Όπου οι ανάσες χάνονται Δημιουργός: giannis0911, X.Ι Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [font=Comic Sans Ms]Το μαύρο πέπλο έβαλε, στους δρόμους που διαβαίνει
Στα μάτια του περαστικού, με τις σκυμμένες ράχες
Εκεί μέσα στο βάθος τους, που η ζωή πεθαίνει
Και πίσω απ’ του χαμόγελου, τις ψεύτικες τις μάσκες
Όπου οι ανάσες χάνονται, παγώνουνε και σβήνουν
Εκείνος μεγαλόπρεπος, την μιά την τελευταία
Δες τε τον πως την καρτερά, όταν τα χείλη αφήνουν
Την ύστατη τους την πνοή, γιά μια βολή μοιραία
Κι άλλοτε ζει σαν ζωντανός, κρυφά το θάνατό του
Που χρόνια τον ετοίμαζε, με ψεύτικα στολίδια
Κι άλλοτε κλαίει και θρηνεί, τον νόθο εαυτό του
Τον μόνο που του έμεινε, μέσα απ’ τα αποκαΐδια
Περίλυπος λογίζεται, πώς να γενούν οι στάχτες
Τα ψέματα που στόλιζαν, το ρούχο της αλήθειας
Τα μάτια πάλι το λευκό, πού να βρεθούν οι αγάπες
Που πρόδωσε κι αρνήθηκε, για κάποια παραμύθια
Εκείνος που τον σκέπασε, με μαύρο πέπλο ο χάρος
Και ζει νεκρός κι αν ζωντανός, τυφλός μες τα σκοτάδια
Μπρος στη φωτιά που κιότεψε και έχασε το θάρρος
Η στάχτη μες τα πλούτη του, είναι η ψυχή του η άδεια
Ήρθε τον βρήκε ο χάροντας, με ανοιχτά τα μάτια
Κι ο θάνατος αγκομαχά, στο κάθε βήμα τώρα
Πίσω απ’ τα χρυσοστόλιστα, τα αργυρά παλάτια
Χαμογελά που νίκησε, πριν να ‘ρθει εκείνη η ώρα
Πόσες και πόσες οι ζωές, που του παραδοθήκαν
Μύριες που λύγισαν νωρίς, πριν να ριχτούν στη μάχη
Μαυρίζει χρόνια ο ουρανός, ψυχές που ηττηθήκαν
Σ’ αυτό τον κόσμο το μικρό, στου σύμπαντος τα βάθη…
Λες και δεν πέρασε στιγμή, από τον πρώτο φόνο
Λες και δεν ήταν αρκετοί, δεν φτάνει πια το αίμα
Αφού κι η αιδώς εξόριστη, απ’ της ζωής το θρόνο
Χάρισμα τον παρέδωσε, στου ανθρώπου κάθε ψέμα.[/font]
Δημοσίευση στο stixoi.info: 30-05-2012 | |