Εξάραχνο των επτά Το Απαγορευμενο Αινιγμα! Η Δημιουργός: ferelpis, αρτέμης αξαρλής για εκείνους που περιμένουν με αγωνία με τη καλημέρα μου. Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info
Ετοιμάστηκε βιαστικά. Έπρεπε να βγάλει βόλτα τον παραμελημένο Δία
Σαν εμφανίστηκε στη πόρτα εκείνος, έκανε σαν τρελός.
Τον χάιδεψε στοργικά λέγοντας καλά, καλά μη κάνεις έτσι ώρα σου είναι το ξέρω, χίλια συγνώμη και, για να μη ξεχάσω τα έξτρα γαργαλήματα, είναι δώρο!
«Από ποιον? Σήμαιναν τα απορημένα του γαβγίσματα »
Από την Νάντια, χαζούλη.
«Στο άκουσμα του ονόματος κούνησε την ουρά του ρυθμικά».
Τώρα, φύγε θα σε ξεπεράσω! Πετάχτηκε σαν πύραυλος γαυγίζοντας όλο χαρά.
Ε! όχι και έτσι, μαζί να πηγαίνουμε γύρνα πίσω.
«Έκοψε ταχύτητα χωρίς δεύτερη προσταγή ψεκάζοντας επιλεκτικά, με την αρρενωπή οσμή του αρκετές πρασινάδες ».
«Ο Άλεξ τρέχοντας κοντά του άρρυθμα, άκεφα και μη μπορώντας να τελειώσει τη συνηθισμένη διαδρομή, «η έλλειψη ύπνου τον κούρασε» αφού άφησε το Δία να ολοκληρώσει τις ανάγκες του σφύριξε βεβιασμένα ολοκληρώνοντας τη διαταγή. Δία γυρίζουμε, έλα.
Με διαφορετικά ερεθίσματα ξαναπήραν το δρόμο της επιστροφής.
«Ο Άλεξ νιώθοντας έντονο πονοκέφαλο και ζάλη επέστρεψε σπίτι, με χίλια ζόρια αντίθετα, με το τετράποδο κολλητό του που είχε παιχνιδιάρικη διάθεση».
«Τον χάιδεψε αποτρέποντας τον να συνεχίσει και με προτεταμένο το δείκτη του χεριού είπε.
Τώρα, θέλω να καθίσεις φρόνιμα μη διανοηθείς να βγάλεις ούτε κιχ και τράβηξε βιαστικά στη κουζίνα.
«Ο καημένος ο Δίας αν κι’ λαχταρούσε λίγο χαβαλέ ακόμη καταλαβαίνοντας πολύ καλά την αυστηρή εντολή, κατέβασε τα πανέξυπνα οινοπνευματί μάτια του και κουλουριάστηκε αθόρυβα στα δροσερά πλακάκια της αυλής».
Ο Άλεξ ήπιε προληπτικά, ένα αναβράζων αναλγητικό και προσγειώθηκε βαρύς στο κρεβάτι …γέρνοντας τα βλέφαρα.
Το μυαλό του στριφογύριζε διαρκώς στη βραδινή περιπέτεια, με το αναπάντεχο εκείνο πλάσμα.
«Μόλις ο πονοκέφαλος του υποχώρησε λίγο ανασηκώθηκε».
«Είχε δώσει μια υπόσχεση που έπρεπε να κρατήσει. Να αποστείλει, περιγραφή του ονείρου στη Νάντια».
«Απρόθυμα έθεσε σε λειτουργία το lap top και επικεντρώθηκε να επαναφέρει στη μνήμη όλες τις αγωνιώδεις στιγμές και εικόνες».
«Καταβάλλοντας προσπάθεια αυτοσυγκέντρωσης ένιωθε τη ταραχή του να ενισχύεται ενώ στα αυτιά του αντηχούσαν η υπερκόσμια φωνή, με τις ακατάληπτες λέξεις που του προκαλούσαν υπερένταση.
«Πάνω στη προσπάθεια του και πλήρως απορροφημένος στο να εντάξει τη παραμικρή λεπτομέρεια στο κείμενο από την ανοιχτή, με τη προστατευτική …μυγόσητα εσώπορτα ακούσθηκε ,ένας οξύς, διαπεραστικός ήχος, σαν εκείνο τον ανατριχιαστικό που αφήνει μια λίμα κατά τη λείανση ενός αντικειμένου».
«Εξοργισμένος φώναξε στο Δία να ησυχάσει» !
Ο ήχος ωστόσο, εξακολουθούσε να τον ...διαπερνά ».
Εκνευρισμένος διέσωσε το ολιγόλεπτο κείμενο και χωρίς δεύτερη κουβέντα, πετάχτηκε έξω όλο φούρκα!
Είδε το Δία που συνέχιζε να γρατζουνά αμέριμνος την πλακόστρωση σπρώχνοντας, με τα πόδια πέρα δώθε κάτι που ως φαίνεται του άρεσε ιδιαίτερα.
Πλησίασε θυμωμένος φωνάζοντας. Βρε αφιλότιμε δε σου έχω διδάξει να μη τρως οτιδήποτε, τι σκατά είναι αυτό που γλύφεις και με ζάλισες?
Κι’ ενώ ο Δίας …οπισθοχωρούσε ο Άλεξ τσαντισμένος έσκυψε να δει το θορυβώδες εύρημα του.
Το στομάχι του, δέθηκε κόμπος καθώς αντίκρισε το σπασμένο μέρος από, ένα κατάμαυρο γαμψό νύχι, με απαίσια μυρωδιά που ήταν γεμάτο πηχτό, σκούρο υγρό!
Του φάνηκε όμοιο, με τα τερατώδη νύχια του Μεθέωντα!
Ξανακοίταξε το Δία επιπλήττοντας τον. Σε ποιο μέρος ξετρύπωσες αυτή τη βρωμιά και πως αντέχεις να πιπιλάς στο στόμα σου?
Εκείνος δίχως να δείχνει το παραμικρό ίχνος φόβου, «αντίθετα με τη ονειρική, πλασματική εικόνα του Άλεξ για αυτόν» ξαμολήθηκε κατεβαίνοντας πανεύκολα την επικίνδυνη όχθη της ρεματιάς γαβγίζοντας.
Ανήσυχος, κινδυνεύοντας να γκρεμοτσακιστεί τον πήρε στο κατόπιν φτάνοντας με δυσκολία, στο σημείο που τον οδήγησε.
Ο ευφυής ποιμενικός ανασαίνοντας γοργά, σκάλιζε επιφανειακά το έδαφος θέλοντας να δείξει το μέρος της …γευστικής του ανακάλυψης.
Σταλαγματιές σκούρες, « όμοιες μ’ εκείνες πάνω στο νύχι» από το ίδιο πηχτό σαν πίσσα, δυσώδες υλικό, υπήρχαν διάσπαρτες κάμποσες, τριγύρω.
Προσπαθώντας να διαπιστώσει τη πορεία τους, βημάτισε αρχίζοντας από τη βάση , ενός μυτερού ογκόλιθου όπου ξεκινούσαν, φτάνοντας μερικές δεκάδες μέτρα ως την λασπωμένη άκρη της κοίτης που εξαφανίζονταν.
Γεμάτος αγωνία θυμήθηκε ότι, βρίσκονταν ακριβώς στο ίδιο σημείο που κατρακύλησε ο Μεθέωντας όταν τον εκτίναξε ο ξαφνικός, δυνατός ανεμοσούρτης.
Η μυρωδιά στον αέρα, «‘αν και λιγότερο έντονη» έμοιαζε μ’ αυτή που ανέδιδε το νύχι άλλα δεν έπαυε να είναι βαριά, άσχημη.
Προσεκτικά, παρατήρησε τριγύρω του.
Κανονικά, μετά από όσα είχαν προηγηθεί θα έπρεπε η θαμνώδης, πλαγιά της όχθης να είχε καταπατηθεί, ξεριζωθεί.
Μια τέτοια όμως εικόνα ολοκληρωτικής καταστροφής δεν εντόπισε πουθενά όλα, τοποθετημένα φυσιολογικά, στη θέση τους!
Στη αλυσίδα των πρώτων ενδείξεων που κατ’ αρχή φαντάστηκε ότι είχε αρχίσει να ξετυλίγεται έλειπαν , βασικοί κρίκοι.
Το κενό τους συσκότιζε περισσότερο τη κατάσταση κάνοντας ανίσχυρες τις ισχνές αποδείξεις .
Στην αχνή σειρά των επιχειρημάτων που ίσως θα μπορούσαν να εκλογικεύσουν το παράλογο απουσίαζε επιδεικτικά μια ουσιαστική παράμετρος.
Συνεχίζεται…..
Δημοσίευση στο stixoi.info: 15-11-2011 | |