Μηδεια( στιχοι 0-697..... ivikos) Δημιουργός: ivikos (ολοκληρωμένη δεν γίνεται...θα καταχωρηθεί σύμφωνα με την χωρητικότητα που επιτρέπουν οι stixoi...) Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Η ΜΗΔΕΙΑ είναι μία από τις κορυφαίες αρχαίες τραγωδίες
και γράφτηκε από τον Ευριπίδη
Πριν 3 χρόνια αποφάσισα να ασχοληθώ μαζί της και να της δώσω την μορφή του Ιαμβικού 15 σύλλαβου, με ρίμα ανα δίστιχο(ακριβής απόδοση του Αρχαίου κειμένου)…
Δύο προτάσεις για ανέβασμα σε αρχαίο θέατρο, έχουν παγώσει λόγω «οικονομικής δυσπραγίας» όπως λένε οι δύο παραγωγοί….
Ελπίζω πως κάποια στιγμή θα την δω να ζωντανεύει θεατρικά!!!!!!!
Λόγω μεγάλου αριθμού στίχων (1419) δεν καταχωρείται σε μία καταχώρηση , αλλά σε 13 μέρη (7 επεισόδια και 6 χορικά) και με το τέλος των καταχωρήσεων το 14ο μέρος θα καταχωρηθεί ολόκληρη και αυτούσια
Η γνώμη των στιχοφίλων(ανεξάρτητα αν είναι καλή ή κακή, θα με ενδιέφερε!!!!!!!)
Ευχαριστώ στιχοφιλαράκια!!!!!!!!!!!!
---------------- ------------------------------
Πρόσωπα:
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
ΜΗΔΕΙΑ
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
ΙΑΣΟΝΑΣ
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΑΙΓΕΑΣ
ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
1ο επεισόδιο στιχ 1-95
1ο χορικό στιχ 96-213
2ο επεισόδιο στιχ214-409
2ο χορικό στιχ 410-445
3ο επεισόδιο στιχ 446-626
3ο χορικό στιχ 627--662
4ο επεισόδιο στιχ 663-823
4ο χορικό στιχ 824-865
5ο επεισόδιο στιχ 866-975
5ο χορικό στιχ 976-1001
6ο επεισόδιο στιχ 1002-1250
6ο χορικό στιχ1251-1292
7ο επεισόδιο στιχ 1293-1419
«Κεντρική ιδέα»:
Φόβο η γυναίκα,μάθε το, και γνώση πάντα να ‘χεις
νοιώθει σε όπλων θέαμα και στον αχό της μάχης.
Μα αν χάνει το στεφάνι της, και μπαίνει σε άθλια ζάλη,
πιο φόνισσα άγρια ψυχή δεν θα υπάρχει άλλη!!
1ο επεισόδιο
Τόπος: Κόρινθος
Από το σπίτι της Μήδειας βγαίνει η γριά Παραμάνα
ΠΑΡΑΜΑΝΑ:
Αχ! το καράβι η Αργώ ας μην είχε κινήσει
των Συμπληγάδων το μαβί, ξοπίσω της ν’ αφήσει
όταν τραβούσε για να βρει μια μέρα την Κολχίδα,
ούτε απ’ το Πήλιο να ‘πεφτε πευκόφυτη σανίδα
κουπί να γίνει σε παιδιών τα χέρια , για την λεία,
του χρυσοφόρου δέρατος, προς χάρη του Πελία.
Αν έτσι γίνονταν αυτά που έχω στα όνειρά μου
δεν θα ‘φτανε στην Ιωλκό, η Μήδεια η κυρά μου,
θα ‘ταν εκεί. Του Ιάσονα δεν θα ‘χε αδυναμία
κι ούτε οι κόρες θα ‘σφαζαν τον κύρη τους Πελία,
ούτε εδώ στην Κόρινθο, στου άρχοντα τους οίκους
θα ‘ψαχνε να ‘ναι αρεστή στους ντόπιους τους κατοίκους,
σαν τέκνο άγριας προσφυγιάς, στη γη τους που ‘χει αράξει,
και με τον νου του Ιάσονα ζητάει να ταιριάξει,
γιατί είναι ευλογημένοι αυτοί, που διώχνουν την διχόνοια,
και τα ζευγάρια που έχουνε στον νου τους την ομόνοια.
Μα της ζωής οι αναποδιές της έχουνε κοστίσει
κι ότι αγαπούσε πιο πολύ, την έχει αρρωστήσει,
ο Ιάσονας αρνήθηκε κι αυτή, και τα παιδιά του,
και σε κρεβάτι αρχοντικό απλώνει τα όνειρά του
αφού την κόρη του άρχοντα , του Κρέοντα, με γάμο
νυμφεύτηκε , κι η Μήδεια σπαράζει εδώ χάμω.
Τους όρκους του ανακαλεί στην καταφρόνησή της
για δήθεν πίστη αιώνια, κι έχει σαν πρόθεσή της
να ζητηθούν σαν μάρτυρες Θεοί, και όχι αστεία
να δούνε του Ιάσονα , την άθλια απιστία.
Και σέρνεται χωρίς τροφή στης μοίρας της τ’ αγέρια
με το κορμί ευάλωτο στων πόνων τη μιζέρια
με κλειδωμένους τους καιρούς, στου κλάματος την μάντρα
απ’ την στιγμή που ένοιωσε την αδικία του άντρα
και ούτε λούζει όλα αυτά με των ματιών το χρώμα
ούτε το βλέμμα προσπαθεί να πάρει απ’ το χώμα,
μόνο σαν κύμα φουσκωτό, σαν βράχος που χτυπιέται
ακούει τις γνώμες των δικών, που μάλλον τις αρνιέται,
κι αν το λευκό της τον λαιμό καμιά φορά γυρίσει
θα ‘ναι που τον πατέρα της ζητάει να θρηνήσει,
το σπίτι, την πατρίδα της, που αρνήθη για να φύγει
με άντρα που την γέμισε με της ντροπής τα ρίγη
και τώρα πια της καψερής, της ήρθε όλη η γνώση,
πως των προγόνων της η γη αξία είχε τόση.
Μα και τα τέκνα της που αντί τις πίκρες να της λύνουν
τα αποστρέφεται, χαρά, ούτε κι αυτά της δίνουν
κι έχω ένα φόβο, μη τυχόν, κακό έχει στον νου της,
γιατί μια ανάστατη ψυχή, στα νέφη τ’ ουρανού της
το μελετάει το κακό, ξέρω πως θ’ αντιδράσει,
γι’ αυτό φοβάμαι το άδικο, μη στου μυαλού την χάση
την οδηγήσει στα κρυφά, και όχι στο φανέρι,
και μες στης νύφης το κορμί, το μπήξει το μαχαίρι,
ή μήπως και τον βασιλιά, και τον γαμπρό σκοτώσει
κι άλλο κακό πιο φοβερό, αυτή η δόλια νοιώσει
γιατί έχει θέληση ισχυρή, και για ότι της ανήκει
όποιος την αντιμάχεται, ποτέ δεν θα ‘βρει νίκη.
……………………….(.έρχονται τα παιδιά της Μήδειας
συνοδευόμενα από τον Παιδαγωγό τους)
Μα να! που φτάσαν τα παιδιά, μου βγήκε τ’ όνειρό μου
από σχολειό αθλητικό, από αγώνα δρόμου.
Τις συμφορές που πλάκωσαν, ο νους τους δεν τις έχει
γιατί η ψυχή κάθε παιδιού, ετούτα δεν κατέχει
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ:
Δούλα καλή μου, της κυράς, που σ’ αγαπά με θέρμη
τι στο κατώφλι κάθεσαι, μονάχη και παντέρμη
και για δεινά μοιρολογείς με λόγια που πετάνε,
πως έχεις τόση μοναξιά, η Μήδεια που να ‘ναι;
ΠΑΡΑΜ.
Ω συνοδέ των βλασταριών του Ιάσονα δεν λείπω
αφού όταν πέφτει ο αφέντης του, κι ο δούλος νοιώθει κτύπο
και η καρδούλα του πονά, να όπως τώρα εμένα
που ο πόνος με διάλυσε, με όλα τα καμωμένα
έτσι κι εγώ πεθύμησα , απ’ της καρδιάς τα βάθη
να πω σε γη κι ουράνια, για της κυράς τα πάθη
ΠΑΙΔΑΓ.
Δεν σταματά η δύστυχη να κλαίει , και να δακρύζει;
ΠΑΡΑΜ.
Καλότυχέμου! Το κακό την ώρα τούτη αρχίζει
ΠΑΙΔΑΓ.
Ω τρέλα! Αν τέτοια λέγονται, για άρχοντες , μοιραία,
κι ούτε έχει μάθει τίποτε για τα δεινά τα νέα
ΠΑΡΑΜ.
Τι τρέχει; πες μου γέροντα, γιατί δεν το ‘χω νοιώσει;
ΠΑΙΔΑΓ.
Τίποτα! Κι όσα έχω πει, το έχω μετανοιώσει
ΠΑΡΑΜ.
Σε ορκίζω στην γενειάδα σου, πες το μου, μην τα χάσω
κι οι δύο δούλοι είμαστε, κι αν πρέπει θα σωπάσω!
ΠΑΙΔΑΓ.
Άκουσα κάτι στα κρυφά, κι η ανάσα μου κομμένη
εκεί που κύβους παίζουνε, κι οι ηλικιωμένοι
γύρω απ’ το ύδωρ κάθονται της Θείας της Πειρήνης,
πως τα παιδιά κι η μάνα τους, που τόσα εσύ τους δίνεις
θ’ αποδιωχτούν από εδώ. Ο Κρέοντας το λέει
είθε να είναι ψέματα, κι αερικό που πνέει!
ΠΑΡΑΜ.
Θα το ανεχτεί ο Ιάσονας, που με τη μάνα τα χει;
ΠΑΙΔΑΓ.
Το νέο σβήνει το παλιό ! Και σπίτι δεν υπάρχει!
ΠΑΡΑΜ.
Αχ! πριν τελειώσει το κακό, το πρώτο, το μεγάλο
χαθήκαμε, κατέφτασε βαρύτερο το άλλο
ΠΑΙΔΑΓ.
Σιωπή! Δεν πρέπει η κυρά να μάθει, κάνε κράτει,
και μη χτυπιέσαι άγρια στης πίκρας το κρεβάτι
ΠΑΡΑΜ.
Ιδού ο γονιός σας τέκνα μου, με πρόσωπο λεβέντη.
Κακό μην πάθει! Τούτονε εγώ έχω αφέντη,
όμως κακός , και τρίσκακος, βγήκε για τα παιδιά του
ΠΑΙΔΑΓ.
Και ποιος δεν κάνει όμοια; Άμα το λέει η καρδιά του,
αυτό όμως τώρα μας το λες, σχεδόν στο παρά-κάτι
που τούτα εδώ τ’ αρνήθηκε, με φόντο ένα κρεβάτι,
πως πάντοτε ο καθένας μας την πάρτη του κοιτάζει
δίκαια εδώ, μα πάρα-εκεί, σαν κέρδος να μου μοιάζει
ΠΑΡΑΜ.
Εμπρός παιδιά στα δώματα , θα φτιάξουν όλα γύρω
-και κοίτα εσύ, να τα κρατάς, απόμερα τριγύρω,
να μην κοντοζυγώνουνε, την μάνα στα παλάτια
γιατί τα κοίταζε άγρια, έχοντας ταύρου μάτια,
σαν να ‘χε κάτι φοβερό, βαθειά μέσα στον νου της
και θέλει το ξεθύμασμα στα βάθη τ’ ουρανού της
το ξέρω! Κάτι φοβερό θέλει για να ξεσπάσει,
μα σε εχθρό, κι όχι σ’ εμάς, αυτό εδώ να φτάσει!
ΤΕΛΟΣ 1ου ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ
----------------------- ---------------------------------------------
1ο ΧΟΡΙΚΟ(96-213)
ΜΗΔΕΙΑ(από το εσωτερικό)
Αλίμονό μου! δύστυχη, και δόλια που είμαι η μαύρη
Οι πόνοι με θερίζουνε. Χαμός εμένα να βρει.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Μονάκριβα αγόρια μου, τα ‘λεγα για την μάνα
Έχει ξανάψει η καρδιά στης πίκρας την αλάνα.
Αειντέστε , μπείτε γρήγορα, παιδιά μου μες στο δώμα
και μείνετε αλάργα της, κι απ’ την ματιά ακόμα.
Μην τη ζυγώνετε! Από οργή, άγρια φυλαχτείτε
του σαλεμένου της μυαλού, άντε! Και μέσα μπείτε!
...................................(Ο παιδαγωγός και τα παιδιά
μπαίνουν στο σπίτι)
είναι ολοφάνερο, η καπνιά, που πάει σαν αψίδα
τ’ αψήλου , ότι θα γενεί άγρια καταιγίδα.
Αχ! η ψυχή της ποιος μπορεί να πει τι να υφαίνει
που καθε μέρα πιο πολύ σε απόγνωση βαθαίνει;
ΜΗΔΕΙΑ
Αλίμονό μου! Η άθλια, τι τάχα έχω πάθει
να κλαίω, να οδύρομαι ως τ’ ουρανού τα βάθη!
Ω τρισκατάρατα παιδιά, μάνας φριχτής συνάμα
που να σας φάει η μαύρη γης με τον πατέρα αντάμα
Και τούτο εδώ τα μέγαρο μακάρι να βουλιάξει
ΠΑΡΑΜ
Αλί αλί και τρισαλί ποιος να επιβάλει τάξη!
τι να σου φταίνε τα παιδιά, για τ’ άνομα του κύρη
το μίσος που ‘θε έρχεται στου νου το πατητήρι
Αχ τέκνα μου! η καρδούλα μου, για τη ζωή σας τρέμει
τυλίγουν πείσμα οι άρχοντες, σε αρχοντική ανέμη
λίγα για άλλους δίνουνε, σαν κυβερνούν διχάζουν
κι αν πάρουν γνώμη άστοχη, δύσκολα την αλλάζουν.
Καλύτερα να θες να ζεις ίσιος από συνήθεια.
Για μένανε οι αρχοντιές, να λείπουνε στ’ αλήθεια
ήρεμα να έχω γηρατειά, και όχι μπερδεμένα.
Το μέτρο, αν έχεις όραμα, το παν είναι για μένα,
που όλα τα άλλα τα νικά, κι άμα το κάνεις πράξη
θα δεις αυτό, στον άνθρωπο, πως θα του βάλει τάξη.
Μα όταν το μέτρο υπερβεί, θνητό δεν θα ωφελήσει
γιατί οργή Ουράνιου, δεινά θα του γεννήσει.
..................................................(.15 Κορίνθιες μπαίνουν στην ορχήστρα
βαδίζοντας αργά-αργά, ενώ ακούγονται
τα τελευταία λόγια της παραμάνας)
ΧΟΡΟΣ
Της δύστυχης της γυναικός που ήρθε απ’ την Κολχίδα
ανήσυχη ακούω βουή, φωνή χωρίς ελπίδα.
Μίλα γριά! Στην δίπυλη, στέγη η φωνή της φτάνει
πώς να χαρώ που ο καημός γι’ αυτή πολύ με πιάνει
ΠΑΡΑΜ.
Πούθε; Ποιο σπίτι; Πες καπνός πως ήτανε κι εχάθη.
στις κλίνες τις βασιλικές κοιμάται αυτός , στα βάθη
κι είναι κλεισμένη η κυρά, στην κάμαρά της μόνη
και καίει ζωές. Κι ούτε φωνή φίλου, τον νου αλαφρώνει
ΜΗΔΕΙΑ
Ω συμφορά! φωτιά ουρανού την κεφαλή θα σκίσει.
Κι αν ζω τι τάχα ο εαυτός με τούτο θα κερδίσει;
Αχ! τρισαλί! Ο θάνατος να βόηθαε την καημένη
να λυτρωθώ αφήνοντας ζωή καταραμένη
ΧΟΡΟΣ
Δία, και γη, και ήλιου φως-γροικάς σε αυτά τα όρη
με ποιο σκοπό να τραγουδά η δύστυχη η κόρη-
Τρελή! Για αφιλόξενη κοίτη γιατί έχεις μένος
κι ούτε θανάτου ερχομός αργεί προσκαλεσμένος,
κι αν βλέπεις κοίτη ξενική ο άντρας να λατρεύει
μην τον τροχίζεις τον θυμό κίνδυνος ελλοχεύει.
Κι ο Δίας που τα βλέπει αυτά, το δίκιο θα σου πάρει.
Όμως τα δάκρυα μη σκορπάς για του άντρα σου τη χάρη.
ΜΗΔΕΙΑ
Ω Θέμιδα μου σεβαστή, και Άρτεμη τρανή μου
το τι τραβώ, το μαρτυρά η πίκρα στη φωνή μου
που με τον άντρα μ’ έδεναν μεγάλοι ουράνιοι όρκοι
όμως για εκείνη , και γι αυτόν, θα κάνω μέγα ξόρκι,
μαζί με τις οικίες τους Θεός να με αξιώσει
να δω να έχουν τσακιστεί, που μ’ έχουνε πληγώσει.
Χώρα μου! και πατέρα μου! της ξενιτιάς τον ρόλο
τον πήρα αισχρά, σαν σκότωσα το αδέρφι μου με δόλο
ΠΑΡΑΜ.
Ακούστε πως στην Θέμιδα μιλά και της φωνάζει
που ότι τάξιμο γενεί, αυτή το εξετάζει
κι ο Δίας που έχουν οι θνητοί στων όρκων το ταμείο
κι ούτε θα πω πως ο θυμός που έχει στο κρανίο
αχ! η κυρά, θα μειωθεί σε τούτα τα παλάτια
ΧΟΡΟΣ
Πώς να το κάμω, για ναρθεί μπρος στα δικά σας μάτια
κι όσα θα πούμε , κάλιο πια έστω και να τ’ ακούσει
προτού η πίκρα η οργή και θυμός την λούσει,
οι φίλοι μου όμως κι εγώ, αντάμα θα προστρέξω.
Μπες σπίτι! Πες φίλους θα βρει, κάνε τη να’βγει έξω
προτού να πάθουνε κακό οι μέσα, άειντε τώρα!
γιατί την καίει η οργή όσο περνάει η ώρα
ΠΑΡΑΜ.
Αυτό θα κάνω τρέμοντας μα οι ελπίδες μου ακόμη
ελάχιστες πως η κυρά θ’ αλλάξει αυτή τη γνώμη.
Θα κάνω τούτο που μου λες, η χάρη σου πυρήνας
κι ας μοιάζουν οι άγριες ματιές, άγριας λιονταρίνας,
έτσι που καμιά δούλα της δεν την ζυγώνει πάλι
κι ούτε απ’ τα χείλη της μπορεί, κουβέντα να της βγάλει.
Κι αν πεις πως ήταν άμυαλοι όλοι οι θνητοί ο πρώτοι,
σφάλμα αυτό δεν θα το πω, και άδικο, διότι:
σαν ύμνους στήναν και γιορτές, και δείπνα, και παιχνίδια
ευφραίνοντας χαρμόσυνα την ζήση τους την ίδια
και στις αντιξοότητες θνητών είν’ ουτοπία
άξιος κάποιος να σταθεί, να βρει την θεραπεία
αυτή που θα ‘βγει με χορούς τραγούδια ν’ αλαλάζουν
και φέρνουν πάθη,θάνατο,, και σπιτικά ρημάζουν
κέρδος θα είχαν οι θνητοί, στης ζήσης το σεργιάνι
και το τραγούδι κι ο χορός ετούτα εδώ να γιάνει
ποια ανάγκη έχει η φωνή, αυτά να διογκώνει;
Αυτό και μόνο, στην καρδιά, φτάνει χαρά ν’ απλώνει
ΧΟΡΟΣ
Στεναγμούς έχω ακούσει, και θρήνους συνάμα
στραγγισμένες φωνές, που μου μοιάζουνε κλάμα
για τον άντρα μιλά, έτσι τούτο μου εφάνη
που τους όρκους πατά, κι ενός γάμου στεφάνι
πάθια είχε πολλά, και η Θέμις, το ταίρι
του Διός, που φυλά στ’ ουρανού το παρτέρι
όρκους τόσους πολλούς, την περνά μιαν Αυγή της
στης Ελλάδας το φως, στην αντίπερα γη της
στ’ αλμυρά τα στενά, σ’ ενός πλοίου την πλάτη
που καημούς οδηγούν, στων πελάγων τα πλάτη
ΤΕΛΟΣ 1ουΧΟΡΙΚΟΥ
----------- -------------------------------
2ο ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ( 214-409)
(…Η πόρτα ανοίγει
η Μήδεια προχωρά στον χορό
έχοντας πίσω της την παραμάνα
Το πρόσωπό της άγριο και κλαμένο)
ΜΗΔΕΙΑ
Βγήκα απ’ το δώμα μου μπροστά, Κορίνθιες κυράδες
λέξη μην πείτε, όπως λεν, του λόγου οι μαινάδες,
πολλούς γνωρίζω, και γνωστοί είναι μες στους ανθρώπους
με περηφάνια περισσή, εδώ και σ’ άλλους τόπους-
άλλους τους είδα μόνη μου, άλλους τους έχω ακούσει-
που με ανημπόρια περισσή, με φήμη έχουν λούσει
κακή, κι ούτε σκοτίζονται, ούτε έχουνε βιασύνη
μες στη ματιά τους να διαβεί, λαμπρά η δικαιοσύνη
προτού ακόμα την καρδιά του άλλου την διαβάσουν,
κι ας μην τους έκανε κακό, εχθρό τους θα τον πιάσουν.
Ο κάθε ξένος που έρχεται στη πόλη, ένα σώμα
ας γίνει, και τον γηγενή δεν τον παινεύω ακόμα,
αφού με βίτσιο ξιπασιάς, πικραίνει τον πολίτη
που είναι ακόμα άγνωστος στου κόσμου αυτού την κοίτη.
Μα εμένα αναπάντεχα με βρήκε αυτή η πράξη
που έχει και σώμα και ψυχή, αδιάντροπα ρημάξει,
κι όλης της ζήσης τη χαρά γυναίκες μου την χάνω
και μόνο τούτο μου έμεινε κυράδες: να πεθάνω.
Αυτός που όλη μου η ζωή ήτανε, και το βιος μου,
ο άντρας μου, χειρότερος, μου βγήκε όλου του κόσμου.
Απ’ όλα δε τα πλάσματα που έχουν και νου και γνώση
είναι η γυναίκα άθλια, κι ευθύνη έχει τόση
που έχει ανάγκη , με λεφτά, άντρα να δελεάσει,
να βάλει αφέντη στο κορμί, αφού τον αγοράσει,
το ένα κακό και τρίσκακο, χειρότερο το άλλο,
θα ‘ναι καλός; Θα ‘ναι κακός; Το δίλλημα μεγάλο.
Γιατί κι ο χωρισμός της δα, δεν είναι προς τιμή της
ούτε και πρέπον φαίνεται πως είναι η άρνησή της.
Ας πούμε το άλλο! Στο άγνωστο, και σ’ έννοιες που θα μείνει
για να τα μάθει όλα αυτά μάντισσα θε να γίνει
μιας κι απ’ το σπίτι όλα αυτά δεν της τα είχαν μάθει,
πώς να φερθεί στον σύζυγο δεν ξέρει απ’ τα βάθη.
Εντάξει; Ρέει η ζωή; Ο άντρας την βοηθάει;
Σηκώνει αβίαστα ζυγό; Το αφήνουμε και πάει.
Αλλιώς μονάχα ο θάνατος θα μας την βρει την λύση.
Ο άντρας άμα βαρεθεί σπίτι, θα ξαμολύσει
έξω θα πάει, τον καημό της μοναξιάς να γιάνει
με φίλο κι ομοτράπεζο, την πίκρα του να υφάνει.
Όμως εμείς σε μια ψυχή τα μάτια έχουμε ρίξει,
και λεν για εμάς, ο κίνδυνος πως δεν θα μας αγγίξει
την ώρα που κοντάρι αυτοί ρίχνουν για την πατρίδα.
Αστεία σκέψη. Τρις εγώ ας ήμουν σε μια ασπίδα
παρά σε μια, και να γεννώ παντέρμη και μονάχη.
Μα δεν μπορεί ο λόγος μας το ίδιο βάρος να ‘χει
για σένα και για μένανε μες στα δικά σου μέρη.
Έχεις το σπίτι, γονικά, των φίλων σου το αγέρι.
Κι εγώ παντέρμη, μοναχή στης προσφυγιάς τους δρόμους
έχω την καταφρόνηση του άντρα μου στους ώμους
που από χώρα βάρβαρη, αυτός μ’ έχει κουρσέψει,
δίχως μανούλα κι αδερφή, για να με προστατέψει,
πως τούτες δω τις συμφορές ξοπίσω μου ν’ αφήσω.
Το μόνο από σένανε να ξέρεις θα ζητήσω-
αν βρω ένα τρόπο την καρδιά να κάνω να μερώσει
ο άντρας μου πανάκριβα για όλα να πληρώσει,
φόβο η γυναίκα μάθε το, και γνώση πάντα να ‘χεις
νοιώθει σε όπλων θέαμα, και στον αχό της μάχης.
Μα αν χάνει το στεφάνι της, και μπαίνει σε άθλια ζάλη,
πιο φόνισσα άγρια ψυχή δεν θα υπάρχει άλλη
ΧΟΡΟΣ
Αυτό θα κάνω που μου λές, μα ο γδικιωμός του άντρα
Μεγάλη είναι απόφαση στων πόνων σου τη μάντρα
Μα να ! βλέπω τον Κρέοντα να έρχεται με τάξη
ζητώντας τα θελήματα, μονάχος του να κράξει!
…Μπαίνει ο γέρος βασιλιάς
Κρέοντας με την ακολουθία του
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μήδεια που έχεις οργιστεί, και είσαι θυμωμένη
με το παλιό το ταίρι σου , άλλο πια δεν μου μένει
παρά να πω: φύγε από δω, να πάρεις την θωριά σου
στην εξορία γρήγορα, κι εσύ, και τα παιδιά σου
ο ίδιος θα επιβλέπω αυτό, δεν πάω στο παλάτι,
προτού να πας στα σύνορα, και να σε δω φευγάτη
ΜΗΔΕΙΑ
Ωχ! χάνομαι η δύστυχη, η τρισκαταραμένη
οι εχτροί τα σκίσαν τα πανιά τίποτα δεν μου μένει
και να γλιτώσω, που να βρω ν’ αράξω ένα λιμάνι.
Μα μέσα σε όλα τα κακά, αυτόν και μάνι-μάνι
θα τον ρωτήσω: Λύσε μου αυτή την απορία
Κρέοντα, με ποιαν αφορμή με στέλνεις εξορία;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Από τον φόβο- τι να πω, δεν θα κρυφτώ μαζί σου-
για του παιδιού μου το καλό, απ’ την εκδίκησή σου,
πολλά είναι αυτά που σκιάζομαι, και φόβο μέγα σου έχω
πολύξερη έχεις γεννηθεί γι’ άσχημα, το κατέχω
κι αφού έχασες τον άντρα σου, το έβαλες μαράζι
μου λεν, φοβέρες άσχημες το στόμα σου άγριες βγάζει
για τον γονιό , για τον γαμπρό, κι ακόμα για την νύφη
πως κάτι έχεις σκαρφιστεί. Κι απ’ των καημών τα στίφη
θα πρέπει να προφυλαχτώ. Κάλιο να μου ‘χεις μίσος
τώρα, παρά αργότερα να το πληρώσω ίσως
ΜΗΔΕΙΑ
Αλί μου! πολλοστή φορά Κρέοντα, και με θέρμη
οι γνώσεις μου, φέρνουν δεινά, με κυνηγούν την έρμη.
Όποιος λοιπόν έχει μυαλό στου κόσμου το λιμάνι
τα τέκνα του πολύξερα δεν πρέπει να τα κάνει,
εκτός που ο κόσμος ο πολύς, τεμπέλικα τα λέει,
τα κάνει γύρω μισητά, και φθόνου αγέρι πνέει.
Κι αν στα σκοτάδια τους, τους πας φως, θα σου έρθουν χτύποι,
θα λεν’ πως είσαι αχρείαστος, και πως ο νους σου λείπει.
Αν δουν πως είσαι ανώτερος, και το δεχτούνε όλοι
θα είσαι ανεπιθύμητος, κι εμπόδιο στην πόλη.
Τέτοια κι εμένα η μοίρα μου, που ο νους πολλά κατέχει,
το ένα μου μέρος με φθονεί, το άλλο εχθρό του μ’ έχει,
και ας μην έχει μες στον νου η πεθυμιά φουντώσει
σκέφτεσαι, μιά μου επίθεση, φοβία έχεις τόση.
Επίθεση για άρχοντες, στον νου δεν έχει παίξει,
μη με φοβάσαι Κρέοντα, εσύ δεν μου ‘χεις φταίξει.
Με αυτόν που πάντα ήθελες, την πάντρεψες την κόρη,
μα για τον άντρα μου φυσά του μίσους ξεροβόρι.
Εσύ σαν σώφρων άνθρωπος φρόνιμα τα ‘χεις πράξει
κι ούτε ποτέ μου ζήλεψα του πλούτου σου την τάξη
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Όποιος ακούσει αυτά που λες, φαίνονται να έχουν γλύκα
μα τρέμω που έχεις το κακό, μες στην ψυχή για προίκα
κι εμπιστοσύνη από πριν, πιο λίγη σου έχω τώρα
από άνθρωπο θυμόσοφο να φυλαχτείς είναι ώρα,
παρά από αυτόν που στης σιωπής βγαίνει τα δρομολόγια.
Μα άντε τώρα, μην αργείς! Κι ας λείπουνε τα λόγια.
Σαφέστατη διαταγή να φύγεις έχω θέσει
κι η τέχνη σου ν’ ακυρωθεί, σε δυσμενή είναι θέση
ΜΗΔΕΙΑ
Μη! Να χαρείς! Σε προσκυνώ! Την νύφη να ‘χεις χάρη
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Λόγια χαμένα! Πια γι’ αυτό απόφαση έχω πάρει
ΜΗΔΕΙΑ
Παρ’ ότι είμαι στα γόνατα; Μα δεν το βάζει ο νους μου
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πως το μπορώ καλύτερα να σ’ έχω απ’ τους δικούς μου;
ΜΗΔΕΙΑ
Πατρίδα μου! τέτοιες στιγμές, σε θέλω, σε γυρεύω
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μακριά να ‘σαι απ’ τα τέκνα μου! κι εγώ τηνε λατρεύω!
ΜΗΔΕΙΑ
Αχ έρωτες! Τον άνθρωπο στέλνετε στον χαμό του
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πιστεύω πως έχει κι αυτό, την τύχη οδηγό του!
ΜΗΔΕΙΑ
Δία μου! τον αδικητή πολέμα τον με φόνους
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Φύγε! Από τρέλα απάλλαξε εμένα κι από πόνους
ΜΗΔΕΙΑ
Μα εμείς πονούμε πάντοτε! Ο πόνος δεν μας λείπει
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Άντρες μου θα σε διώξουνε, χωρίς να νοιώθουν λύπη
ΜΗΔΕΙΑ
Αχ! όχι τούτο Κρέοντα. Άκου το αίτημά μου
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γυναίκα , τι άλλο μου ζητάς; Θες να ‘βρω τον μπελά μου;
ΜΗΔΕΙΑ
Θα φύγουμε! Άλλο ζητώ, ετούτο δω σπλαχνίσου!
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γιατί δεν φεύγεις πια λοιπόν; Ποια είναι η ένστασή σου;
ΜΗΔΕΙΑ
Εδώ να μείνω άσε με μονάχα αυτή τη μέρα
για το φευγιό μας να νοιαστώ, και να τα βγάλω πέρα
για τα παιδιά ως θα έκανε ο κάθε νοικοκύρης,
αφού γι’ αυτά δεν νοιάζεται τι κάνουνε ο κύρης.
Σπλαχνίσου τα είναι ιερό, νόμους μην αντιβαίνεις,
πατέρας είσαι, τούτο δα, πια το καταλαβαίνεις.
Η εξορία αν φύγουμε, εμένα δεν με νοιάζει
κλαίω γι’ αυτά, που τα χτυπά της συμφοράς το αγιάζι
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εγώ δεν έχω γεννηθεί τύραννου να έχω γνώμη
την ευσπλαχνία πλήρωσα, και βλάφτηκα ακόμη
κι αυτό που κάνω βλαβερό, χτύπημα μοιάζει λόγχης,
παρ’ όλα αυτά, ότι ζήτησες, κυρά αυτό θα το ‘χεις
μάθε το όμως από πριν: αν του ήλιου η λαμπάδα
ανάψει, μα του μισεμού, σβηστή έχεις την δάδα
και σ’ εύρω μες στα σύνορα με τα παιδιά, στον δρόμο,
σε θανατώνω, κι ότι πω, κυρά μου το ‘χω νόμο
ΧΟΡΟΣ
Αλίμονο κακόπαθη, άραγε τι να σώσεις
που θα τραβήξεις άραγε, και που θα ξημερώσεις;
Τάχα θα βρεις σπίτι και γη, από παντού διωγμένη
Αχ! σε ποιο κύμα Μήδεια σ’ έχει ο Θεός ριγμένη;
ΜΗΔΕΙΑ
Του κόσμου έχω τα βάσανα, ποιος θα μου πει πως όχι;
Μα δεν θα πάνε έτσι αυτά, στου κόσμου την απόχη.
Ο αγώνας των νεόνυμφων βαρύς θα ‘ναι σαν μύθος
και τα πεθερικά αυτών μπελάδες θα ‘χουν πλήθος.
Θα τον καλόπιανα ποτέ; Θα ‘παιζα τέτοιο ρόλο
άμα δεν είχα μες στον νου το κέρδος ή τον δόλο;
Δεν θα του μίλαγα ποτέ δεν θ’ άγγιζα το χέρι
μα είναι μωρός, κι η άγνοια εκεί τον έχει φέρει,
που αντί όλα τούτα που θωρώ, με μιας να τα χαλάσει
με εξορία, με άφησε μια μέρα. Θα με φτάσει
τους τρείς εχθρούς νεκρούς να δω, σε αυτής της γης την πλώρη
τον άντρα μου, τον πεθερό, την μισητή την κόρη.
Μα απ’ τα πολλά που έχω γι’ αυτούς , θανάτου μονοπάτια
ποιο να διαβούν λογίζονται, τα φονικά μου ινάτια.
Στο νυφικό το δώμα τους φωτιά να βάλω με ύφος
ή στα συκώτια να μπηχτεί ακονισμένο ξίφος
φτάνοντας κείθε ξαφνικά με του θυμού μου το άτι
και μυστικά τρυπώνοντας στο νυφικό κρεβάτι.
Μα πίσω κάνω μη με δουν κι αυτό είναι που με αγχώνει
την ώρα που έχει σηκωθεί το φονικό μου ακόνι
και βρω κακό θανατικό, και βγω σ’ εχθρούς ρεζίλι.
Ας βρω ισιάδα να διαβώ αυτή που πρέπει πύλη
να την περάσω, κι ας γενεί αυτό που βλέπω ίσο
προικιό έχω δηλητήριο, και θα τους αφανίσω.
Καλά ως εδώ. Να οι νεκροί! Ποια χώρα θα με θέλει;
Ποιος ξένος καταφύγιο θα δώσει να ‘χω οφέλη
το σπίτι του για να σωθώ; Τίποτα δεν θα γίνει.
Λίγη ακόμα προσμονή, μες στου καημού την δίνη,
κι αν μπρος μου ξαφνικά φανεί ανίκητο ένα κάστρο
τότε σαν δόλια βουτώ, με του φονιά το άστρο
κι αν είναι να ‘βγω στο κακό, το ξίφος θα τραβήξω
κι αν με τραβούν στον θάνατο, νεκρούς κι αυτούς θα ρίξω.
Γιατί, Μα και την δέσποινα! που εγώ έχω προστάτη
την λατρευτή μου που αγαπώ, και είναι η Εκάτη
βαθειά πολύ μες στη φωτιά που είναι αραγμένη,
κανένας τους δεν θα χαρεί από καρδιά καμένη.
Το σόϊ, και τις παντρειές πικρές θα κάνω τώρα,
όπως πικρό και το φευγιό απ’ την δική τους χώρα.
Ξεσκόνισε, άντε Μήδεια τους δολερούς χρησμούς σου
και βάλε τα τεχνάσματα μέσα στους λογισμούς σου
το έργο σου το φοβερό, ξεκίνα το με τάξη
το ότι είσαι ατρόμητη δείξε το και στην πράξη
τα βάσανά σου ορατά. Το γέλιο κάνε μένος
και μην το δώσεις σαν προικιό στου Σίσυφου το γένος
στον γάμο του Ιάσονα, κόρη πατρός με χάρη
από του ήλιου την γενιά αρχόντισσα καμάρι.
Εσύ έχεις γνώση φοβερή σε αυτά να δώσεις λύση,
τι, κι αν γυναίκα για καλό, δεν έφτιαξε η φύση,
μα για τα πονηρά, κι εκεί, κακού που βόσκουν ίσκιοι,
πιο ικανές από αυτές, αλλού κανείς δεν βρίσκει
ΤΕΛΟΣ 2ου ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ
----------------------- ---------------------
ΜΗΔΕΙΑ-2ο Χορικό(410-445)
ΧΟΡΟΣ
Πίσω γυρνούν τα ιερά, ποτάμια τα μεγάλα
μα κι η δικαιοσύνη, Ναι! μαζί με όλα τ’ άλλα
κι έχει στον δόλο βουτηχτεί του κάθε άντρα η σκέψη
και για τα Θεία η πίστη τους, καιρό έχει λιγοστέψει.
Αλλά η ζωή μου ξακουστή θα γίνει, μα κι ακόμη
ο κόσμος θα το μάθει αυτό, μα και θ’ αλλάξει γνώμη
και της γυναίκας η ζωή, τιμή θα ‘χει στην μνήμη,
ούτε και θα ξανακουστεί κακή για κείνες φήμη
και τα τραγούδια, που οι παλιοί τα φτιάξανε να κλαίνε
για απιστία μου ξανά, θα πάψουνε να λένε.
Μα και ο Φοίβος ο αοιδός τρανός για τις χορδές του
δεν έδωσε την τεχνική, σ’ εμάς για τις ωδές του.
Αλλιώς γι’ αντρών θα έφτιαχνα ύμνων κακή πλημμύρα.
Κι είχε ο καιρός να πει γι’ αυτούς και τη δική μας μοίρα!
Εσύ λοιπόν παράτησες το σπίτι του πατέρα
με την καρδιά στον έρωτα, δοσμένη πέρα ως πέρα
διαβαίνοντας τις δίδυμες τις πέτρες στα πελάγη
στην ξένη γη σε τύλιξαν της μοναξιάς οι πάγοι
και σέρνεσαι μονάχη σου με δίχως άντρα τώρα
κι οικτρά περιφρονώντας σε , σε διώχνουν απ’ τη χώρα.
Στους όρκους πλέον έσβησε του σεβασμού η δάδα
και ούτε έμεινε ντροπή στη δοξασμένη Ελλάδα
που μάλλον στα ουράνια φαίνεται ν’ ανεβαίνει
κι εσένανε της δύστυχης πια σπίτι δεν σου μένει,
να καταφέρεις, στο κακό της πίκρας φυσομάνι
ν’ αράξεις, να προστατευτείς σε απάνεμο λιμάνι,
μα κι άλλη αγάπη πιο τρανή που εσένα δεν σεβάστη,
την κλίνη σου την άλωσε , στο σπίτι σου θρονιάστη
ΤΕΛΟΣ 2ου ΧΟΡΙΚΟΥ
--------------- -------------------------
ΜΗΔΕΙΑ(3οΕπεισόδιο στιχ.446-626)
ΙΑΣΟΝΑΣ
Δεν είναι αυτό πρώτη φορά, το είδα τόσες άλλες
τούτο το αγιάτρευτο κακό, τις μπόρες τις μεγάλες.
Κι εσύ στο σπίτι θα ‘μενες, μα και σε αυτή τη χώρα
αν διάλεγες τη σιωπή και δεν έπαιρνες φόρα
άσχημα να κατηγορείς τους ντόπιους τους αφέντες.
Μα να! που θα σε διώξουνε οι άθλιες κουβέντες.
Κι ούτε με νοιάζει όσα λες στων λόγων σου τα άντρα,
πως χείριστο του Ιάσονα, δεν είδες άλλον άντρα!
Μα όσα για αφέντες έσουρε των λόγων σου η πορεία
κέρδος σου θα ‘ναι, μάθε το, μονάχα η εξορία.
Να κατευνάζω τον θυμό του βασιλιά με κόπο
πάσχιζα, για να κατοικείς σε αυτόν εδώ τον τόπο
μα η τρέλα σου τους άρχοντες έβριζε κάθε ώρα
γι’ αυτό σε εξορίζουνε από αυτή τη χώρα.
Ούτε από μένα για δικούς, άρνησης βγήκαν ήχοι,
γι’ αυτό και τώρα ήρθα εδώ, για την δική σου τύχη
μη μείνεις μόνη, κι αδειανή, στο ξένο αυτό φαράγγι
και τα παιδιά μας , μα κι εσύ, βρεθείτε σε ανάγκη
η εξορία έχει κακά, δυσβάσταχτα, θυμήσου,
κι ας με μισείς, δεν πάσχισα για την εξόντωσή σου
ΜΗΔΕΙΑ
Ω άθλιε! Τα λόγια μου, που να ‘βρουνε αντρεία
να πούνε τα χειρότερα γι’ αυτή την αναντρία.
Ήρθες μπροστά μας μισητέ με τόση αθλιοσύνη,
τάχατες, τούτο πως το λες, τόλμη ή αντρειοσύνη;
Πρώτα τους φίλους να χτυπάς, να γίνουνε κομμάτια
κι ύστερα αδιάντροπα να τους κοιτάς στα μάτια.
Του ανθρώπου η διαστροφή, η ξεδιαντροπιά του,
μα καλώς ήρθες προς τα δω, ν’ ακούσεις λόγια αιμάτου,
θα ξαλαφρώσω την καρδιά, ο λόγος μου αν σε λούσει
και η δική σου θα καεί, με τούτα που θ’ ακούσει.
Με τη σειρά τους θα τα πω, όλα όσα με ορίζουν:
Σ’ έσωσα, κι όλοι στην Αργώ, που ήταν μαζί, γνωρίζουν,
σαν σου είπαν: « βάλε στον ζυγό, τα φλογοβόλα βόδια
αγρό να σπείρεις , που σκορπά θανάτου κατευώδια».
Το φίδι πάντα το άϋπνο, σκότωσα, που ήταν τέρας
και στις πλεχτές κουλούρες του το φύλαγε το δέρας
έλαμψε η σωτηρία σου , με φως από άγια κοίτη
κι αφού πατέρα πρόδωσα, η άμυαλη, και σπίτι,
στου Πήλιου την Ιωλκό, ήρθα με τρικυμία
όχι με γνώση σίγουρα, αλλά με προθυμία,
και τον Πελία έσπρωξα μες στου χαμού την δίνη
με θάνατο, που πιο φριχτός δεν έχει ξαναγίνει,
από των ίδιων του παιδιών σκοτώθηκε τα χέρια,
κι αυτός ο φόνος σου έστρωσε της λύτρωσης τ’ αγέρια.
Για όλα αυτά που σου έκανα, άθλιε μες στους άντρες
με αρνήθης, κι άλλη έβαλες στου έρωτα τις μάντρες
κι ας είχες τέκνα. Άτεκνος αν ήσουν όμως πάλι
συχωρεμένος θα ήσουν που πόθησες μιαν άλλη.
Όμως η πίστη σου ήτανε καπνός, κι οι όρκοι μαύροι.
Αχ! τι να πω, και η καρδιά πως ησυχία νάβρει;
Νομίζεις πια πως οι Θεοί, δεν κυβερνούν στην πράξη;
Οι νόμοι για τον άνθρωπο μπήκαν σε νέα τάξη;
Ξέρεις πως είσαι επίορκος στον δρόμο τον δικό μου.
Αχ! χέριμου..το κράταγες, μα και το γόνατό μου.
Πως τιποτένιος άνθρωπος, σας πήρε αγκαλιά του.
Αχ! πόσο γελαστήκαμε με οράματα δικά του.
Άειντε! Σαν φίλος να ήσουνα την γνώμη σου υπομένω.
Μα αλίμονό μου, τι καλό , σ’ εσένα περιμένω.
Όπως και να ‘χει, σίγουρα αυτά που θα ρωτήσω
την ατιμία την ψευτιά, θα κρύβουν από πίσω.
Τώρα για πες μου, που να βγω, ποιο θα ήτανε πιο ίσο,
στο πατρικό που πρόδωσα; σένα ν’ ακολουθήσω;
ή στου Πελία τα παιδιά, του δόλιου νοικοκύρη,
τι υποδοχή θα μου έκαναν που σκότωσα τον κύρη;
Γιατί έτσι με παρέσυρες, σε τούτη την κατάντια,
όσοι έπρεπε να με αγαπούν, να μ’ έχουνε στ’ αγνάντια
κι όσοι δεν έπρεπε κακό να πάθουν από μένα
γίναν εχθροί για χάρη σου, με σπλάχνα ματωμένα
και στην Ελλάδα με όλα αυτά που γύρω έχω μαζέψει
πολλές τριγύρω με έκανες να μ’ έχουνε ζηλέψει.
Έχω λοιπόν η δύστυχη άντρα πιστό, που τώρα
στην ξενιτιά θα βρίσκομαι, διωγμένη απ’ τη χώρα
στην εξορία με παιδιά, τους δρόμους να έχω πάρει-
Αχ!δυστυχία..τι γαμπρός; Πως το ‘χεις για καμάρι
τέκνα, κι αυτή που σ’ έσωσε με τους δικούς της ώμους
να σέρνονται ανυπόληπτοι στης ζητιανιάς τους δρόμους.
Ω Δία! Η μοίρα του άνθρωπου πες το μου πως του γράφει
να κάνει ατόφιου διάκριση απ’ το κακό χρυσάφι,
όμως τον φαύλο απ’ τον καλό, άντρα μες στο κοπάδι
να διακρίνει δεν μπορεί, δεν έχει ένα σημάδι;
ΧΟΡΟΣ
Δύσκολα παίρνει γιατρειά η οργή και δεν μελώνει
όταν ο φίλος άγρια με φίλο του μαλώνει
ΙΑΣΟΝΑΣ
Στα λόγια λίγος να μη βγω, στη φτώχεια τους μη γνέψω
σαν καπετάνιος τα πανιά όμορφα να μαζέψω
για να γλιτώσω από άθλια της γλώσσας τρικυμία
απ’ του αχρείου στόματος την αθυροστομία.
Απ’ όσα έχεις καρπωθεί με την κακογλωσσιά σου
κι αφού υπερηφανεύεσαι για την βοήθειά σου,
η Αφροδίτη μεριμνά για εμέ σε αυτούς τους τόπους
μες στης ζωής το αρμένισμα, από Θεούς κι ανθρώπους.
Μα εσύ που είσαι έξυπνη και κόβει πάντα ο νους σου
λέξη δεν βγάζεις που έρωτας μπήκε στους ουρανούς σου,
αυτό ήτανε που σ’ έκανε και μ’ έσωσες στ’ αλήθεια
μα μη τα λέω πάλι αυτά και γίνει μια συνήθεια,
για όσα με βόηθησες καλώς. Μα θα σου πω με γνώση
πως κέρδισες, και πιο πολλά, απ’ όσα μου ‘χες δώσει.
Πάνω απ’ όλα κατοικείς στην χώρα την Ελλάδα
κι όχι σε τόπο βάρβαρο. Ανάβεις δίκιου δάδα,
με νόμους ζεις, βία μηδέν, κι οι γνώσεις σου στην πόλη
είναι γνωστές στους έλληνες, και σε γνωρίζουν όλοι.
Αλλά πως ζούσες πες το μου στα πέρατα του κόσμου,
ποιος πες μου να σε γνώριζε, μιά απάντησή σου δος μου.
και ούτε θα ήθελα χρυσό για μένανε μονάχα
ούτε ομορφότερα φωνή απ’ τον Ορφέα να ’χα
αν μοίρα είχα άγνωστη σε τούτους τους αιώνες.
Τούτα έχω μόνο να σου πω για τους δικούς μου αγώνες.
Κι όση για τους βασιλικούς γάμους, χολή είχες τόση
θα σου αποδείξω πως σοφά τα ‘κανα και με γνώση
φύσημα να έχουν τα παιδιά, κι εσύ, από φίλιο αγέρι.
Μα μη με ανάβεις! Φτάνοντας απ’ της Ιωλκού τα μέρη
με χίλια μύρια βάσανα και του καημού το νύχι
που θα εύρισκα καλύτερη και πιο μεγάλη τύχη
απ’ το να βγω σε παντρειά, με του άρχοντα την κόρη
καθώς φυσούσε προσφυγιάς άγριο ξεροβόρι.
Κι ούτε είναι αυτό το αίτιο που σε γεμίζει πόνο
-πως το κρεβάτι σου εγώ, σιχάθηκα στον χρόνο
για νύφη δεν με μούσκεψε του έρωτα ψιχάλα-
κι ούτε έχω όρεξη παιδιά να αραδιάσω κι άλλα.
Αυτά που έχω μου αρκούν, δεν βάζω άλλο μαράζι
μα ανάγκη να μην μ’ έχουνε -μονάχα αυτό με νοιάζει-
ξέρω την μοίρα του φτωχού, στης ζήσης τον αγέρα,
φίλοι τον αποστρέφονται, και τονε κάνουν πέρα
και ήθελα για τα παιδιά δίχτυ όμορφο ν’ απλώσω
καθώς το γένος το απαιτεί, ανατροφή να δώσω
και στα παιδιά που μου έκαμες να δώσω κάποιο αδέρφι
να τα κρατώ ισότιμα μες στης ζωής τα νέφη
τύχη να βρει το γένος μου, σε κύματα μεγάλα.
Άλλωστε συ έχεις παιδιά τι να τα κάμεις τ’ άλλα.
Μα έχω συμφέρον, τα παιδιά, και η καρδιά το θέλει
μ’ εκείνα που θα γεννηθούν , ίσα να ‘χουν οφέλη.
Σκέψη καλή! Θα το ‘βλεπες σίγουρα με άλλο μάτι
αν έφευγε απ’ τη σκέψη σου, τι κάνω στο κρεβάτι.
Μα οι γυναίκες βρίσκεστε στην πιο μεγάλη πλάνη
που άριστα νοιώθετε αν καλά πηγαίνει το στεφάνι
μα αν το κρεβάτι πληγωθεί, στου έρωτα την κραιπάλη
το κάθε τι λέτε στραβό, όσα κι αν έχει κάλλη.
Ίσως της τεκνοποίησης να ‘πρεπε άλλος δρόμος
και κάθε γένος θηλυκό, ν’ ακύρωνε ένας νόμος.
Τότε κακό τον άνθρωπο δεν θα ‘βρισκε κανένα
ΧΟΡΟΣ
Ιάσονα τα λόγια σου φαίνονται φτερωμένα.
Όμως νομίζω, και μην πεις πως κάτι έχω μαζί σου,
πως την κυρά την αδικεί αυτή η άρνησή σου
ΜΗΔΕΙΑ
Ναι! το γνωρίζω σε πολλά, και με πολλούς ακόμη
δεν σκέφτομαι παρόμοια, μα και αλλάζω γνώμη
γιατί νομίζω του λογά, που ‘χει κακή πορεία
του πρέπει παιδεμός σκληρός κι άγρια τιμωρία
γιατί εθισμένος στο άδικο με λόγια το σκεπάζει
και ξεθαρρεύει στο κακό. Μα ξύπνιος δεν μου μοιάζει!
Έτσι κι εσύ μπροστά μου εδώ, μην κάνεις δρομολόγια
μην παριστάνεις τον καλό, σαν μάστορας στα λόγια
γιατί ένας λόγος, θάνατου μπορεί να φέρει δέος.
Κι αχρείος αν δεν ήσουνα το ‘χες αυτό το χρέος
να μ’ έπειθες προτού διαβείς τους νυφικούς τους τόπους
κι όχι κρυφά κι απόκρυφα από δικούς ανθρώπους
ΙΑΣΟΝΑΣ
Για τον σκοπό θα βόηθαγες περίσσια εδώ χάμω
αν σου μιλούσα αληθινά γι’ αυτόν εδώ τον γάμο
μα ούτε και τώρα φαίνεται δεν θέλεις να μερέψεις
κι ούτε έχεις στόχο την καρδιά γλυκά να γαληνέψεις
ΜΗΔΕΙΑ
Όχι! Της δόξας την αχλή ο νου σου επελέκα,
στο ραντεβού σας πώς να πας με βάρβαρη γυναίκα
ΙΑΣΟΝΑΣ
Άκουσε αυτό παντοτινά! Γυναίκα δεν μου φταίει
που σε βασίλισσας γιαλό τώρα η καρδιά μου πλέει,
πάσχισα, πριν σου το ‘χα πει, για σένα, και με κέφια,
και στα παιδιά βασιλικά, να τους χαρίσω αδέρφια
να τα έχω για το σπιτικό καμάρι μου και στύλο
ΜΗΔΕΙΑ
Αλάργα τούτη η ζωή κι ούτε ποτέ θα στείλω
μήνυμα της αποδοχής που τις καρδιές μαγεύει
κι αργότερα με τυραννά, μα και τον νου σαλεύει
ΙΑΣΟΝΑΣ
Μπορείς ν’ αλλάξεις την ευχή, πιο σώφρονας να γίνεις;
Και τα χρηστά και τυχερά σαν λύπες να μη δίνεις
κι ούτε να λες για γρουσουζιά της ευτυχίας το άτι.
ΜΗΔΕΙΑ
Βρίσε! Μα κάπου ακουμπάς, σου έχει μείνει κάτι
για ρώτα με που έρημη θα φύγω απ’ τη χώρα
ΙΑΣΟΝΑΣ
Τα ‘θελες. Οι άλλοι δεν σου φταιν’ μην παίρνεις άλλο φόρα
ΜΗΔΕΙΑ
Σε άφησα μήπως, μπαίνοντας στης παντρειάς τις χάρες;
ΙΑΣΟΝΑΣ
Τον βασιλιά τον έβριζες με ανόσιες κατάρες
ΜΗΔΕΙΑ
Αλήθεια! Και το σπίτι σου εγώ το καταριέμαι
ΙΑΣΟΝΑΣ
Να σου μιλάω τέλεψα τους λόγους σου αρνιέμαι.
Βοήθεια για τα παιδιά από το βιος που ορίζω
αν θες στην εξορία σου, πες το μου να γνωρίζω
με απλοχεριά είμαι έτοιμος να δώσω, και σε φίλο
για μια καλή υποδοχή μήνυμα να του στείλω.
Θα ‘χεις μωρία αν αυτά στα τάρταρα τα χώσεις
μα θα ‘χεις κέρδη πιο πολλά αν τώρα ξεθυμώσεις
ΜΗΔΕΙΑ
Φίλων δεν θέλω γνωριμιά, δεν θα δεχτώ τα δώρα
Κράτα τα. Χάρισμα αισχρού τι αξία έχει τώρα;
ΙΑΣΟΝΑΣ
Μάρτυρες να ‘ναι οι Θεοί πως θέλω να βοηθήσω
κι εσένα μα και τα παιδιά μόνους σας μην αφήσω,
μα το καλό στα πέρατα η γνώμη σου το σπρώχνει
κι όλους τους φίλους τους καλούς η γλώσσα σου τους διώχνει,
γι’ αυτό τα πάθη θ’ αυξηθούν οι πόνοι κι η τρομάρα
ΜΗΔΕΙΑ
Φύγε λοιπόν! Τι σ’ έπιασε της νύφης η λαχτάρα
και χάνεις χρόνο! Πήγαινε γάμπριζε με καμάρι
μπορεί ν’ ακούσουν την ευχή οι Ουράνιοι με χάρη,
κι ο γάμος να ‘βγει τέτοιος δα! Στην θέα να λυγίζεις
που να μη θέλεις να τον δεις, ούτε να τον γνωρίζεις!!!
Τέλος 3ου Επεισοδίου
-------------------- ----------------------------
ΜΗΔΕΙΑ-3ο Χορικό(627-662)
ΧΟΡΟΣ
Έρωτα όταν μας λαβώνεις
με δύναμη χαρές κλειδώνεις
και ούτε μας χτυπάνε τόξα
της αρετής να βρούμε δόξα
η Κύπριδα αν με μέτρο πάει
ποια άλλη Θεά την προσπερνάει.
Ω δέσποινα μην ξετυλίξεις
οργή και πάνω μου, μου ρίξεις
μ’ ενός χρυσού τόξου σαϊτα
και τη βαριά γνωρίσω ήττα
που έχει τη μύτη της βαμένη
στην πεθυμιά και περιμένει.
Ας σε κατέχει σωφροσύνη
δώρο Θεών με καλοσύνη
κι η Κύπριδα ας μη με ανάψει
της πεθυμιάς να βγει η λάμψη
και να με κάνει παραβάτη
ζηλεύοντας άλλο κρεβάτι
και σε θυμών με βγάλει ράχες
που μαίνονται οι μεγάλες μάχες
και τελειωμό ποτέ δεν έχουν.
Μα οι μοίρες μου ας με προσέχουν
και τα ζευγάρια με ομόνοια
να ‘ναι οι κριτές μας μες στα χρόνια.
Πατρίδα μου γλυκό μου σπίτι
στης προσφυγιάς μη βγω την κοίτη
και της ζωής κάνω λαχεία
την πίκρα και την δυστυχία.
Ο θάνατος και ο χαμός μου
ας με δαμάσει μες στου κόσμου
το γκέτο, οι μέρες μου να πάψουν
κι από τους πόνους θα με κάψουν
όσοι πουλούν στην καταιγίδα
τη στέρηση για την πατρίδα.
Τους ξέρω κι όχι από άλλους
τους λόγους τούτους τους μεγάλους
φίλο και χώρα στα όνειρά σου
που να ‘βρεις για τα βάσανά σου.
Ο αχρείος όλα να τα πάθει
που για τους φίλους είναι αγκάθι
κι ούτε έχει την καρδιά του βράχο.
Ποτέ μου φίλο αυτόν δεν θα ‘χω!!!
Τέλος 3ου Χορικού
--------------------------- -----------------------------
ΜΗΔΕΙΑ(4ο Επεισόδιο στιχ.663-823)
………μπαίνει ο Αιγέας με
τους ακόλουθούς του
ΑΙΓΕΑΣ
Σε χαιρετίζω Μήδεια! Σε χαιρετώ με τάξη,
κι είναι για φίλους σαν ευχή, κι άριστη είναι πράξη
ΜΗΔΕΙΑ
Του πάνσοφου Πανδίονα, Αιγέα γεια χαρά σου,
στην χώρα αυτή πως βρίσκεσαι; Που πλέει η καρδιά σου;
ΑΙΓΕΑΣ
Στου Φοίβου τον παλιό ναό με πήγε ο λογισμός μου
ΜΗΔΕΙΑ
Και ποιες μαντείες ζήτησες στον ομφαλό του κόσμου;
ΑΙΓΕΑΣ
Τέκνα να κάνω, η μοίρα μου εκεί να με οδηγήσει
ΜΗΔΕΙΑ
Μα τους Θεούς! Είσαι άτεκνος σε τούτη σου τη ζήση;
ΑΙΓΕΑΣ
Άτεκνος είμαι! Θέλημα Θεού που θα ‘χει μένος
ΜΗΔΕΙΑ
Έχεις γυναίκα; Ή μοναχός κι ούτε είσαι παντρεμένος;
ΑΙΓΕΑΣ
Με δυναστεύουνε δεσμά του γάμου, σαν τα έπη
ΜΗΔΕΙΑ
Όμως την ατεκνία σου ο Φοίβος πως την βλέπει;
ΑΙΓΕΑΣ
Μα με κουβέντες πιο σοφές από ανθρώπων γνώμη
ΜΗΔΕΙΑ
Να δω τι λένε οι χρησμοί, και των Θεών οι νόμοι;
ΑΙΓΕΑΣ
Βεβαίως! Είθε ένα μυαλό τ’ άσχημα ν’ ανατρέπει
ΜΗΔΕΙΑ
Τι σου ‘πε; Λέγε μου λοιπόν, αν να το ακούσω πρέπει
ΑΙΓΕΑΣ
Το πόδι που κρεμά απ’ το ασκί, προτού.. να μη το λύνεις…
ΜΗΔΕΙΑ
Προτού…τι να ‘θελε να πει; προτού…ποιας άλλης δίνης;
ΑΙΓΕΑΣ
Προτού να βγω σ’ επιστροφή για την δική μου χώρα
ΜΗΔΕΙΑ
Και ποια ανάγκη σ’ έκανε εδώ να είσαι τώρα;
ΑΙΓΕΑΣ
Είναι ο Πιτθέας, Τροιζηνός άρχων σαν την Πυθία
ΜΗΔΕΙΑ
Γιος είναι λεν του Πέλοπα, και τα τιμά τα Θεία
ΑΙΓΕΑΣ
Σε αυτόνε πάω , τον χρησμό να πω, και τι μου ορίζει
ΜΗΔΕΙΑ
Ωραία, φαίνεται σοφός, και τούτα τα γνωρίζει
ΑΙΓΕΑΣ
Ο πιο ακριβός μου σύμμαχος, σαν την αιχμή της λόγχης
ΜΗΔΕΙΑ
Καλότυχος στον δρόμο σου, κι ότι ποθείς να το ‘χεις
ΑΙΓΕΑΣ
Γιατί είναι όψη σου κακή, με θαμπωμένο βλέμμα;
ΜΗΔΕΙΑ
Αχρείος βγήκε ο άντρας μου μες στης ζωής το ρέμα
ΑΙΓΕΑΣ
Τι είπες; Πες το καθαρά, τι τάχα σ’ έχει ανάψει;
ΜΗΔΕΙΑ
Χωρίς δικό μου φταίξιμο, εκείνος μ’ έχει βλάψει
ΑΙΓΕΑΣ
Τι σου ‘κανε; Μίλα σωστά, στου νου να μπει τα κέντρα
ΜΗΔΕΙΑ
Άλλη γυναίκα έβαλε στο σπίτι μας γι’ αφέντρα
ΑΙΓΕΑΣ
Μια τέτοια πράξη τόλμησε ντροπιαστική; Χαμένη;
ΜΗΔΕΙΑ
Είναι άνθρωποι αποστροφής παλιοί του αγαπημένοι
Δημοσίευση στο stixoi.info: 21-04-2012 | |