Αντίο ψευτο-συγγενείς(περιφρονώ, σιχαίνομαι Δημιουργός: Mπουρμάς, Μανούσος Μπουρμάς ® Ανάθεμα σας όφιδες. Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Περιφρονώ, σιχαίνομαι, απαξιώ , αρνούμαι,
Λυπούμαι , βρίζω και μισώ, δεν θέλω να θυμούμαι.
-Πενήντα χρόνια σχέδιο, ακολουθείς με σθένος
όλα σου οι γιοί να πάρουνε, στο τέλος πελομένος*.
Τα θηλυκά ας πιστέψουνε, ότι κι εκείνα πήραν,
αλλά θα πάρουν το πολύ, ένα κασόνι μπύρα.
Εσύ έκαμες εμπόριο, τα αισθήματα, τς αξίες,
κι όλους εμάς εμπόρευμα, για τρείς δεκαετίες.
Λυπούμε σε από τη μια, μα είναι επιλογή σου,
ότι κι αν κάνεις, κάνεις το, μ` όλη την λογική σου.
Τα έδωκες λίγο πολύ, όλα στ αρσενικά σου,
πούλους στα μάθια βάνει μας εμάς η αφεντιά σου.
Δίνεις και δίνεις κι έδωσες, τα μύρια μες στη γυάλα,
δίνεις σαν τους πολιτικούς και του πουλιού το γάλα.
Απάτη κι εξαπάτηση και ζβάχια του πατέρα,
μόνο μπλα μπλά, και θαθαθά, και λόγια του αέρα.
Χαράμι τό` χεις μας κρυφά και θά` χες προτιμήσει,
εμείς και όλοι οι αποδώ να είχαμε ψοφήσει
Να μην είχαμε γεννηθεί, ποτέ σ` αυτό τον κόσμο,
να σουν ωραία με δυό γιούς, κείνους να είχες μόνο.
-Το αίμα μου εκάνατε, νερό με βιά και με δόλο,
δεν θέλω να σας ξαναδώ, μέχρι να μπω στο θόλο*.
Το μίσος εφυτέψατε, "κύριοι" μες στην καρδιά μου,
που ετέθοιο δεν εκάτεχα. Χαθείτε από μπροστά μου.
Για το συμφέρον γίνατε, του ανθρώπου απολειφάδια,
προδώσατε το αίμα σας, για χρήμα βρε τομάρια.
Εκάνατε την ανθρωπιά, κουρέλια για το δρόμο,
και από πάνω βγαίνετε, κι εμένα λέτε Βρόμο.
Κι όλους τους άλλους που κακές, τις πράξεις σας βαφτίζουν,
που με βρομιές τέτοιας λογής, δεν θεν’ να μαγαρίζουν.
-Φάτε, ξεκοιλιδώσετε, ρουφάτε σαν την τρύπα,
παχιά τροφή στο σκούληκα, ν αφήσετε για προίκα.
Η λεβεντιά απ την ντροπή, απέχει δύο ζάλα,
γίβεντα εγινήκατε, για τα λεφτά μεγάλα.
Πάνω σε τάφο χέσατε, μ` αδιαφορία όλοι,
ούλα για να τα αρπάξετε, αμέσως ρε Διαόλοι.
Πόσο μαλάκα με περνάς, ρε Μπάρμπα επιτέλους;
μπροστά μου τέτοια πράγματα, να λες μέχρι του τέλους.
-``Ποτέ απ’ του μπαμπάκα μου, δεν ζήτησα μα φέρνω,
δεν γύρεψα μα μοναχά, ότι μου δώσει παίρνω.``
-Νύχτα που με ποβγάλετε, όξω κι απ την ζωή σας,
δεν έχω μπλιό συγγένιο, εγώ με όνομη σας.
Ότι λεφτά κ αν μού `δωκες, υπάρχουν μέχρι μίας,
στείλε τους να τα πάρουνε, τα δίνω κατ` ευθείας.
Χαράμια εγώ δεν ακουμπώ, και κόκαλα δεν παίρνω,
καλιά πριν σκύλος να γενώ, να κρεμαστώ στο δέντρο.
Πάρτε και καζαντίσετε, στα μάθια βάλετε τα,
ΟΙ ΑΞΙΟΙ καθώς ήσαστε, γερά πληθιάνετε τα.
Σιχάνατε τον άνθρωπο, παρόλο που είστε ζώα,
φάτε ταμάκια μπόλικα, μεγάλα σαν το Βόα.
Θέλω στην ησυχία μου, τα βράδια να κοιμούμαι,
κι όχι όλες σας τσι βρομιές, να` χω ν’ αθιβολούμαι.
Δυό χρόνους τώρα βάφετε, μαύρα τα σωθικά μου,
προσβάλετε το είναι μου, κάβγετε την καρδιά μου.
Όποιος σας έχει συγγενείς, εχθρούς αυτός δεν θέλει,
να πάει θέλει μα το νες, σα σκύλος μες στ αμπέλι.
Όποιος πέσει στα χέρια σας, και στη δικιά σας χούντα,
καλιά ντου είναι να καεί, στο τζάκι σαν τη φούντα.
Πόσο ελεεινοί και ποταποί, κι όφιδες πρέπει να `στε,
που να μπορείτε Ατζίγγανοι, ήσυχοι να κοιμάστε;
Τρισάθλια μηδενικά, κοινωνικά λιγούρια,
πείνα και κουτοπονηριά, διέπει σας αρούρια.
Αναστορώ τις εποχές, πριν απ το δυό χιλιάδες,
που η κεφαλή μου ήσυχη, ήτανε απ τσι μπελάδες,
αυτούς των Τρεζομάρκηδων στι γυφτοδιγαβρέδες,
που Τούρκικα στα ασερνικούς μοιράζει τσι μπαξέδες.
``Ούλα για τσι ασερνικούς, ψίχουλα για τσι άλλες,
κι άμα αντιμιλήσουνε, να μείνουνε μπουκάλες.``
Εδώ τελειώνει αγαπητοί, ετούτο το τραγούδι,
φάτε το εσείς αμοναχοί, ετούτονέ τ` αγγούρι.
``Αντίο ψευτοσυγγενείς, μη χρειαστεί να πέσω,
στα χέρια σας καμιά φορά, για δε θα το μπορέσω.
Καλιά πρωτού την ώρα μου, να μπω μέσα στο θόλο
στον άλλο κόσμο να βρεθώ, μ ένα δαβλό στον κώλο.
Παρά να πάθω και εγώ, ίδια με τον Κωστάκη
καλιά αποκάτω πρόωρα, στις κάσσας το καπάκι .`
Ακόμα κι ότι σε` φαγα να με κατηγορήσουν
Σιγά το πράμα! Μια ψευτιά ακόμα θα σκορπίσουν.
Περίμενα βρε ελεεινοί τώρα στα ξέτελα σας
Ότι θα γίνει το σωστό έστω κι ανάρεξα σας.
Για ορισμένα πράματα όταν περάσει ο χρόνος
είναι απλός πολύ αργά και δεν αλλάζει ο δρόμος.
-πελομένος * τουλάχιστον
-θόλος * τάφος
Δημοσίευση στο stixoi.info: 01-09-2011 | |