Η σημαντική ιδέα Δημιουργός: DeMaupassant, Χαλκόπουλος Κυριάκος Ένα ακόμα μικρό κείμενο. Θα ήθελα τη γνώμη σας γι αυτό... Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Η σημαντική ιδέα
Τον γνώριζα, στα μικρά χρόνια της ζωής μου ήμασταν συμμαθητές, οπότε έχω κάθε λόγο να πιστεύω πως και εκείνος με θυμόταν στις σκέψεις που έκανε, και μου αποκάλυψε εκείνο το βράδυ.
Όταν ήταν πολύ μικρός τον θυμάμαι να με κοιτάζει θλιμμένος, με ένα βλέμμα που τότε το ερμήνευα ως απόρριψη για εμένα. Πολύ αργότερα μόνο κατάλαβα πως εκείνο δε σχετιζόταν αληθινά με εμένα, με μία αληθινή εντύπωση που του έκανα, αλλά με τη δική του παγιωμένη στάση απέναντι στα άλλα παιδιά, που τα παρατηρούσε απογοητευμένος και λυπημένος.
Φίλους δεν είχε, εκτός από έναν, αλλά και εκείνος δεν ήταν αληθινός φίλος. Κάποτε, σε μία αρχαία ανάμνησή μου, βρισκόταν μαζί με εκείνον τον άλλο στην τάξη, και εκείνος του συμπεριφέρθηκε πολύ άσκημα, περιπαίζοντάς τον για το βάρος του. Ήταν μονάχα λιγάκι παχουλός τότε, όμως στον κόσμο των παιδιών- και για ένα τέτοιο παιδί- έμοιαζε αληθινό κτύπημα να ονομαστεί κανείς με αυτόν τον τρόπο, με απαξίωση.
Έπειτα πέρασαν πολλά χρόνια και δεν τον ξαναείδα. Συναντηθήκαμε μόνο τυχαία, τώρα, στα πενήντα μας. Εγώ δεν τον αναγνώρισα, αλλά εκείνος με γνώρισε αμέσως, σα να μην είχε φύγει ποτέ από τη σκέψη του το πρόσωπό μου- ή και του οποιουδήποτε άλλου είχε ποτέ συναντήσει. Και με κάλεσε στο σπίτι του, με παρακάλεσε καθώς είδε ότι αντιστεκόμουν, και τελικά δέχτηκα, βέβαιος ότι είχα να κάνω με κάποιον τρελό, που όμως έμοιαζε αρκετά άκακος.
Και εκεί άρχισε να μου μιλάει.
Αναφερόταν σε μία μεγάλη ιδέα που είχε. Μία ιδέα σύμφωνα με την οποία έζησε τη ζωή του, και που στάθηκε γι αυτόν η μοναδική χαρά. Ομολόγησε ότι ποτέ του δεν είχε εργαστεί. Μετά βίας αποφοίτησε από ένα πανεπιστήμιο, όμως το πτυχίο του είχε μηδαμινή πρακτική αξία δίχως την απαραίτητη εξακολούθηση των σπουδών, στην οποία όμως δεν προέβη.
Τον ρώτησα γιατί το έκανε αυτό. Χαμογελώντας κουρασμένα μου αποκρίθηκε πως τα τρία χρόνια των σπουδών τον είχαν εξοντώσει, είχε υποστεί μία σοβαρή κρίση στη μέση τους, και μόλις που κατάφερε να «συρθεί ως την άκρη» των σπουδών, ενώ πολλές φορές βεβαίωνε τον εαυτό του πως ήταν μάταιο να επιμένει, και ότι δεν ήταν γραφτό να πάρει ένα πτυχίο.
Μετά από την επιστροφή του στην πόλη μας δεν έκανε σχεδόν τίποτα, έζησε μόνος του, δίχως σχέσεις με άλλους ανθρώπους εκτός από τους ηλικιωμένους γονείς του. Αλλά είχε την ιδέα του, την πολύτιμη αυτή ιδέα που στάθηκε ο σύντροφός του στη ζωή, που τον έκανε να χαμογελάει όποτε τη σκεφτόταν, που του έδινε χαρά.
Τα χρόνια πέρασαν, και δίχως να το καταλάβει, δίχως ιδιαίτερο πόνο πλέον, αλλά και δίχως καμία έξαρση ευτυχίας, έφτασε στα πενήντα. Τότε, το πρωινό των γενεθλίων του, αισθάνθηκε ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του- και πάντως για πρώτη από τότε που μπορούσε να θυμηθεί- αληθινή ικανοποίηση. Αυτό καθώς τώρα έκρινε πως είχε γεράσει.
Τούτη η σύνδεση μου φάνηκε αλλόκοτη. Δε συνηθίζεται, βέβαια, κανείς να πανηγυρίζει για τα χρόνια που περνούν.
Α, μα αυτό σχετιζόταν με την ιδέα του, τη μεγάλη, τη σημαντική ιδέα! Και να ποια ήταν αυτή, όπως μου την αποκάλυψε, κοιτώντας με συνωμοτικά.
Είχε σκεφτεί, εκείνη την περίοδο της κρίσης, στα δεκαεννιά του, πως ο ίδιος δεν άξιζε τίποτα. Πως είχε ήδη γεράσει από τότε. Πως η ζωή του είχε οριστικά εκμηδενιστεί. Από την άλλη όμως δεν τολμούσε και να επιχειρήσει να την αφαιρέσει. Από λιποψυχία ζούσε, και το μισούσε αυτό. Αλλά τότε, μέσα σε ωκεανούς σκέψεων δυσάρεστων, έκανε και μία που αμέσως φάνηκε να τον καταπραΰνει.
Αυτή ήταν πως ο χρόνος περνούσε, ό,τι και να έκανε. Δεν τον ήλεγχε. Αλλά μπορούσε να φροντίσει να περάσει αυτός όσο το δυνατόν πιο γρήγορα γινόταν, με το να μην νοιώθει κάτι το ιδιαίτερο, με το να διώχνει μακριά τον πόνο που παρέτεινε το κάθε δευτερόλεπτο. Έτσι έκανε μία συμφωνία με τον εαυτό του: να ζει σα να μην είχε σημασία τίποτα, και να προσπαθεί πάντα να περάσει ο χρόνος όσο γινόταν πιο πολύ.
Αυτό το έκανε για έναν και μοναδικό λόγο, επειδή είχε έναν και μοναδικό στόχο, επειδή του φαινόταν πως έτσι αποκτούσε μία δύναμη, μία δύναμη ανήκουστη πάνω στους άλλους, που τους μισούσε τόσο: το έκανε διότι υπολόγιζε πως αν περνούσε ο χρόνος γι αυτόν, θα περνούσε και για εκείνους. Και τότε, κάποιο πρωί, θα είχαν γεράσει και αυτοί, και τότε- έτσι υπολόγιζε και γι αυτό ήταν βέβαιος- θα ένοιωθαν, επιτέλους, και εκείνοι τη δυστυχία του εκμηδενισμού που είχε ο ίδιος νοιώσει τόσο πρόωρα.
Αυτή ήταν η ιδέα του. Και τώρα είχε επιτευχθεί, έπειτα από τόσες δεκαετίες, είχαν γεράσει και οι άλλοι.
Χωρίσαμε φιλικά, παρόλο που ένοιωθα αηδιασμένος από αυτόν. Σκέφτηκα ακόμα, καθώς είχα απομακρυνθεί από το στενάχωρο δωμάτιο όπου βρισκόμουν πριν, ότι έκανε λάθος σε αυτό του το σχέδιο, καθώς φυσικά μπορεί να περνούσε και ο χρόνος και για τους άλλους, αλλά για εκείνους δυνητικά θα ήταν γεμάτος με ευχαρίστηση, ή και με λύπη, αλλά πάντως με ζωή. Έτσι δεν ήταν απαραίτητο πως θα συναντούσαν κάποτε, μια δεδομένη στιγμή, τη μεγάλη δυστυχία που έμελε να χαράξει τη δική του ζωή στα νιάτα του.
Αλλά δεν ήθελα να του τα πω αυτά. Δεν ήθελα διότι θυμόμουν το τρελό χαμόγελό του, και το σάλιο που εκτοξεύθηκε άθελά του από το στόμα του καθώς ομολογούσε τι ήταν εκείνη η σπουδαία του ιδέα. Τον λυπήθηκα. Μακάρι κανείς άλλος να μη βρεθεί ποτέ σε μία τέτοια θέση, και να μην κάνει ένα τέτοιο λάθος όπως το δικό του.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 23-08-2011 | |