Όραμα μιας μέρας Δημιουργός: Ερμότιμος, Δημήτρης Κάτι που έγραψα πριν καμιά δεκαετία..στο Λύκειο Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Πέρασε απο μπρός μου ο γέροντας
και σκόνταψε εμπρός μου.
Που πάς ρε γερο-Χανουμάν
μέρα μεσημέρι;
Πέρασα απ'την στάση
στον δρόμο για το τίποτα
και είδα στοιβαγμένα εμπρός μου
πλήθος από σκουλίκια.
Τι κάθεστε εδώ ανθρωπάρια;
Θά'ρθει το θείο φώς;
Πέρασε από μπρός μου ο γέροντας
και σκόνταψε εμπρός μου.
Που πάς ρε γέρο-Χανουμάν
μέρα μεσημέρι;
Πέρασα την γέφυρα
και μπήκα στην Χαλκίδα
και είδα πλήθος πρόβατα
να μπαίνουν στο τραπέζι (τράπεζα)
και όλα τους ήτανε
πολύ καλοθρεμένα.
Φορούσανε γραβάτες,
ρολόγια από χρυσό,
κουστουμάκια Αρμάνι,
παπούτσι ακριβό.
Και είχανε μια έκφραση
γεμάτη ειρωνία.
Πώς την είδατε καθίκια εδώ;
Ανώτεροι από το θεό;
Πέρασε από μπρός μου ο γέροντας
και σκόνταψε εμπρός μου.
Που πάς ρε γέρο-Χανουμάν
μέρα μεσημέρι;
Συνέχισα τον δρόμο μου
όταν ξάφνου είδα
σε στάση στοχασμού τον Βούδα!
Καθότανε μονάχος του
στην μέση της Αβάντων
με ακτίνες απ'την κεφαλή
και φώς στο πρόσωπό του.
Καθώς όμως πλησίασα
να δώ από κοντά
είδα ότι ήτανε μια φτωχή γριά.
Πέρασε από μπρός μου ο γέροντας
και ξέρασε εμπρός μου.
Που πάς ρε γέρο-Χανουμάν
μέρα μεσημέρι;
Το βράδυ ο ύπνος δεν ερχότανε
γιατί εγώ σκεφτόμουνα
την περασμένη μέρα.
Τα σκουλίκια και τα πρόβατα
αλλά και τον Βούδα.
Τι νόημα είχαν όλα αυτά
ένας θεός το ξέρει.
Στο τέλος τα μάτια μου έκλεισαν
και ο ύπνος με επήρε...
Πέρασε από μπρός μου ο γέροντας
και πέθανε εμπρός μου.
Που πάς ρε γέρο-Χανουμάν
μέσα στην μαύρη νύχτα; Δημοσίευση στο stixoi.info: 04-10-2011 |