Lovejoy C/2011 W3 Δημιουργός: outis Κοσμογονική πανσπερμία. Παραμύθι χαρισμένο στην justawoman και τους άσωτους κομήτες, για τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ήτανε, λέει, μια φορά κι έναν καιρό,
άστρα λαμπρά στον ουρανό και πλούσια,
με οικογένειες καλές και προσεγμένους τρόπους,
καλοβαλμένα από καιρό στις ασφαλείς τροχιές τους.
Άλλο απ' αυτές δεν ήξεραν.
Καθαρισμένες, παστρικές οι αυλές τους.
Σκόνη, συντρίμμια, βράχους στριφογυριστούς
τα είχαν όλα -από καιρό- τακτοποιήσει.
Πλάνητες κάποτε κι αυτοί, πλανήτες τώρα λογιζόταν,
κι είχανε όνομα, δικαιώματα και τίτλους
στο μέγα του Πατέρα τους βασίλειο!
Ως κι εκεινούς τους δίδυμους, τους από σόι δικό τους,
που ο ένας τους τον άλλονε σκότωσε για τον τόπο,
κι αυτούς και τα συντρίμμια τους, ό,τι είχε απομείνει,
ανάμεσά τους με τιμή τους είχανε κρατήσει.
Κείνον μονάχα τον μικρό ταξιδευτή,
που τ' όνομά του ούτε στα χείλη τους δε φέρναν,
αυτόν με τα μακριά μαλλιά και τις τρελές ιδέες,
-κάτι ιστορίες για το σύννεφο του Οoρτ,
για καταγώγια μακρινά στη Ζώνη του Κουίπερ-
που τη ζωή τους την καλή πάντα περιφρονούσε
περνώντας όποτ' ήθελε απ' τις φαρδιές αυλές τους,
αυτόν φθονούσαν μόνο.
Αυτόν που τόλμησ' ο άξεστος,
στο σπίτι νά μπει του Πατέρα,
και να τον αγκαλιάσει!
Ο χίλια χρόνια ξεχασμένος,
αυτός ο ασήμαντος ουτιδανός,
να σφίξει, λέει, τον Πατέρα!
Μα ακόμα τρομερότερο γι αυτούς κι ακατανόητο,
που ο Πατέρας, λέει, ο μέγας Υπερίων,
έτσι λιωμένο, κάθιδρο κι ισχνό όπως τον είδε,
πιο άθλιο από ποτέ, τον φίλησε!
Τον φίλησε και δάκρυσε, πρώτη φορά θε να 'ταν,
τού 'δωσε, λέει, τη δύναμη να πάει μακρυά, να φύγει!
Μακρυά από που; Απ' τις δικές τους παστρικές αυλές;
Μακρυά απ' τη ζωή την καθώς πρέπει;
Μακρυά απ' τις οικογένειες και τα παιδιά τους;
Αντί, πως να το πουν κι αυτό,
αντί όπως έπρεπε να πράξει,
-κι είχε του Κρόνου το παράδειγμα-
με τα παιδιά του. Ήξερε δα και την παράδοση!
Την ήξερε, κι αυτό τους φόβιζε. Γιατί δεν την τηρούσε.
Μόνο έλπιζαν ότι ο μικρός θ' αργούσε να γυρίσει.
Τι κι ο Ερμής, που από κοντά κρυφάκουγε, τους είπε
ότι ο μικρός ψιθύρισε στ' αφτί του Ήλιου:
"δεν θα γυρίσω".
...
Ήτανε, λέει, μια φορά κι έναν καιρό,
άστρα λαμπρά στον ουρανό και πλούσια,
με οικογένειες καλές και προσεγμένους τρόπους,
καλοβαλμένα από καιρό στις ασφαλείς τροχιές τους.
Άλλο απ' αυτές δεν ήξεραν.
Κι ήτανε, λέει, κι ένας μικρός ταξιδευτής,
ατίθασος, τρελός αυτός από μικρός,
που έσπειρε, λέει, ζωή αλλού, σε άλλους κόσμους.
Πίσω ξανά δε γύρισε ποτέ.
Τα σήματα αχνά, μέσα στο θόρυβο σωστά δεν φτάναν,
μα έφτιαξε, λέει, ζωή απ' το πουθενά,
που μόνον ένας στο βασίλειό τους είχε,
κι ούτε που ήξερε από που κι αυτός.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 07-01-2012 | |