στο αμπάρι

Δημιουργός: ΨΕΥΔΩΝΥΜΟΣ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info



[font=Palatino Linotype][color=black][I][B][align=center]μέρες και νύχτες έψαχνε, να βγει σε μιαν ακτή

σαν τέτοια που ορίζοντες, για λύτρωση ορίζουν

βαριά και από πάνω του, μια καταπακτή

δυο βίδες κι ένα μάνταλο, που λίγο την ζορίζουν


κείνος ο γέρος ο τρελός, που βρώμαγε κρασί

κάτι ακαταλαβίστικα, έψελνε ο σακάτης

μιας κι ήξερε τ’ αράπικα και τα ‘λεγε φαρσί

μια μάγισσα του τα ‘μαθε, Μοργκάνα τ’ όνομά της


κι όλοι στ’ αμπάρι ξέρανε, για αυτή την ξωτική

γυναίκα, που τον ρούφηξε στη δίνη του άρωμά της

μα μ’ όλους ήταν πρόθυμη, λάγνα και δοτική

τα άνθη της, τα άνοιγε, λες κι ήτανε ο Μάρτης


μέρες και νύχτες ξάγρυπνος, ένα κουπί τραβά

κάτω απ’ τα χέρια μάτωσαν και σάπισαν οι κάλοι

έτσι η ρότα της ζωής, τον έσυρε στραβά

όπως στραβά τον σύρανε και της κυράς τα κάλλη


κείνος ο γέρος ο τρελός, που βρώμαγε κρασί

κάτι ακαταλαβίστικα, έψελνε ο σακάτης

μιας κι ήξερε τ’ αράπικα και τα ‘λεγε φαρσί

μια μάγισσα του τα ‘μαθε, …Μοργκάνα τ’ όνομά της…
[/align][/B][/I][/color][/font]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-11-2011