Της νύχτας και του διαβόλου Δημιουργός: morrissey Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Η νύχτα και ο διάβολος το βήμα μου οδηγήσαν,
Σε ένα αχούρι βρώμικο, ονείρων μαυσωλείο.
Μέσα σε δρόμους πονηρούς, το πιο φτηνό πορνείο,
Που ιέρειες του έρωτα, στον πόθο με μυήσαν.
Ξέρναγε ο αέρας προσμονή, λαχτάρα ιδρωμένη,
Στα μάτια μου που γυάλιζαν του τρόμου το άσπρο φως.
Και η κόρη, όπως την έπλασε -σαν θαύμα- Ο Θεός,
Την πόρτα ανοίγει, ξαφνικά, και στο δωμάτιο μπαίνει.
Φτύνει ένα ξένο όνομα, χαμογελά με βία,
Και ύστερα στέκει πλάι μου, με τη δροσιά του Μάη.
Το κουρασμένο μου κορμί, το αμαρτωλό, φιλάει,
Θαρρείς να σβήσει τις πληγές που άνοιξα, με μανία.
Βυθίστηκα στα μυστικά πελάγη του κορμιού της,
Στα αγιασμένα ύδατα, άνομης ηδονής.
Και ξάφνου ήταν άγγελος που εξέπεσε επί γης,
Και εγώ πιστός προσκυνητής του αναστεναγμού της.
Σφιχτά πολύ την κράτησα, με φόβο μη μου φύγει,
Σκοτάδι η έξω αγάπη μου, μα αυτή φεγγοβολάει.
Τσιγάρο ανάβει βιαστικά, ντύνεται, μου γελάει,
Και απ’ την αντίθετη πλευρά την πόρτα πια ανοίγει.
Η νύχτα και ο διάβολος, χρόνια πολλά περάσαν,
Που οδηγούν το βήμα μου σε ένα παλιό πορνείο.
Ταριχευτήριο ψυχών και ονείρων μαυσωλείο,
Που κόρες πόρνες μπήκανε και ως που να βγουν, αγιάσαν.
Σαν την σκιά λικνίζομαι στους σκοτεινούς διαδρόμους,
Και αναζητώ σταλαγματιές αληθινής αγάπης.
Εκεί που δεν σπιλώνεται το ιερό όνομά της,
Από ακάθαρτα νερά που πλέουν σε υπονόμους.
Και όπως με αγγίζει τρυφερά, να με παρηγορήσει,
-Τάχα ρουφάω ηδονή, τάχα φωτιά ημερεύω-
Μια πληρωμένη αγκαλιά, σπαρακτικά, γυρεύω,
Να μη ντραπεί ο πόνος μου, εντός της, να δακρύσει. Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-08-2011 | |