η πουτάνα η Σμαρώ

Δημιουργός: ΚατεριναΘεωνα, Κατερίνα Θεωνά

ΚΑΛΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

ξημέρωμα γεννήθηκες σ ένα χωριό του χάρτη
είχες πατέρα στο βουνό παππού στον Αη Στράτη
η μάνα σου ξενόπλενε πέρα από το κανάλι
για νάχει ο φούρνος σας ψωμί και ρύζι το τσουκάλι


Σ έβλεπε που μεγάλωνες με της ζωής τη πλάνη
κι ορθώνονταν τα στήθια σου να σκίσουν το φουστάνι
σου λέγε πως ο έρωτας είναι βοριάς κι αλήτης
να μη γευτείς σε ξόρκιζε,την τύχη τη δική της.


Εφυγες απο το χωριό,Σαββάτο Οκτώβρη Μήνα
δουλειά σου βρήκε ο μπάρμπας σου,σε σπίτι στην Αθήνα
είναι ανθρώποι του θεού και διάφανη η ζωή τους
τρακόσιες το μηνιάτικο,θα σ έχουν σαν παιδί τους.


Βρήκες κρεββάτι μαλακό με καθαρά σεντόνια
συγύριζες τ αρχοντικό και σ έστελναν για ψώνια
στο δρόμο για την αγορά ήτανε που τον είδες
ψιλόβρεχε σαν στάλαζαν στο μέτωπο σου ελπίδες


δειλός στο πρώτο ραντεβού με μυτερό λουστρίνι
καραβανάς..............με το μαλλί κάργα στη μπριγιαντίνη
δεν ήξερες αν το φιλί ήταν που σε μεθούσε
η τα γαλόνια κι η στολή,στο νου σου τραγουδούσε


Κι ήλθε η πρώτη σου φορά σ ένα παλιό βαγόνι
ούτε ηδονή ούτε χαρά...........Είσαι σαν όλες πόρνη
σου είπε όταν τελείωσε κι έβαζε τη στολή του
εβρεχε..........σαν ξεθώριαζε το πρώτο το φιλί του


Μικρή ζωούλα από βροχή και ματωμένη άμμο
μεγάλωνε ατα σπλάχνα σου,τ αφεντικά σε γάμο
με απειλές τον σύρανε ίσως και με την κάνη
ήταν ανθρώποι του θεού,πιστεύαν στο στεφάνι


Αγκάθινο στο φόρεσαν όπως και στο χριστό
ήταν η μέρα που έκλεινες,Σμαρώ τα δεκαοχτώ
δεκαοχτώ μικρά καρφιά και του μωρού το κλάμα
δεν ειχε η ζήση τ όνειρο ούτε η αγαπη θάμα


Μαζί σου δεν επλάγιασε,μα ερχόταν κάθε Τρίτη
μονολογούσε τις βραδιές που έβγαινε απ το σπίτι
εγω εχω αίμα άρχοντα και δε φοβάμαι χάρο
μικρή πουτάνα αριστερή,το γιό μου θα στον πάρω


Aπρίλη του εξηνταεφτά,σου απάσανε τη πόρτα
κι αποζητούσε το παιδί της μάνας τον ιδρώτα
μα μακριά του σ έσερναν με φίμωτρο στο στόμα
κάτι χαρτιά ν απαρνηθείς το κόκκινο το χρώμα
να υπογράψεις σου έφεραν με τα αίματα στα χέρια
νύχτα στα κρατητήρια και φως τα μαύρα αστέρια.


Αν ζούσε ο πατέρας σου ποτέ δεν είχες μάθει
κι όσα ζητούσαν να τους πεις,τα λόγιαζες για λάθη
δυό χρόνια πήγες στο σχολειό,δεν ήξερες ακόμα
γιατί ανεβήκαν στο βουνό και τι σημαίνει κόμμα
η μάνα σου σου τάκρυψε,φοβόταν κάθε λέξη
κι ο πόνος τη βασάνιζε μες τη σιωπή ν αντέξει


χωρίς να δεις, υπογραφές γέμιζες τα χαρτιά τους
καθώς σου λέγαν το παιδί πως το είχανε κοντά τους
κι οτι όταν ξανάβρισκες και πάλι τη μιλιά σου
εκείνοι θα το γύριζαν ζεστό στην αγκαλιά σου


Σε βγάλαν απ τα σίδερα.....ήτανε πάλι βράδυ
πήρες το δρόμο της βροχής απ το παλιό σημάδι
μαύρες σκιές μ αμπέχωνα κι αόρατα καπέλα
στης βάθης σ οδηγήσανε τα σκοτεινά μπουρδέλα
τα λογικά σου σάλεψαν ξέχασες τ όνομα σου
το Δημητράκη μοναχά φώναζες στα όνειρα σου


Ξεπαγιασμένη ένα πρωι σε βρήκαν στο Θησείο
στα μάτια σου η πικρή ζωή τέλειωνε σαν αστείο
Δυό μπάτσοι σε μαζέψανε θύτες στην κωμωδία
ήταν πουτάνα αριστερη,ποιός θάρθει στη κηδεία?

Δημοσίευση στο stixoi.info: 20-04-2012