Ξεσηκωμός

Δημιουργός: ΜΝΗΜΩΝ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΛΤΕΖΟΣ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

24-25/3/2012

Έσκυψ’ ο γέρος παίζοντας, με την μασιά στο τζάκι,
τα κάρβουνα ζωντάνεψαν κι οι φλόγες δυναμώσαν,
-σύρε να φέρεις γυιόκα μου, λίγο να πιω ρακάκι,
γιατί τα κρύα μέλη μου, με την βροχή παγώσαν-

-πε μου που το ‘χεις γέρο μου και πάω να σου φέρω-
-στο λάκκο στο υπόγειο, δίπλα απ’ το σαμάρι,
μες το πλεκτό το γυάλινο- … Α!!! κει… μα ναι το ξέρω,
μη θες και άλλο τίποτα, μέσα απ’ το κελάρι;

Καμιά ελιά αν έμεινε, κάνα τουρσάκι μήλο;
Όχι, μια στάλα φέρε μου, μόνο να την ρουφήξω
-είπε και πήρε κι έριξε, στην φλόγα ένα ξύλο-
Γιατί μόνο μ’ οινόπνευμα, το κρύωμα θα πνίξω…..

Τι ‘ταν αυτό και σήμερις, κάτω στον κάμπο γυιε μου;
Η Παναγιά ξεσήκωσε, στη Λαύρα όλο το Γένος,
πως ήρθαν παλιοντούφεκα και νίκησαν για πε μου,
τόσο στρατό με άλογα, που σέρναν τόσο μένος;

-Ήταν να γίνει γέρο μου, ήταν να γίνει χρόνια,
το άκουγα που το ‘λεγαν, παλιοί αρματολάδες,
μαζί με τα χαλάσματα, τ’ αρχαία και τ’ αηδόνια
κι οι κλέφτες το τραγούδαγαν, μαζί τους κι οι παπάδες,

πως είχαν γίνει κι άλλοτες, ξεσηκωμοί μεγάλοι
κι όλοι στο αίμα σβήστηκαν κι ο Τούρκος δεν λυπόταν
κι ήταν η ώρα γόνιμη, να σηκωθούμε πάλι,
γιατί βλέπεις ο Έλληνας, σβηνότανε χανόταν

κι έτσι ψηλά σαν σήκωσε, το λάβαρ’ ο Δεσπότης,
πήρε φωτιά ο άνεμος κι έκαψε τα Ουράνια
και ξύπνησαν τα τάρταρα και η Αιωνιότης,
της Λευτεριάς, που κράδαινε, σπαθιά και γιαταγάνια

κι έγιν’ η χώρα άχερο, που καίγεται κι η στάχτη,
νέο γεννάει γέννημα, -κάθε αγρότης ξέρει-
και ο Ραγιάς ξετίναζε, αιώνων πίκρας άχτι,
αλλιώς, βλέπεις δεν γίνονταν, μονάχα με μαχαίρι…

-Το ξέρω για γεννήθηκα μες την σκλαβιά την μαύρη
και τώρα συ ‘τοιμάζεσαι, να βγεις να πολεμήσεις
κι άμα ποτέ το Γένος μας, την Λευτεριά του θάβρει,
τι μέρα που σηκώθηκε, θυμήσου να τιμήσεις….

Αυτός είναι ο λόγος μου και η ευχή μου γυιέ μου,
-είπε καθώς τον έσφιγγε, μέσα στην αγκαλιά του-
ενώ σεμνά προσεύχονταν: βοήθα τον Χριστέ μου
κι ήταν απ’ την συγκίνηση, πνιγμένη η λαλιά του….

Κι ο νιος αφού χαιρέτησε, μ’ Αγάπη τον πατέρα,
μες το σκοτάδι χάθηκε, τους άλλους να προφτάσει,
ότι κι αυτός το ήξερε, πως ζύγωνε η μέρα,
νεκρός να πέσ’ ή Λεύτερη, πατρίδα να γιορτάσει…..

Δημοσίευση στο stixoi.info: 24-03-2012