Τέλος

Δημιουργός: Aλκης Καμπάνης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Είναι στιγμές, του χρόνου ψυχές
Μέρες σκληρές, που στο άγνωστο τάζουν.
Σκοτινιάζει και λές, των νεκρών προσευχές
Στα καμίνια της μοίρας, καπνούς και να στάζουν.

Κυμμάτων τα λόγια,
Των φύλλων φωνές,
Παράξενα ζώα,
Γεννούν ομορφιές.
Ποτάμι αγγέλων, με δάκρυα ανθρώπων
Πελώρια μάτια, γυναίκας κοινής.
Κορμί που αντέχει, την σάρκα του πόνου
Σαν σιγαλιά, ερημιά μιας πνοής.

Και να που εφάνει και στάζει καρδιά
Σαν κερί, καρτερώντας να κάψει.
Κάτω απ' το δέρμα με βήμα γοργό
Προχωρά το μαχαίρι κι αφήνει κενό
Κι ανοίγει τον δρόμο, να μπεί το κακό.
Βαδίζει ώρες πολλές και κάθε φορά σαν να 'τανε χτές
Καμένη απ΄την ώρα, ασάλευτου νού
Πικραίνει το χώμα, του νέου νεκρού.

Ποιός καιρός και ποιά μοίρα?
Ρυτίδα και τύψη,
Ήλιος μικρός και αγέρωχη θλίψη.
Αισθήματα άδεια, αγκάθι στραμμένο,
Η ώρα, το αίμα, το σπλάχνο βγαλμμένο.

Και νά, ξαφνικά,
Το χέρι σαν λάθος, γυρεύει το μέλλον
Μήνας σαν μέρα, σταγόνα περνάει
Όπου η γή και το σώμα.
Όπου η νύχτα, το φώς.
Νοσταλγία, του ύπνου καπνός.
Λάμψη θανάτου,
ανέμους σκορπίζει.
Χειμώνας μικρός την ζωή βασανίζει.
Μεμιάς η σκιά,
Ζηλεύει τα χείλη, που μόνα τους κλαίνε
Του ελέους τα χρόνια.

Τι είναι αυτό που γυρεύει?
Τι είναι αυτό που ζητάει?
Το ρέμα της γνώσης, που αυτό ξεδιψάει.
Μετάξι τα λόγια
Των άστρων σχεδίες
Ανθρώπων που ζούνε
Το μέλλον μ' αργίες
Τα πάντα Εγώ, που μόνος κρατάω
Της πίκρας δυό τρία,
Τραγούδια θα πώ.
Στης ορφάνιας αλμύρα, της θαλάσσης άλλη
Λιγοστή τιμωρία, του φόβου το έλεος,
Σαν παλιό αναλόγιο, που βιβλίο δεν έχει
Ανίερο στέλνει, πικρότατο τέλος.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 31-10-2005