O αθάνατος Σεριαναει στους Μέλλοντες το Τελος Δημιουργός: zentikes, Αλεξανδρος Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [align=center][B]
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ
“Εδώ ελεύθερο ραδιόφωνο”.
“Αγωνιστές της ελευθερίας, Πολίτες, μια δυσάρεστη είδηση. Ο επαναστατικός στρατός εγκαταλείπει τον τομέα Β. Μετακινηθείτε στον τομέα Α.”
Γύρισε το κουμπί του γουόκμαν.
“Κάπου σ’ αυτή τη σκατούπολη θα υπάρχει μουσική”, σκέφτηκε
Ακούστηκε ένα διαπεραστικό σφύριγμα . Έρχεται
Σαν ελατήριο τινάχτηκε κι έτρεξε καμιά τριανταριά μέτρα
“Μαλάκα, έκανες το λάθος που απέφυγες τόσες μέρες” έβρισε τον εαυτό του φωναχτά. Εννιά στους δέκα σκοτωνόντουσαν έτσι, στο άκουσμα της οβίδας έτρεχαν. Ή αυτή θα έσκαγε στην κεφάλα τους ή θα τους ‘έτρωγαν’ οι ελεύθεροι σκοπευτές, που περίμεναν αυτόν το ήχο για να οπλίσουν.
Τραντάχτηκε στο σκάσιμο της οβίδας κάπου δίπλα του. Ένας πίδακας σκόνης μπροστά του, δυο πυροβολισμοί, τον χτύπησαν μερικές πέτρες που σήκωσε στο η οβίδα στη σχάση της. Άρχισε να τρέχει ζιγκ-ζαγκ. Άλλος ένας πυροβολισμός, έδωσε ένα πήδο σε κάτι χαλάσματα. σκόνταψε κι έπεσε στην τρύπα μιας άλλης οβίδας. Τίποτε, απόλυτη ησυχία .Έβγαλε το κεφάλι σιγά σιγά έξω .Τίποτε…
“Φτηνά τη γλίτωσα πάλι”! Μέχρι το επόμενο σφύριγμα κανείς δεν θα κουνιόταν και μετά, κάποιος θα την πάταγε σαν κι αυτόν .Αλλά αυτός ήταν τυχερός, ‘τη γλίτωσε’.
Βολεύτηκε στη τρύπα .Έκανε φοβερό κρύο. Μια αιχμηρή πέτρα τον τσίμπαγε στην πλάτη. Αγκάλιασε τα πόδια του από τα γόνατα και τα έσφιξε δυνατά στο στήθος. Μια ζέστη άρχισε να απλώνεται από το σημείο που τον άγγιζε η πέτρα, κι άρχισε να φτάνει σιγά-σιγά σε κάθε σημείο του σώματός του.
Έπεφτε ομίχλη.
Τώρα θα την σκαπούλαρε για τα καλά .Ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να συμβεί. Έκλεισε τα μάτια. Αγαλλίαση. Απόλυτη ησυχία. Απόλυτη ακινησία.
Δεν μπορούσε να καταλάβει αν είχε ανοιχτά η κλειστά τα μάτια.
Ένα θαμπό φως. Τέλειο!
Θα μπορούσε να μείνει σ’ όλη του την ζωή σ’ εκείνη την, από οβίδα, σκαμμένη τρύπα στον τομέα Β.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΥΟ
Τράνταγμα δυνατό.
Ξερίζωμα.
“ΜΗ”
Κάτι τεράστιο με κρατούσε από τα πόδια και με ταρακουνούσε εδώ κι εκεί
Ανοίγω τα μάτια να δω τι είναι. Θολούρα. Κουνάω το σώμα μου δυνατά να ελευθερωθώ. Ακούω περίεργους ήχους.
Το Πράγμα με βάζει ανάσκελα και με πιέζει δυνατά στο στήθος, τόσο δυνατά που δεν αντέχω. Πώς να ΤΟ ΑΝΤΕΞΩ;
Μια αναπνοή σαν παράπονο μου ξεφεύγει μια αναπνοή που εξελίσσεται, εξελίσσεται σε λυγμό, που με την σειρά του γίνεται κλάμα, ένα κλάμα γοερό. Δεν μπορώ να το ελέγξω δεν μπορώ να το συγκρατήσω.
Κάτι χέρια αρχίζουν να με ψαχουλεύουν, στο στόμα, το μάτια, τα πλευρά, τα γεννητικά μου όργανα.
Μια φωνή!
Προσπαθώ να μιλήσω και εγώ
“Μπλουθρουμπ”
Η φωνή πάνω μου έγινε πιο καθαρή.
“Βρείτε τον πατέρα”. Πείτε του “είναι αγόρι”
ΤΕΛΟΣ
ή
ΑΡΧH
ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΝΩ ΣΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΒΟΗΘΗΣΕ ΝΑ ΔΙΟΡΘΩΘΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΚΑΙ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ ΑΝΔΡΟΣ
ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ
Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-05-2012 | |