Ο δρομέας Δημιουργός: DeMaupassant, Χαλκόπουλος Κυριάκος Ένα διήγημα Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ο δρομέας
Πολύ θα ήθελα να πιστέψω σε κάποια ειρηνική, απλή, λογικά ακλόνητη εξήγηση που δε θα ήταν δυσοίωνη, γι αυτό που είδα. Προσπάθησα, με όλες μου τις δυνάμεις, να τη βρω αυτήν, αλλά απέτυχα, απολύτως, αναμφίβολα, αποδεδειγμένα.
Είναι κρίμα που θα αναγκαστώ να φύγω από αυτό το μέρος, από το πράσινο κτίριο στην πλατεία Ιπποδρομίου. Αλήθεια τι σύμπτωση και αυτή, να έχει ένα τέτοιο όνομα τούτη η περιοχή! Είναι όμως μόνο μια σύμπτωση; Ω, πολύ αμφιβάλω γι αυτό. Αντίθετα εκτιμώ πως με κάποιον τρόπο, με κάποιο σκοτεινό νόμο του μυαλού μου όλα αυτά συνδέονται.
Ήρθα εδώ πριν από τρεις μήνες, με αφορμή την πώληση του σπιτιού όπου έμενα πριν, λόγω οικονομικών αναγκών. Αυτό που με τράβηξε στην περιοχή ήταν το φτηνό ενοίκιο, καθώς και το γεγονός ότι βρίσκεται στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, εκεί όπου υπάρχουν όλοι οι στενοί δρόμοι και τα παλιά κτίρια. Το πράσινο κτίσμα ξεχώρισε αμέσως στη φαντασία μου ως κάτι συμβολικό: το άτονο πράσινο μου φαίνεται ότι είναι ένα χρώμα που σημαίνει την ηρεμία, την αταραξία, την απαλλαγή από κάθε οδυνηρή έγνοια.
Και τέτοιες έγνοιες είχα μέσα μου, και επιδίωκα ακριβώς να τις ξεπεράσω, να τραβήξω μια γραμμή στην άμμο και να περάσω από πάνω της, αρχίζοντας τη διαμονή μου εδώ. Αλλά η γραμμή αυτή σύντομα μουτζουρώθηκε, απόψε έγινε αυτό, από μια άλλη, πολύ πιο παχιά, εξαιρετικά απειλητική γραμμή που την τέμνει τώρα εφιαλτικά. Αυτή ήταν εκείνη που χαράχτηκε μέσα μου από την εμπειρία μου αυτής της βραδιάς.
Τα οικονομικά προβλήματα, α τα ήξερα καλά. Από τότε που οι γονείς μου χώρισαν, από τότε που ένας νευρικός κλονισμός με εμπόδισε να ακολουθήσω μια πανεπιστημιακή σταδιοδρομία, αυτά ήταν επόμενο πως κάποτε θα εμφανίζονταν, και έγινε αυτό ραγδαία τα τελευταία χρόνια. Τα περιουσιακά στοιχεία που είχα αποκτήσει από τον πατέρα μου, ως αποτέλεσμα ενός άτυπου διακανονισμού του χωρισμού σχεδόν όλα πωλήθηκαν, λόγω κάποιων λανθασμένων κινήσεων της μητέρας αλλά και της ίδιας της ακρίβειας της ζωής, καθώς και του γεγονότος ότι ούτε εγώ ούτε αυτή μπορούσαμε να βρούμε μια δουλειά.
Τα οικονομικά προβλήματα εξάλλου με επηρέαζαν με διάφορους τρόπους. Είχα γεννηθεί μέσα σε ένα πλούσιο σπίτι, και εξάλλου για πολλά χρόνια το μόνο που μου ήταν ευχάριστο στην οικογένειά μου ήταν ακριβώς αυτός ο πλούτος της, και κυρίως αυτό που έφτανε απτό ως εμένα από αυτόν, δηλαδή το όμορφο, μεγάλο σπίτι μου. Εκείνο το σπίτι χάθηκε βέβαια για εμένα στα έντεκα μου χρόνια, και ακολούθως αναζήτησα, είτε συνειδητά είτε ασυναίσθητα, να αναπληρώσω το κενό του σε κάθε κατοπινή μου κατοικία.
Και υπήρξαν πολλές τέτοιες. Έζησα σε σπίτια νοικιασμένα, έζησα τελευταία σε ένα που μου ανήκε, και τώρα πάλι βρέθηκα να είμαι νοικάρης. Όμως παρόλο που σε όλα τα σπίτια αρχικά ένοιωθα όμορφα, στη συνέχεια, μετά από μία εβδομάδα ή λίγο περισσότερο, όλα έπαυαν να μου αρέσουν, έληγε η εντύπωση που μου είχαν κάνει, η εντύπωση που έφερε μέσα της τη ζωή, τα έντονα χρώματα, την υπόσχεση για μία κρίση κατά την οποία είχα πλέον καταλήξει σε ένα περιβάλλον που θα μπορούσε για πάντα να ευνοεί την υγεία μου και την προσπάθεια να ξεπεράσω όλα μου τα προβλήματα.
Τα προβλήματα είχαν συσσωρευθεί όμως. Εδώ και τρεις ώρες σκέφτομαι αυτή την παρομοίωση, που σχεδόν με τρομάζει: τα άφηνα όλα πίσω μου, τρέχοντας μακριά, σαν ένας δρομέας. Ναι, αυτό μου κάνει τώρα μεγάλη εντύπωση, όμως μάλλον είναι προτιμότερο να μην επικεντρώσω την προσοχή μου σε αυτό, έστω προτού να εξετάσω πιο πολύ, πιο βαθιά, τα προβλήματά μου αυτά.
Η πλήρης αποτυχία μου στις σπουδές, παρόλο που κατάφερα να συρθώ ως την άκρη τους και να αποφοιτήσω με μία βαθμολογία μόνο ελάχιστα πάνω από τον καιάδα της στασιμότητας, ή την απλή, δίχως τον παραμικρό έπαινο αποφοίτηση, με κυνηγούσε από καιρό. Πραγματικά όσο ακόμα θέτονταν οι βάσεις γι αυτήν, όταν ήμουν ακόμα ένα δεκαοκτάχρονο, δεκαεννιάχρονο, και τελικά εικοσάχρονο παιδί, δε μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι το μέλλον μου θα καταστρεφόταν. Φυσικά με ενοχλούσε, αλλά το θεωρούσα τόσο δεδομένο που ήταν αδύνατο να έχω μια διαφορετική στάση απέναντί του από την απλή μοιρολατρία. Ήταν περίπου σα να υποστήριζε κανείς ότι τον ενοχλεί όχι απλώς το σπίτι όπου μένει, αλλά όλη η πόλη, η χώρα, η ήπειρος: σίγουρα δε θα έφευγε ποτέ από αυτήν, οπότε το μόνο που έμενε ήταν η μοιρολατρία.
Και ούτε μπορούσα, πραγματικά, να κάνω τίποτε για να αλλάξω την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα. Ότι σκεφτόμουν σοβαρά, ή έστω τόσο σοβαρά όσο μου επέτρεπε η ασταθής εσωτερική μου ζωή, την αυτοκτονία, δείχνει πως αντιμετώπιζα πολύ σημαντικότερες απειλές από μία απλή εκδίωξή μου από το πανεπιστήμιο. Διάβαζα ελάχιστα, ή σχεδόν καθόλου, μόνο λίγη ώρα πριν να αρχίσω να γράφω τις εκθέσεις για το πανεπιστήμιο, και γενικά περίμενα ότι κάποτε θα ανακαλυφθεί η ανήκουστη για φοιτητή στάση μου, με το αποτέλεσμα να βαθμολογηθώ τόσο χαμηλά που θα οριζόταν στάσιμη η πορεία μου. Αν έχανα μια χρονιά, βέβαια, θα αναγκαζόμουν να παρατήσω τις σπουδές, και αυτό περίμενα ότι θα συνέβαινε.
Περιέργως όμως, παρά τους γενικά χαμηλούς βαθμούς στις περισσότερες εκθέσεις, κατάφερνα να περνάω τις χρονιές, και ακόμα και τις εξετάσεις, παρόλο που σε εκείνες πάντα περίμενα τα τεράστια κενά που είχα από το λίγο διάβασμα και την απουσία από σχεδόν τα δύο τρίτα των τάξεων, αλλά και όλων των ομιλιών, να φανούν τελικά και να με πετάξουν έξω από τον χώρο του πανεπιστημίου. Ούτε αυτό έγινε, και πραγματικά ένοιωσα αρκετή έκπληξη όταν μου ανακοινώθηκε πως αποφοίτησα.
Ωστόσο η λήξη των σπουδών, ακόμα και έτσι, με βρήκε ουσιαστικά τσακισμένο. Δεν άντεχα άλλο να πηγαίνω σε κανένα μάθημα. Δε μπορούσα, λόγω του σοβαρού κλονισμού της ψυχικής μου υγείας, να αντικρίζω καν άλλους ανθρώπους, πόσο μάλλον να είμαι σε μία μικρή αίθουσα μαζί τους. Οπότε δεν εξέτασα καν σοβαρά αν ο βαθμός που είχα στο πτυχίο μου θα μου επέτρεπε να συνεχίσω τις σπουδές μου, οι οποίες φυσικά σταματώντας στο πρώτο πτυχίο ήταν ουσιαστικά άχρηστες.
Σε αυτή την κατάσταση, του σκουληκιού που μόλις που κατάφερε να περάσει στην άλλη πλευρά του δρόμου, αποφεύγοντας το τεράστιο πόδι ενός αμέριμνου διαβάτη που θα αδιαφορούσε πλήρως αν το είχε κατά τύχη λιώσει, βρέθηκα πίσω στο σπίτι της μητέρας μου, όπου πέρασα τα επόμενα χρόνια σαν μία σκιά. Εξακολουθούσα να νοιώθω πάρα πολύ άσκημα, και έβγαινα μόνο τα βράδια, και ούτε καν καθημερινά. Έτσι κι αλλιώς μέσα μου το σκοτάδι ήταν διαρκές.
Έτσι, μετά από μερικά ακόμα χρόνια, αφού πέρασα από διάφορα σπίτια, κατέληξα σε αυτό. Εξωτερικά λίγα πράγματα είχαν αλλάξει. Τα έτη που πέρασαν δεν είχαν αξιοποιηθεί τόσο καλά, και έτσι η υγεία του μυαλού μου δεν είχε αποκατασταθεί, έστω όχι σε σημαντικό βαθμό. Όμως με κάθε νέα αλλαγή στο χώρο μου ένοιωθα, όπως ήδη σημείωσα, αρχικά μεγάλες ελπίδες, αρχικά όλα έμοιαζαν ενδιαφέροντα και γεμάτα με ζωή.
Μόνο όμως σε αυτό, το τελευταίο μου σπίτι, αυτή η αίσθηση κράτησε για καιρό. Κράτησε ως το αποψινό βράδυ, και έληξε με τρόπο ακόμα πιο έντονο από την εικόνα της ζωής που μου είχε χαρίσει πριν να συμβεί αυτό.
Ίσως είναι τώρα η ώρα να εξετάσω συνεπώς την ίδια την νυκτερινή μου αυτή εμπειρία.
Είχα γυρίσει από έναν περίπατο, το απόγευμα, στην πλατεία. Τι ήρεμα που έμοιαζαν όλα! Πόσο ευχάριστο μου ήταν να παρατηρώ το πράσινο κτίριο από κάτω, από το δρόμο που τεμνόταν από δέκα μικρότερους, δημιουργώντας μια μεγάλη ευφορία σε εμένα, σα να συμβόλιζε όλη αυτή η σύνθετη διαρρύθμιση την απαρχή πιο ευχάριστων, πιο δημιουργικών, πιο ελεύθερων συνδέσεων στις σκέψεις μου. Τελικά προχώρησα, αφήνοντας έναν αναστεναγμό, άνοιξα την πόρτα του κτιρίου και χάθηκα μέσα του.
Ανεβαίνοντας από τις σκάλες, καθώς είχα αρχίσει τη δίαιτα μου- κάτι που επίσης εντασσόταν στην νεοαποκτημένη μου ελπίδα για μία καλύτερη μελλοντική ζωή- βίωνα έντονα το ανέβασμά μου πάνω από το δρόμο, που μπορούσα να τον κοιτάξω κάθε μερικά σκαλιά από τους μικρούς φεγγίτες. Φτάνοντας στο δικό μου σπίτι πήγα στο υπνοδωμάτιό μου, έναν από τους τρεις μικρούς χώρους που το αποτελούν, και εκεί άρχισα να διαβάζω ένα βιβλίο που με είχε συντροφεύσει παλιά, στα δύσκολα έτη του πανεπιστημίου.
Νομίζω τώρα ότι εκείνο το βιβλίο επέδρασε με κάποιον υπόγειο τρόπο στη σκέψη μου. Ίσως να άνοιξε μια πύλη, μια πύλη στα παλιά βάσανα, ή πιο σωστά σε μία ενόραση της σημασίας τους.
Για την ώρα όμως δεν σκεφτόμουν τίποτα τέτοιο. Διάβασα απολαμβάνοντας τις μεγάλες προτάσεις, που με έκαναν να διαπιστώνω διαρκώς την ενάργεια μου αφού τις παρακολουθούσα δίχως καμία δυσκολία. Και το φυσικό φως, ο μεγάλος Ήλιος, άρχισε να δύει, κάτι που το κατάλαβα νομίζω σε μια στιγμή, όταν γύρισα το κεφάλι μου μελαγχολικά προς το μπαλκόνι του υπνοδωματίου για να κοιτάξω το φως που εξασθενούσε.
Κάποιος δίπλα έκανε θόρυβο, ήταν σα να περπατούσε στο μπαλκόνι του. Περίεργο, παρατήρησα ότι η πόρτα του μπαλκονιού ήταν σχεδόν κλειστή, αλλά ίσως αυτό να μην ήταν αρκετό για να ατονήσει περισσότερο εκείνος ο ήχος. Το άνοιγμα στην πόρτα ήταν από την αντίθετη πλευρά από εκείνη όπου ακουγόταν η ήχος, και είχα στρέψει το βλέμμα μου πάνω του για μια στιγμή, όταν ο Ήλιος έδυσε ξαφνικά, και ο ήχος θέριεψε, και κάποιος εμφανίστηκε να τρέχει στο μπαλκόνι μου περνώντας πολύ γρήγορα από μπροστά μου!
Τινάχτηκα πίσω στη θέση μου! Δε ξέρω ποια ήταν η πρώτη σκέψη μου αλλά όλα σύντομα σκοτείνιασαν, είχα μια σκοτοδίνη και δεν έβλεπα τίποτα! Την επόμενη στιγμή επανήλθε η όρασή μου και δε φαινόταν τίποτα έξω. Εξαιρετικά ταραγμένος και κοιτώντας σαν έτοιμος να κλάψω, βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταξα ολόγυρα. Ήταν άδειο. Επίσης, όπως θυμόμουν, τα διπλανά μπαλκόνια ήταν σε μεγάλη απόσταση από αυτό, έτσι που κανείς δε θα μπορούσε να φτάσει ως το δικό μου σκαρφαλώνοντας πάνω από κάποιο χώρισμα. Θα απαιτούταν ένα τεράστιο άλμα, που το πιθανότερο που θα είχε ως εξέλιξη θα ήταν η πτώση από τον έβδομο όροφο, στον φρικτό θάνατο.
Αλλά ακόμα και αν κάποιος είχε όντως κάνει αυτό το άλμα, ακόμα και αν ο ήχος που άκουγα ήταν μια προετοιμασία γι αυτό, θα ήταν ποτέ δυνατό αφού είχε πραγματοποιήσει έναν τέτοιο άθλο να συνεχίσει ακάθεκτος να τρέχει; Να συνεχίσει σε ένα δεύτερο τέτοιο άλμα; Όχι, τούτο δε μου φάνηκε πιθανό. Κατά συνέπεια είχα φυσικά δει ένα όραμα.
Πολύ αργότερα, κάτι που στάθηκε η αφορμή για να αρχίσω να κρατώ αυτές τις σημειώσεις, σκέφτηκα να δώσω ένα όνομα στο όραμα που είχα δει. Και το πρώτο που σκέφτηκα, σα να σπρώχτηκε από μέσα μου, σα να πάσχιζε να βγει στην επιφάνεια, ήταν «ο δρομέας».
Έτσι, σαν και εμένα, το ίδιο και αυτό, έτρεξε από το ένα στενό χώρο, από το ένα μπαλκόνι, στο άλλο, δίχως ποτέ να σταματήσει, αφήνοντας πίσω του ένα κενό το ίδιο επιβλητικό όσο και ο μάταιος άθλος του. Και τώρα νομίζω ότι θα πρέπει να μεταβάλλω αυτή μου τη στάση, αφού κάτι μέσα μου, τόσο εντυπωσιακά, μου φανέρωσε την αποκρουστική φύση της. Τρόμαξα όταν είδα το δρομέα, αλλά αυτός είναι εγώ, μια προβολή της ψυχής μου, μια ερμηνεία μιας ολόκληρης ζωής.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-01-2012 | |