον ακολουθήσω, από κάποια απόσταση.
Δε γνωρίζω γιατί το έκανα αυτό. Έμοιαζε να έχει μια μεγάλη σημασία, αλλά δεν είμαι σε θέση να προσδιορίσω σε τι συνίστατο αυτή. Ίσως απλώς να φιλοδοξούσα να δω το πρόσωπό του κάτω από τη μάσκα, ίσως να προδίκαζα ότι είναι κάποιο φρικτά παραμορφωμένο. Αναντίρρητα είχα ήδη δημιουργήσει μέσα μου μια μεγάλη εικασία για το άτομό του, η οποία σε κάποιο βαθμό φαίνεται ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Όντως του επιτρεπόταν να παραβρίσκεται στα μαθήματα φορώντας αυτή τη μάσκα, και άρα θα πρέπει να υπήρχε βάσιμος λόγος για να αφήσει η διεύθυνση του πανεπιστημίου κάτι τέτοιο, που από την πλευρά του βέβαια αναπόφευκτα θα προκαλούσε ποικίλες αντιδράσεις ακόμα και αν δεν ήταν απαραίτητο να συνυπολογιστούν σε αυτές και εκείνες ενός άτομου με τη δική μου ευαίσθητη ψυχοσύνθεση.
Οπότε πήγα πίσω του, και όταν χάθηκε μέσα στο δαιδαλώδες κτίριο του πανεπιστημίου τον ακολούθησα και πάλι. Τελικά βρέθηκα, πολλούς ορόφους κάτω από τη γη, σε μία τάξη. Πρώτα μπήκε εκείνος, και έπειτα εγώ.
Σε όλη τη διάρκεια του μαθήματος, που δε το συγκράτησα φυσικά καθόλου, κοιτούσα μπροστά μου καθώς είχα καταφέρει να καθίσω σε ένα από τα θρανία των πίσω σειρών, ενώ ο Κόλλιν ήταν σε ένα μπροστινό. Τον έβλεπα. Δε διακρινόταν πουθενά το πρόσωπό του, ή και ο ώμος του, αφού καλυπτόταν ολόκληρο από τη μάσκα, και φορούσε ένα μαύρο ρούχο που την περιέβαλε στην πίσω άκρη της. Έτσι παρέμεινα να κοιτάζω τη μάσκα.
Σίγουρα αυτή δύσκολα θα σας την περιγράψει κανείς. Δε γνωρίζω αν ο Κόλλιν έχει κάποια φωτογραφία φοιτητή, ίσως να εξαιρέθηκε από αυτή τη διαδικασία. Έτσι ίσως να μένει σε εμένα να την χαρακτηρίσω.
Συγνώμη, αλλά για μια στιγμή σκέφτηκα τον Κόλλιν να περπατά, στα χωράφια έξω από το πανεπιστήμιο, για ώρες, τελικά ξεριζώνοντας τη μάσκα από το τόσο λεπτό πλέξιμό της με τα ρούχα του, και πετώντας την σε κάποιον αγρό, παραμένοντας πλέον να προχωρεί όπως αληθινά είναι. Ίσως να έγινε και αυτό, αν και πιστεύω ότι το πιο πιθανό είναι πως θα τον βρείτε να τη φοράει ακόμα, τούτο δείχνει άλλωστε το γεγονός που τράβηξε την προσοχή σας σε αυτόν.
Έπειτα όμως από αυτή τη σύντομη φαντασίωσή μου δε ξέρω αν έχω αληθινά τη διάθεση να παρουσιάσω πώς είναι αυτή η μάσκα. Κάτι μαύρο, σε διάφορους τόνους, μοιάζει εξαιρετικά βρώμικο και αποκρουστικό. Μια μάσκα χειρότερη από εκείνες που φορά κανείς στις γιορτές των μεταμφιεσμένων, φανερά ένα μισητό αντικείμενο, και είμαι σίγουρος ότι κανείς δε το μίσησε ή δε θα το μισήσει περισσότερο απ ότι ο ίδιος ο Κόλλιν.
Γι αυτό απλώς θα συνεχίσω την ιστορία μου δίχως άλλη αναφορά στη μορφή της. Συνέβη έπειτα από τη λήξη του μαθήματος, όπως ήταν επόμενο, να καθηλωθώ στη θέση μου περιμένοντας τον άλλο φοιτητή να σηκωθεί πρώτος και να απομακρυνθεί. Περίμενα για ώρα όμως, οπότε τελικά αποφάσισα καθώς η τάξη είχε σχεδόν αδειάσει ολότελα να σηκωθώ εγώ. Περνώντας όμως από μπροστά του άκουσα τον πνιχτό ήχο που είχε το νόημα των λέξεων «με ακολούθησες».
Πάγωσα στη θέση μου. Δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένος για μία τέτοια κατηγορία. Θυμάμαι ότι επανέφερα στο συλλογισμό μου πως ήταν αληθινή, και ότι θα έπρεπε να βρω μία όσο το δυνατόν πιο αληθοφανή άρνησή της. Αποφάσισα πως το μόνο που μπορούσα να κάνω όμως, στο χρόνο που όφειλε να μεσολαβήσει ανάμεσα στην κατηγορία και στην απαραίτητη απάντησή της από εμένα, ήταν ένα ακόμα βήμα προς την άκρη της τάξης, προσπαθώντας να μη νοιώθω- ή έστω να το καταπνίξω- πως ήμουν ενωμένος με εκείνο το άτομο που με είχε αναγορεύσει σε κάποιον που ενδιαφερόταν γι αυτό.
Όμως προχωρώντας λίγο άκουσα και πάλι την αλλοιωμένη φωνή, κάτω από τη μάσκα. «Λέγομαι Κόλλιν, σε παρακαλώ, μείνε».
Δε θα ήταν δίκαιο να ισχυριστώ ότι τότε αποφάσισα να υποχωρήσω στην παράκλησή του από κάποια αίσθηση ευθύνης, μια ανιδιοτέλεια, ή έστω κάποια κρίση ότι ήμουν ένοχος απέναντί του που τον ακολούθησα ως κάτι το αξιοπερίεργο. Η πραγματικότητα είναι ότι κυρίως σκεφτόμουν πως θα ήταν ίσως το καλύτερο να υποστώ μια συζήτηση με αυτόν, παρά να αναγκαστώ να παίζω κρυφτό μαζί του στη συνέχεια των σπουδών μου, αφού αναπόφευκτα κάποτε θα τον ξανάβλεπα στο χώρο του πανεπιστημίου.
Και είπαμε πολλά, σε εκείνη την αίθουσα, εκείνος καθισμένος, εγώ όρθιος μπροστά του. Πάρα πολλά. Φταίει γι αυτό μάλλον ότι είμαι μόλις δεκαεννιά χρονών, και είχα σκέψεις που δεν τις είχα εξετάσει, και ο Κόλλιν με επηρέασε. Τον αναγνώρισα νομίζω ως κάποιον που υπέφερε δίχως να φταίει, και αυτή η κατάσταση με συγκίνησε.
Για την προέλευση της δυσμορφίας του, παρόλο που ποτέ δεν είδα το πρόσωπό του, δεν ξέρω περισσότερα από όσα μπορείτε να μάθετε εύκολα εσείς, πολύ πιο ενδελεχώς μάλιστα. Άκουγα μόνο τη φωνή του, την παραπονεμένη, αλλά ήρεμη, χαμηλή φωνή του κάτω από τη μάσκα, και έβλεπα την ανέκφραστη εκείνη δημιουργία που είχε κολλήσει στο πρόσωπό του.
Έμοιαζε αρκετά λεπτεπίλεπτος ως προς την ιδιοσυγκρασία του. Κρατούσε πάνω στα πόδια του έναν χαρτοφύλακα, κατάμαυρο όπως και η περιβολή του, και ανεβοκατέβαζε τα δάκτυλά του πάνω του. Όποτε ανέφερε, το θυμάμαι και αυτό, κάτι για τη ζωή του κρίσιμο, τα δάκτυλα σταματούσαν να ανεβοκατεβαίνουν, σα να έδειχναν και αυτά προσοχή, και έπειτα συνέχιζαν με τον ίδιο ρυθμό.
Ήθελε να με γνωρίσει. Το ξέρω αυτό. Είναι κρίμα που αυτό που ήθελε οδήγησε στη διαπόμπευσή του και τώρα τον ψάχνετε. Διότι είναι βέβαιο πως αν δεν τον είχα ακολουθήσει, αν δε μου είχε μιλήσει, θα είχε φύγει και πάλι από την τάξη στην καθορισμένη ώρα και θα επέστρεφε στο χώρο του, όποιος και αν ήταν αυτός. Αλλά εκείνη τη φορά είχε αργήσει. Ίσως να πίστευε ότι δεν θα γινόταν κάποιο άλλο μάθημα στην τάξη, ίσως και να μην τον ένοιαζε πλέον, αλλά όταν μπήκαν δύο άλλοι φοιτητές σταμάτησε αμέσως να μιλάει.
Θα μου επιτρέψετε να ανασάνω βαθιά σε αυτό το σημείο. Δε θέλω άλλο να προσπαθήσω να δω τη ζωή πίσω από τη μάσκα αυτή του πιθήκου. Ότι ένοιωσα, για τρίτη φορά σε σχέση με τον Κόλλιν, ένα αποτρόπαιο συναίσθημα φόβου όταν σε απάντηση της άτσαλης και εχθρικής προσπάθειας ενός άλλου άγγλου να τραβήξει τη μάσκα του έβγαλε από το χαρτοφύλακα ένα μεγάλο κομμάτι γυαλί και απείλησε να το καρφώσει στο λαιμό του άλλου, είναι ένα γεγονός που δε σβήνεται, ούτε για εμένα, ούτε για εσάς.
Επίσης ισχύει πως όταν βγήκε από την τάξη, κάτι που έγινε την επόμενη στιγμή, εξακολουθούσε να κρατάει εκείνο το γυαλί. Ίσως έπειτα όμως να το έβαζε πίσω στον χαρτοφύλακά του, μόλις απλώς έβρισκε λίγο χώρο.
Και ποιος ξέρει γιατί αρχικά το κουβαλούσε μαζί του; Μπορεί η υποψία πλέον να πέφτει πάνω του ότι θα το χρησιμοποιούσε ως έσχατο μέσο άμυνας, αλλά δεν είναι σχεδόν το ίδιο πειστικό ότι σκόπευε στον εαυτό του να το αξιοποιήσει;
Πηγαίνετε, βρείτε τον στο χωράφι όπου τον φαντάζομαι. Ίσως να έχει κουραστεί από το περπάτημα και να βρίσκεται σωριασμένος σε αυτό τώρα. Το γυαλί, πεταμένο κάπου, το τραγικό μέσο ίσως κάποιου εγκλήματός, άραγε φωτίζει πάνω του τις τελευταίες αναλαμπές ενός φτωχού Ήλιου που έδυσε πλέον για αυτόν, ή που, μάλλον, έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που είχε ήδη δύσει;
Δημοσίευση στο stixoi.info: 15-08-2011 | |