δέν καταλαβαίνει φιλάργυρο

Δημιουργός: anuya, Diogenees

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Αυτό παραμύθι, εν ηλικία περίπου 12 χρόνο το βρίσκω εν βιβλίο με παλιό ελληνικό σοφό παραμύθις, τό βιβλίο τότε δανείζομαι απο δημοτικό βιβλιοθήκη. Απο τότε το βιβλίο δέν έχω ξανά ίδω, κρατάω διήγηση εν μνήμη:

Κάποτε ένα άνθρωπο πολά φτωχό, λέγει: δέν μπορώ να καταλαβαίνω φιλάργυρο κόσμο! Για να κερδίζουν χρήμα δέν λυπάονται κανένα και τίποτα, εις το κυνήγι χρήμα δίνουν όλο το χρόνο που έχουν, και όταν έχουν κερδίζουν χρήμα, έπειτα λυπάονται να ξοδεύουν, μίζερα ζούν, στερούν ακόμα και εαυτό, και εις φτωχό, που έχει ανάγκη, δέν δίνουν! Ά! εγώ τάχα να έχω χρήμα, καλά θα ζώ, και εις όλο φτωχό κατα δύναμη θα δίνω! Κάθε μέρα έτσι λέγει. Ένα μέρα, απο σπίτι βγαίνοντα, πόρτα μπροστά βρίσκει πορτοφόλι. Ανοίγει, μέσα βρίσκει ένα χρυσό νόμισμα. Παίρνει το. Κλείνει πορτοφόλι άδειο, ανοίγει, μέσα βρίσκει άλλο χρυσό νόμισμα. Περιεργάζετα, κλείνει, ξανα ανοίγει, πάλι βρίσκει χρυσό νόμισμα. Κάθε φορά που κλείνει άδειο έπειτα ανοίγει μέσα βρίσκει χρυσό νόμισμα. Τότε ακούει φωνή απο ουρανό λέγει: πορτοφόλι έχει μαγικό δύναμη μέχρι αύριο ξημέρωμα: Κάθε που ανοίγει μέσα βρίσκει χρυσό νόμισμα. Όμως, ήλιο ανατέλλει μετά, δύναμη χάνετα, άλλο χρυσό δέν βγαίνει. Τότε ο φτωχό άνθρωπο παίρνει πορτοφόλι, ανοίγει παίρνει νόμισμα, κλείνει ανοίγει κλείνει ανοίγει, συνέχεια βγάζει χρυσό νόμισμα, γεμίζει εν σπίτι το όλο σκεύος, κουτί, πιθάρι, τέντζερε, σακκί, απο το κρεββάτι κάτω, παντού γεμίζει γεμίζει χρυσό νόμισμα, νύχτα έρχετα, δέν σταματάει, δέν τρώγει δέν πίνει δέν κοιμάετα, ώς το ανατολή εις το σπίτι μέσα παντού γεμίζει χρυσό νόμισμα. Ανατολή έρχετα, δοκιμάζει, ανοίγει πορτοφόλι, πάλι βγάζει χρυσό νόμισμα! Τότε ακούει φωνή απο ουρανό λέγει: επειδή ε θέλεις να δίνεις εις φτωχό, φιλανθρωπία ανταμείβετα, πορτοφόλι ακόμη ένα μερόνυχτο έχει δύναμη, μέχρι αύριο ανατολή βγάζει χρυσό νόμισμα, ανατολή έπειτα άλλο δέν θα βγάζει. Τότε ο άνθρωπο παίρνει πορτοφόλι, κλείνει ανοίγει κλείνει ανοίγει, κάθε που ανοίγει βγάζει χρυσό νόμισμα, γεμίζει σπίτι χύμα εις το πάτωμα, όλο δωμάτιο, και υπόγειο, απο πάτωμα ώς ταβάνι γεμίζει χρυσό νόμισμα, άλλο τίποτε δέν κάνει, δέν τρώγει δέν πίνει δέν κοιμάετα, μόνο ανοίγει και ξανά ανοίγει πορτοφόλι, βγάζει χρυσό νόμισμα, γεμίζει σπίτι ώς το ταβάνι. Ανατολή έρχεται, ξανά δοκιμάζει πορτοφόλι, ξανά μέσα βρίσκει χρυσό νόμισμα! Τότε ακούει φωνή απο ουρανό λέγει: σού εργατικότητα ανταμείβετα, γι’ αυτό πορτοφόλι έχει δύναμη ακόμη ένα μερόνυχτο, αλλα όταν ήλιο ανατέλλει, πιά χρυσό δέν θα βγάζει. Ο άνθρωπο αρχίζει σκάβει λάκκος εις σπίτι αυλή και κήπο, γεμίζει λάκκος με χρυσό φλουρί. Δέν κάνει άλλο τίποτε, δέν τρώγει δέν πίνει δέν κοιμάετα, μόνο σκάβει ανοίγει λάκκο λάκκο, γεμίζει χρυσό φλουρί. όλο νύχτα να δουλεύει συνεχίζει, σκάβει λάκκο λάκκο γεμίζει μετ φλουρί. Αυγή πλησιάζει, βλέπει φώς χαράζει, τότε ακόμη με πιό μεγάλο μανία σκάβει λάκκο, μέχρι ανατολή ό,τι προλαβαίνει να γεμίζει. Ήδη έχει ανοίγει λάκκο, τότε ανοίγει πορτοφόλι βγάζει χρυσό φλουρί. Εκείνο στιγμή ήλιο ανατέλλει, ο άνθρωπο μέσα εις δικό χρυσό φλουρί εκ πείνα και εξάντληση εις το λάκκο μέσα πέφτει και πεθαίνει, αυτός που πρώτα λέγει «δέν μπορώ να καταλαβαίνω φιλάργυρο!».

Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-12-2011