Μηδεια(2ο επεισόδιο-ivikos) Δημιουργός: ivikos Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info 2ο ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ( 214-409)
(…Η πόρτα ανοίγει
η Μήδεια προχωρά στον χορό
έχοντας πίσω της την παραμάνα
Το πρόσωπό της άγριο και κλαμένο)
ΜΗΔΕΙΑ
Βγήκα απ’ το δώμα μου μπροστά, Κορίνθιες κυράδες
λέξη μην πείτε, όπως λεν, του λόγου οι μαινάδες,
πολλούς γνωρίζω, και γνωστοί είναι μες στους ανθρώπους
με περηφάνια περισσή, εδώ και σ’ άλλους τόπους-
άλλους τους είδα μόνη μου, άλλους τους έχω ακούσει-
που με ανημπόρια περισσή, με φήμη έχουν λούσει
κακή, κι ούτε σκοτίζονται, ούτε έχουνε βιασύνη
μες στη ματιά τους να διαβεί, λαμπρά η δικαιοσύνη
προτού ακόμα την καρδιά του άλλου την διαβάσουν,
κι ας μην τους έκανε κακό, εχθρό τους θα τον πιάσουν.
Ο κάθε ξένος που έρχεται στη πόλη, ένα σώμα
ας γίνει, και τον γηγενή δεν τον παινεύω ακόμα,
αφού με βίτσιο ξιπασιάς, πικραίνει τον πολίτη
που είναι ακόμα άγνωστος στου κόσμου αυτού την κοίτη.
Μα εμένα αναπάντεχα με βρήκε αυτή η πράξη
που έχει και σώμα και ψυχή, αδιάντροπα ρημάξει,
κι όλης της ζήσης τη χαρά γυναίκες μου την χάνω
και μόνο τούτο μου έμεινε κυράδες: να πεθάνω.
Αυτός που όλη μου η ζωή ήτανε, και το βιος μου,
ο άντρας μου, χειρότερος, μου βγήκε όλου του κόσμου.
Απ’ όλα δε τα πλάσματα που έχουν και νου και γνώση
είναι η γυναίκα άθλια, κι ευθύνη έχει τόση
που έχει ανάγκη , με λεφτά, άντρα να δελεάσει,
να βάλει αφέντη στο κορμί, αφού τον αγοράσει,
το ένα κακό και τρίσκακο, χειρότερο το άλλο,
θα ‘ναι καλός; Θα ‘ναι κακός; Το δίλλημα μεγάλο.
Γιατί κι ο χωρισμός της δα, δεν είναι προς τιμή της
ούτε και πρέπον φαίνεται πως είναι η άρνησή της.
Ας πούμε το άλλο! Στο άγνωστο, και σ’ έννοιες που θα μείνει
για να τα μάθει όλα αυτά μάντισσα θε να γίνει
μιας κι απ’ το σπίτι όλα αυτά δεν της τα είχαν μάθει,
πώς να φερθεί στον σύζυγο δεν ξέρει απ’ τα βάθη.
Εντάξει; Ρέει η ζωή; Ο άντρας την βοηθάει;
Σηκώνει αβίαστα ζυγό; Το αφήνουμε και πάει.
Αλλιώς μονάχα ο θάνατος θα μας την βρει την λύση.
Ο άντρας άμα βαρεθεί σπίτι, θα ξαμολύσει
έξω θα πάει, τον καημό της μοναξιάς να γιάνει
με φίλο κι ομοτράπεζο, την πίκρα του να υφάνει.
Όμως εμείς σε μια ψυχή τα μάτια έχουμε ρίξει,
και λεν για εμάς, ο κίνδυνος πως δεν θα μας αγγίξει
την ώρα που κοντάρι αυτοί ρίχνουν για την πατρίδα.
Αστεία σκέψη. Τρις εγώ ας ήμουν σε μια ασπίδα
παρά σε μια, και να γεννώ παντέρμη και μονάχη.
Μα δεν μπορεί ο λόγος μας το ίδιο βάρος να ‘χει
για σένα και για μένανε μες στα δικά σου μέρη.
Έχεις το σπίτι, γονικά, των φίλων σου το αγέρι.
Κι εγώ παντέρμη, μοναχή στης προσφυγιάς τους δρόμους
έχω την καταφρόνηση του άντρα μου στους ώμους
που από χώρα βάρβαρη, αυτός μ’ έχει κουρσέψει,
δίχως μανούλα κι αδερφή, για να με προστατέψει,
πως τούτες δω τις συμφορές ξοπίσω μου ν’ αφήσω.
Το μόνο από σένανε να ξέρεις θα ζητήσω-
αν βρω ένα τρόπο την καρδιά να κάνω να μερώσει
ο άντρας μου πανάκριβα για όλα να πληρώσει,
φόβο η γυναίκα μάθε το, και γνώση πάντα να ‘χεις
νοιώθει σε όπλων θέαμα, και στον αχό της μάχης.
Μα αν χάνει το στεφάνι της, και μπαίνει σε άθλια ζάλη,
πιο φόνισσα άγρια ψυχή δεν θα υπάρχει άλλη
ΧΟΡΟΣ
Αυτό θα κάνω που μου λές, μα ο γδικιωμός του άντρα
Μεγάλη είναι απόφαση στων πόνων σου τη μάντρα
Μα να ! βλέπω τον Κρέοντα να έρχεται με τάξη
ζητώντας τα θελήματα, μονάχος του να κράξει!
…Μπαίνει ο γέρος βασιλιάς
Κρέοντας με την ακολουθία του
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μήδεια που έχεις οργιστεί, και είσαι θυμωμένη
με το παλιό το ταίρι σου , άλλο πια δεν μου μένει
παρά να πω: φύγε από δω, να πάρεις την θωριά σου
στην εξορία γρήγορα, κι εσύ, και τα παιδιά σου
ο ίδιος θα επιβλέπω αυτό, δεν πάω στο παλάτι,
προτού να πας στα σύνορα, και να σε δω φευγάτη
ΜΗΔΕΙΑ
Ωχ! χάνομαι η δύστυχη, η τρισκαταραμένη
οι εχτροί τα σκίσαν τα πανιά τίποτα δεν μου μένει
και να γλιτώσω, που να βρω ν’ αράξω ένα λιμάνι.
Μα μέσα σε όλα τα κακά, αυτόν και μάνι-μάνι
θα τον ρωτήσω: Λύσε μου αυτή την απορία
Κρέοντα, με ποιαν αφορμή με στέλνεις εξορία;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Από τον φόβο- τι να πω, δεν θα κρυφτώ μαζί σου-
για του παιδιού μου το καλό, απ’ την εκδίκησή σου,
πολλά είναι αυτά που σκιάζομαι, και φόβο μέγα σου έχω
πολύξερη έχεις γεννηθεί γι’ άσχημα, το κατέχω
κι αφού έχασες τον άντρα σου, το έβαλες μαράζι
μου λεν, φοβέρες άσχημες το στόμα σου άγριες βγάζει
για τον γονιό , για τον γαμπρό, κι ακόμα για την νύφη
πως κάτι έχεις σκαρφιστεί. Κι απ’ των καημών τα στίφη
θα πρέπει να προφυλαχτώ. Κάλιο να μου ‘χεις μίσος
τώρα, παρά αργότερα να το πληρώσω ίσως
ΜΗΔΕΙΑ
Αλί μου! πολλοστή φορά Κρέοντα, και με θέρμη
οι γνώσεις μου, φέρνουν δεινά, με κυνηγούν την έρμη.
Όποιος λοιπόν έχει μυαλό στου κόσμου το λιμάνι
τα τέκνα του πολύξερα δεν πρέπει να τα κάνει,
εκτός που ο κόσμος ο πολύς, τεμπέλικα τα λέει,
τα κάνει γύρω μισητά, και φθόνου αγέρι πνέει.
Κι αν στα σκοτάδια τους, τους πας φως, θα σου έρθουν χτύποι,
θα λεν’ πως είσαι αχρείαστος, και πως ο νους σου λείπει.
Αν δουν πως είσαι ανώτερος, και το δεχτούνε όλοι
θα είσαι ανεπιθύμητος, κι εμπόδιο στην πόλη.
Τέτοια κι εμένα η μοίρα μου, που ο νους πολλά κατέχει,
το ένα μου μέρος με φθονεί, το άλλο εχθρό του μ’ έχει,
και ας μην έχει μες στον νου η πεθυμιά φουντώσει
σκέφτεσαι, μιά μου επίθεση, φοβία έχεις τόση.
Επίθεση για άρχοντες, στον νου δεν έχει παίξει,
μη με φοβάσαι Κρέοντα, εσύ δεν μου ‘χεις φταίξει.
Με αυτόν που πάντα ήθελες, την πάντρεψες την κόρη,
μα για τον άντρα μου φυσά του μίσους ξεροβόρι.
Εσύ σαν σώφρων άνθρωπος φρόνιμα τα ‘χεις πράξει
κι ούτε ποτέ μου ζήλεψα του πλούτου σου την τάξη
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Όποιος ακούσει αυτά που λες, φαίνονται να έχουν γλύκα
μα τρέμω που έχεις το κακό, μες στην ψυχή για προίκα
κι εμπιστοσύνη από πριν, πιο λίγη σου έχω τώρα
από άνθρωπο θυμόσοφο να φυλαχτείς είναι ώρα,
παρά από αυτόν που στης σιωπής βγαίνει τα δρομολόγια.
Μα άντε τώρα, μην αργείς! Κι ας λείπουνε τα λόγια.
Σαφέστατη διαταγή να φύγεις έχω θέσει
κι η τέχνη σου ν’ ακυρωθεί, σε δυσμενή είναι θέση
ΜΗΔΕΙΑ
Μη! Να χαρείς! Σε προσκυνώ! Την νύφη να ‘χεις χάρη
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Λόγια χαμένα! Πια γι’ αυτό απόφαση έχω πάρει
ΜΗΔΕΙΑ
Παρ’ ότι είμαι στα γόνατα; Μα δεν το βάζει ο νους μου
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πως το μπορώ καλύτερα να σ’ έχω απ’ τους δικούς μου;
ΜΗΔΕΙΑ
Πατρίδα μου! τέτοιες στιγμές, σε θέλω, σε γυρεύω
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μακριά να ‘σαι απ’ τα τέκνα μου! κι εγώ τηνε λατρεύω!
ΜΗΔΕΙΑ
Αχ έρωτες! Τον άνθρωπο στέλνετε στον χαμό του
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πιστεύω πως έχει κι αυτό, την τύχη οδηγό του!
ΜΗΔΕΙΑ
Δία μου! τον αδικητή πολέμα τον με φόνους
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Φύγε! Από τρέλα απάλλαξε εμένα κι από πόνους
ΜΗΔΕΙΑ
Μα εμείς πονούμε πάντοτε! Ο πόνος δεν μας λείπει
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Άντρες μου θα σε διώξουνε, χωρίς να νοιώθουν λύπη
ΜΗΔΕΙΑ
Αχ! όχι τούτο Κρέοντα. Άκου το αίτημά μου
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γυναίκα , τι άλλο μου ζητάς; Θες να ‘βρω τον μπελά μου;
ΜΗΔΕΙΑ
Θα φύγουμε! Άλλο ζητώ, ετούτο δω σπλαχνίσου!
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γιατί δεν φεύγεις πια λοιπόν; Ποια είναι η ένστασή σου;
ΜΗΔΕΙΑ
Εδώ να μείνω άσε με μονάχα αυτή τη μέρα
για το φευγιό μας να νοιαστώ, και να τα βγάλω πέρα
για τα παιδιά ως θα έκανε ο κάθε νοικοκύρης,
αφού γι’ αυτά δεν νοιάζεται τι κάνουνε ο κύρης.
Σπλαχνίσου τα είναι ιερό, νόμους μην αντιβαίνεις,
πατέρας είσαι, τούτο δα, πια το καταλαβαίνεις.
Η εξορία αν φύγουμε, εμένα δεν με νοιάζει
κλαίω γι’ αυτά, που τα χτυπά της συμφοράς το αγιάζι
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εγώ δεν έχω γεννηθεί τύραννου να έχω γνώμη
την ευσπλαχνία πλήρωσα, και βλάφτηκα ακόμη
κι αυτό που κάνω βλαβερό, χτύπημα μοιάζει λόγχης,
παρ’ όλα αυτά, ότι ζήτησες, κυρά αυτό θα το ‘χεις
μάθε το όμως από πριν: αν του ήλιου η λαμπάδα
ανάψει, μα του μισεμού, σβηστή έχεις την δάδα
και σ’ εύρω μες στα σύνορα με τα παιδιά, στον δρόμο,
σε θανατώνω, κι ότι πω, κυρά μου το ‘χω νόμο
ΧΟΡΟΣ
Αλίμονο κακόπαθη, άραγε τι να σώσεις
που θα τραβήξεις άραγε, και που θα ξημερώσεις;
Τάχα θα βρεις σπίτι και γη, από παντού διωγμένη
Αχ! σε ποιο κύμα Μήδεια σ’ έχει ο Θεός ριγμένη;
ΜΗΔΕΙΑ
Του κόσμου έχω τα βάσανα, ποιος θα μου πει πως όχι;
Μα δεν θα πάνε έτσι αυτά, στου κόσμου την απόχη.
Ο αγώνας των νεόνυμφων βαρύς θα ‘ναι σαν μύθος
και τα πεθερικά αυτών μπελάδες θα ‘χουν πλήθος.
Θα τον καλόπιανα ποτέ; Θα ‘παιζα τέτοιο ρόλο
άμα δεν είχα μες στον νου το κέρδος ή τον δόλο;
Δεν θα του μίλαγα ποτέ δεν θ’ άγγιζα το χέρι
μα είναι μωρός, κι η άγνοια εκεί τον έχει φέρει,
που αντί όλα τούτα που θωρώ, με μιας να τα χαλάσει
με εξορία, με άφησε μια μέρα. Θα με φτάσει
τους τρείς εχθρούς νεκρούς να δω, σε αυτής της γης την πλώρη
τον άντρα μου, τον πεθερό, την μισητή την κόρη.
Μα απ’ τα πολλά που έχω γι’ αυτούς , θανάτου μονοπάτια
ποιο να διαβούν λογίζονται, τα φονικά μου ινάτια.
Στο νυφικό το δώμα τους φωτιά να βάλω με ύφος
ή στα συκώτια να μπηχτεί ακονισμένο ξίφος
φτάνοντας κείθε ξαφνικά με του θυμού μου το άτι
και μυστικά τρυπώνοντας στο νυφικό κρεβάτι.
Μα πίσω κάνω μη με δουν κι αυτό είναι που με αγχώνει
την ώρα που έχει σηκωθεί το φονικό μου ακόνι
και βρω κακό θανατικό, και βγω σ’ εχθρούς ρεζίλι.
Ας βρω ισιάδα να διαβώ αυτή που πρέπει πύλη
να την περάσω, κι ας γενεί αυτό που βλέπω ίσο
προικιό έχω δηλητήριο, και θα τους αφανίσω.
Καλά ως εδώ. Να οι νεκροί! Ποια χώρα θα με θέλει;
Ποιος ξένος καταφύγιο θα δώσει να ‘χω οφέλη
το σπίτι του για να σωθώ; Τίποτα δεν θα γίνει.
Λίγη ακόμα προσμονή, μες στου καημού την δίνη,
κι αν μπρος μου ξαφνικά φανεί ανίκητο ένα κάστρο
τότε σαν δόλια βουτώ, με του φονιά το άστρο
κι αν είναι να ‘βγω στο κακό, το ξίφος θα τραβήξω
κι αν με τραβούν στον θάνατο, νεκρούς κι αυτούς θα ρίξω.
Γιατί, Μα και την δέσποινα! που εγώ έχω προστάτη
την λατρευτή μου που αγαπώ, και είναι η Εκάτη
βαθειά πολύ μες στη φωτιά που είναι αραγμένη,
κανένας τους δεν θα χαρεί από καρδιά καμένη.
Το σόϊ, και τις παντρειές πικρές θα κάνω τώρα,
όπως πικρό και το φευγιό απ’ την δική τους χώρα.
Ξεσκόνισε, άντε Μήδεια τους δολερούς χρησμούς σου
και βάλε τα τεχνάσματα μέσα στους λογισμούς σου
το έργο σου το φοβερό, ξεκίνα το με τάξη
το ότι είσαι ατρόμητη δείξε το και στην πράξη
τα βάσανά σου ορατά. Το γέλιο κάνε μένος
και μην το δώσεις σαν προικιό στου Σίσυφου το γένος
στον γάμο του Ιάσονα, κόρη πατρός με χάρη
από του ήλιου την γενιά αρχόντισσα καμάρι.
Εσύ έχεις γνώση φοβερή σε αυτά να δώσεις λύση,
τι, κι αν γυναίκα για καλό, δεν έφτιαξε η φύση,
μα για τα πονηρά, κι εκεί, κακού που βόσκουν ίσκιοι,
πιο ικανές από αυτές, αλλού κανείς δεν βρίσκει
ΤΕΛΟΣ 2ου ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ(Αύριο η συνέχεια)
Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-04-2012 | |