Λευτέρης

Δημιουργός: greendream13, Σωτήρης Γεωργιάδης (Sotirios G

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Να λοιπόν που μπροστά μας υψώνεται τεράστιο, απειλητικό, το σαρκοβόρο φυτό του παραλογισμού και της στέρησης. Ένα φυτό που κατατρώει τις σάρκες και τα σωθικά μας. Το φυτό που δεν φροντίσαμε να ξεριζώσουμε όταν ήταν μικρό, μα του δώσαμε νερό και ήλιο για να μεγαλώσει. Σαν ανόητοι βγάλαμε τα μάτια μας για να δούμε πως είναι από μέσα…

Έχω ένα φίλο, Λευτέρη τον λένε. Θυμάμαι τη λάμψη που είχαν τα μάτια του όταν με κοίταζε. Τότε, την εποχή που κανείς μας δεν είχε γνωρίσει το σκοτάδι.

Μια βραδιά με παίρνει παράμερα και μου λέει:
- Κοίτα τι μου δώσανε !
- Τι είναι αυτό Λευτέρη;
Άνοιξε το ασημόχαρτο με πολλή προσοχή. Μέσα κείτονταν νεκρό, μαραμένο, αξιοθρήνητο ένα κοτσάνι από ένα άγνωστο σε μένα φυτό. Με κοίταξε και στο πρόσωπό του χαράχτηκε ένα χαμόγελο θριάμβου.
- Τι είναι αυτό; Ψιθύρισα πάλι.
- Φούντα, μου απάντησε. Έλα μαζί μου.
Έφυγε τρέχοντας. Τον ακολούθησα. Κρυφτήκαμε στο διπλανό οικόπεδο. Έβγαλε από την τσέπη του ένα πακέτο τσιγάρα. Πήρε ένα και ξανάβαλε το πακέτο στην τσέπη του. Από την άλλη τσέπη έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί, μικρό, τετράγωνο. Με γοργές κινήσεις άδειασε τον καπνό από το τσιγάρο πάνω στο χαρτί. Πήρε λίγο από το παράξενο φυτό και το έτριψε πάνω από τον καπνό. Έστριψε το αυτοσχέδιο «τσιγάρο», το σάλιωσε και το κόλλησε. Το άναψε και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά. Πνίγηκε. Τράβηξε άλλη μια.
- Θέλεις;
- Όχι !
Κούνησε τους ώμους του αδιάφορα.

Έχω ένα φίλο, Λευτέρη τον λένε. Έχει χρόνια να με κοιτάξει στα μάτια, δεν θυμάμαι πια το χρώμα τους. Το μόνο που βλέπω πια είναι αυτές οι μαύρες σακούλες που τα περιβάλλουν. Φοράει πάντα εκείνα τα μακρυμάνικα κολεγιακά μπλουζάκια για να μην φαίνονται τα σημάδια από τις κατατρυπημένες φλέβες του. Είναι φορές που τον χάνουμε για μέρες, κανείς μας δεν ξέρει που βρίσκεται.

Ένα απόγευμα καθόμασταν στην πλατεία και πίναμε καφέ.
- Πες μου Λευτέρη, πως νιώθεις όταν…
Δεν τελείωσα την ερώτηση. Κατάλαβε. Τα μάτια του συνέχισαν να κοιτάζουν τα κορδόνια των παπουτσιών του. Σήκωσε το ποτήρι και ήπιε μια γουλιά καφέ.
- Όμορφα, μου απάντησε. Είναι οι μόνες στιγμές που ζω πραγματικά. Είναι οι στιγμές που βλέπω τα πάντα από ψηλά. Οι στιγμές που όλα μου τα προβλήματα βρίσκουν τη λύση τους. Οι στιγμές που κάνω πράματα που δεν θα έκανα ποτέ.
Σώπασε. Τα φρύδια του έσμιξαν.
- Μετά όμως… Μετά έρχεται η μελαγχολία, το κλάμα, ο φόβος, ο πόνος. Το κεφάλι βαραίνει, δε μπορείς να κουνήσεις τα πόδια σου. Προσπαθείς να συρθείς, να φύγεις μα δε μπορείς. Και που να πάς;

Είχα ένα φίλο, Λευτέρη τον λέγανε. Τον βρήκαν νεκρό σ’ ένα άδειο δωμάτιο με μια σύριγγα καρφωμένη στο μπράτσο του. Λένε πως τον βρήκαν στραμμένο προς την πόρτα. Σα να προσπαθούσε να φύγει. Και που να πάει;

Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-10-2011