O Αθανατος Σεριαναει στους μελοντες(β) Δημιουργός: zentikes, Αλεξανδρος Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [align=center][B][I]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΥΟ
Σ΄ εκείνη την μακρυνή εποχή και μάλιστα στο ίδιο χωριό,όπου ο καναπές είχε κατασκευαστεί,έμενε κάποιος, που προσπαθώντας να κάνει μια επαναστατική πράξη ονόμασε τον μοναχογιό του με τον τίτλο ενός ποιήματος κάποιου ποιητή που πέθανε στην φυλακή.
Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι το μικρό χωριό του ήταν πια μια μικρή επαρχία του πλούσιου κοντινού Βασιλείου.
΄΄Μάχου τω Βασιλεί΄΄ ονόμασε το παιδί του,μιας κι ο ίδιος δεν είχε το σθένος να παρατήσει το όμορφο κτήμα δίπλα στο ποτάμι το ζεστό φαγητό και την στρογγυλοκάπουλη νέα γυναίκα μόνη στα υγρά σκεπάσματα.
Εϊχε την ψευδαίσθηση ότι αυτό που δεν έγινε αυτός , θα μπορούσε να γίνει ο γιός του.Λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο.Η γυναίκα του φοβήθηκε το ίδιο πράγμα,για άλλο λόγο όμως.
Δεν άφησε τον άντρα της να φύγει θα άφηνε τον γιό;
Έτσι το όνομα του έγινε σκέτο Βασιλί.
Ο μικρός Βασιλί μεγάλωσε θέριεψε προς μεγάλη ικανοποίηση της μητέρας του έγινε ένα ψηλό γεροδεμένο παλικάρι,αλλά κάθε μέρα βύθιζε στην απελπισία τον πατέρα του,γιατί ενώ έπιανε το άροτρο από μικρός ακόμη , και το έμπηγε βαθιά στην γη και όργωνε καλύτερα από όλους στο χωριό,με τα όπλα όμως δεν τα πήγενε καλά,τα άφηνε και σκούριαζαν κρυμμένα καλά στον παλιό αχυρώνα.
Όταν μεγάλωσε λίγο ακόμα τότε ήταν που βύθισε τον πατέρα του σε βαθιά απελπισία.
Τα κορίτσια του χωριού βλέπαν στην μορφή του Βασιλί έναν βαρβάτο δουλευτή άντρα και βάλθηκαν να τον ξελογιάσουν.Πότε πέρναγαν δυο-δυο από εκεί που έκοβε ξύλα ή δήθεν ζήταγαν δανεικά αυγά για το μικρό αδέρφι
ή πολλές φορές αμόλαγαν τις κότες στα σπαρτά που μόλις είχε βάλει και κάθονταν να κακάριζουν και αυτές,καθώς ο Βασιλί τις κυνήγαγε σαν τρελός στο χωράφι.
Αυτός όμως ήταν αλλού και αυτό ήταν το πρόβλημα του πατέρα του.
Έβγαινε έξω από το χωριό και προσπαθούσε να συλλάβει την ΄΄Υπαρξη΄΄,προσπαθούσε στο φτωχό από γνώση μυαλό του να χωρέσει το σύνολο της Αρμονίας της φύσης.
Ακόμη και η μητέρα του έβαλε ανθρώπους να του μιλήσουν να του πούν ότι ο προορισμός του ανθρώπου είναι τα πλούσια σε σοδιά χωράφια ,η χοντροκάπουλη γυναίκα με το ζεστό φαϊ της και τα στρογγυλοπρόσωπα παιδιά με κόκκινα μάγουλα.
Αφού μάταια όλο το χωριό είχε βαλθεί να τον γκρεμίσει στο βάραθρο της νομιμότητας της τάξης και της υποτέλειας των ηθών , ο Βασιλί σταμάτησε να πηγαίνει στην σύναξη των γερόντων ,σταμάτησε να συμμετέχει στις γιορτές του χωριού.Έφευγε το πρωί και γύριζε το βράδυ με ένα τσουβάλι γεμάτο χόρτα και βοτάνια, κάθονταν σε μια μικρή φωτιά που άναβε στην αυλή και τα ξεχώριζε αυτό για ΄΄πληγές΄΄ αυτό γιά το ΄΄στομάχι΄΄ αυτό γιά ΄΄φαγητό΄΄ αυτό για ΄΄βράσιμο΄΄.
Πέρασε καιρός και οι δυο γονείς του Βασιλί ελευθερώθηκαν από το σώμα τους.
Ζούσε μόνος τώρα.
Στο σπίτι μπαινόβγαιναν αγριοκούνελα,περιστέρια έκαναν φωλιά στα κεραμίδια και αγριόμολώχες σκέπασαν τον φράχτη.Ο Βασίλι μάζευε βότανα και άλλαζε με τους χωρικούς για λίγο ψωμί η για κανένα πούλι που πιάνανε αυτοί στις ξόβεργες .Τα πήγαινε σε ένα ξέφωτο κοντά στο δάσος. Τα άφηνε ελεύθερα και χάζευε το πρώτο διστακτικό τους πέταγμα μετά την αιχμαλωσία.
Κάπως έτσι φανταζόταν και την ψυχή του ανθρώπου, με διστακτικό πέταγμα να βγαίνει από το σώμα του να πλανάται στον αέρα, σαν τα ξερόχορτα που τα παίρνει ο δυνατός άνεμος μέχρι να βρουν πάλι ένα κατάλληλο σώμα να φωλιάσουν και να ξαναγεννηθούν. Πολλές φορές κοίταζε στα μάτια τα παιδιά και τα νεαρά ζώα προσπαθώντας να αναγνωρίσει την τρυφερή μελαγχολία που έκανε τόσο όμορφο το πρόσωπο της μητέρας του.
Φύσημα απαλό.
Και περισσή, ήταν η γλύκα στη φωνή της που έβαλε τις ιδέες αυτές στο μυαλό του
Κατάλαβε, ότι αυτά σκεφτόταν τόσο καιρό και δεν μπορούσε να τα βάλει σε τάξη, να τώρα, που έρχονται σαν γάργαρο νερό και σπρώχνουν τον μύλο της σκέψης του.......
Δημοσίευση στο stixoi.info: 08-05-2012 | |