Το μυστικό της Ευανθίας (νουβέλα) Μέρος Δεύτε Δημιουργός: pontoporos Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info ... συνέχεια
Το χειμώνα του εξήντα στην Αθήνα ο Στέφανος παρέα με τον συμμαθητή του Μιχάλη έχουν σχολάσει από το φροντιστήριο τους και κατηφορίζουν προς τη Μενάνδρου να πάρουν το λεωφορείο για το Αιγάλεω. Σε μια γωνιά της Ζήνωνος μια κοπέλα καπνίζει στη γωνία και προκαλεί. Προσπαθεί να προσελκύσει κάποιο πελάτη. Τα παιδιά βρήκαν θέμα συζήτησης. Μιλούσαν αντρικά. Μιλούσαν για γυναίκες. Ο Μιχάλης φαινόταν πιο μπασμένος. Η κουβέντα το ‘φερε να φτάσουν στο δια ταύτα «Άμα γουστάρεις ξέρω μια καλή περίπτωση» είπε ο Μιχάλης «θα το ευχαριστηθείς και στο χαλαρό και οικονομικά». Ο Στέφανος χαμογέλασε πονηρά και είπε: «θα πάμε μαζί;» Ο Μιχάλης κούνησε καταφατικά το κεφάλι και τον χτύπησε ελαφρά στην πλάτη. Την Πέμπτη της άλλης εβδομάδας με λεφτά στην τσέπη και παρέα με το Μιχάλη έκανε ο Στέφανος την παρθενική του επίσκεψη. Η νευρικότητα του Στέφανου ήταν εμφανής Μετά το φροντιστήριο επισκέφτηκαν το σπίτι με το κόκκινο φωτάκι. Μπήκαν σε ένα σαλονάκι και χαιρέτησαν μια κυρία μεγάλης ηλικίας που έδειξε να γνωρίζει τον Μιχάλη. «Η Εύη είναι εδώ;» ρώτησε ο Μιχάλης. Πριν απαντήσει η κυρία άνοιξε μια πόρτα και εμφανίστηκε η Εύη. «Καλώς τα τα παιδιά» είπε και κάθισε στον καναπέ αφήνοντας με μαεστρία να φανούν μέσα από τη ρόμπα, ορισμένα απόκρυφά της. Ο Στέφανος όταν την είδε για μια στιγμή πάγωσε. Αυτή η γυναίκα του θύμισε την κυρία Ευανθία. Έμοιαζε καταπληκτικά μ’ αυτήν. Από το μυαλό του πέρασε η σκέψη μπας και είναι αυτή. Ταίριαζε και ηλικιακά. Αλλά πάλι είναι δυνατόν! Αναρωτήθηκε. «Ο διάολος πάει να μου την χαλάσει» είπε, πάνω που η Εύη τον πήρε από το χέρι να τον περάσει στα ενδότερα. Καλλιτέχνης η Εύη του έδιωξε με τα κόλπα της κάθε αρνητική σκέψη. Το πρώτο έφυγε σχετικά γρήγορα. Όμως η Εύη που φαίνεται να ξέρει καλά τη δουλειά της κατάλαβε και του λέει. «Στέφανε το πρώτο είναι δώρο από εμένα. Έχεις κουράγιο για ένα δεύτερο.» Ο Στέφανος χάρηκε όσο τίποτα στον κόσμο από την απροσδόκητη πρόταση. Τα κόλπα περίσσεψαν. Ο Μιχάλης άρχισε να ανησυχεί. Κουράστηκε να περιμένει. Μην ανησυχείς του είπε η μεγάλη κυρία. Μάλλον η Εύη το πάει για δίκροκο. Το συνηθίζει με τους πρωτάρηδες . Κάποτε τέλειωσε το πάρτι. Βγήκαν οι συμβαλλόμενοι. Ο Στέφανος μες τη χαρά. «Εντάξει;» του λέει ο Μιχάλης. «Απόλυτα!» ανταπάντησε ο Στέφανος. Πλήρωσαν, χαιρέτησαν και απήλθαν. Μέχρι να χωρίσουν ο Στέφανος του είπε όλα όσα έγιναν και το μόνο που δεν του είπε ήταν οι σκέψεις που έκανε στην αρχή. Το βράδυ κλωθογύριζε στο κρεβάτι του πολεμώντας να κοιμηθεί. Με τίποτα. Την άλλη μέρα ξύπνησε στα χάλια του. Του σφηνώθηκε η ιδέα να ξεκαθαρίσει την υπόθεση. Από το απόγευμα πήγε και στήθηκε να περιμένει να φανεί. Η κυρία Ευανθία πήρε το λεωφορείο για την Αθήνα όπως το είχε υπολογίσει. Την άλλη μέρα πήγε στην Αθήνα και περίμενε να την φέρει το λεωφορείο. Έτσι και έγινε. Την παρακολούθησε μέχρι που την είδε να μπαίνει στο σπίτι με το κόκκινο φωτάκι. Ήταν πλέον σίγουρος . Είναι δυνατόν ! Μονολόγησε. Και τα περί νοσοκόμας; Άραγε ο Κώστας το γνωρίζει; Η Ελένη; Κοίτα να δεις φίλε μου! Δυσκολεύεται να το χωρέσει ο νους του. Δυσκολεύεται να το χωνέψει.
Ο Στέφανος έκτοτε πήγε και αλλού. Σε μικρότερες και πιο ωραίες κοπέλες, όμως τίποτε. Μπροστά στην Εύη δεν έβαζε καμία άλλη. Πήγε και ήρθε πολλές φορές ο Στέφανος στο σπίτι με το κόκκινο φωτάκι. Κάθε φορά έλεγε μερικές κουβέντες με την μεγάλη κυρία, την κυρά Φρόσω. Είχαν γνωριστεί αρκετά. Μια μέρα και αφού έκανε τη δουλειά του, αποφάσισε να μιλήσει στην κυρά Φρόσω. Και της μίλησε. Η Φρόσω θορυβήθηκε αναστατώθηκε αλλά φάνηκε να κρατάει την ψυχραιμία της. Ο Στέφανος την καθησύχασε. «Το μόνο που θέλω να μάθω την αλήθεια» της είπε . Όταν μετά από λίγο βγήκε από τα καθήκοντα της η Εύη παραξενεύτηκε που είδε τον Στέφανο και ρώτησε τη Φρόσω αν τρέχει τίποτα. Η Φρόσω όμως της έγνεψε με νόημα καθησυχαστικό. Και αφού πήγε στη δουλειά της η Εύη γύρισε προς τον Στέφανο η Φρόσω και του είπε: «Κάνε υπομονή, θα σου τα πω όλα αρκεί να μου υποσχεθείς ότι δεν θα ανακατέψεις τα πράγματα.» Εγώ είμαι ξαδέλφη της Πολυξένης της μάνας της Ευανθίας. Τον χειμώνα του σαράντα ένα τα πράγματα ήταν πολύ ζόρικα. Ο κόσμος πέθαινε στους δρόμους της Αθήνας και τα περίχωρα. Ψάχναμε για οτιδήποτε μέσα στα σκουπίδια. Είδα ότι πεθαίνω και άφησα τον Πειραιά και ήρθα στο Αιγάλεω. Σε τέτοιες δύσκολες περιστάσεις οι συγγενείς και φίλοι συσπειρώνονται. Ορισμένοι από τους Έλληνες, συνεργάτες των Γερμανών, είχαν τον τρόπο τους. Και φαγητό και τα μέσα και τη διασκέδαση τους. Η Ευανθία γνώριζε ένα απ’ αυτούς από παλιά. Ο Κωστάκης τότε ήταν μόλις επτά μηνών και το στήθος της Ευανθίας στεγνό. Μάταια ψάχναμε για λίγο γάλα. Το μωρό θα πέθαινε, όλοι θα πεθαίναμε. Πάνω στην απόγνωση της η Ευανθία πήγε και βρήκε τον Μήτσο τον Ντάκουλα. και τον παρακάλεσε έπεσε στα πόδια του να της δώσει λίγο γάλα για το μωρό της και κάτι τις για τους μεγάλους γιατί πεθαίνουμε. Πράγματι ο Μήτσος την βοήθησε εκείνο το βράδυ. Της έδωσε δυο κονσέρβες και λίγο γάλα, αλλά της εξήγησε ότι για να ξανά πάρει τροφές και γάλα θα έπρεπε να διασκεδάζει κάθε φορά κάποιους γερμανούς φίλους του. Η Ευανθία γύρισε στο σπίτι σχεδόν αποφασισμένη να ενδώσει. Άλλωστε ήταν και αυτή τόσο καλομαθημένη που δυσκολευόταν να φανταστεί κάτι διαφορετικό και το αποφάσισε. Από τότε κάθε βράδυ έφευγε και τα ξημερώματα γύριζε με όλα τα καλά. Έφυγαν και από το Αιγάλεω και πήγανε να ζήσουν στον Πειραιά, στο δικό μου σπίτι. Όσο είχαμε τους γερμανούς και την πίνα η Ευανθία δούλευε τη νύχτα και κοιμόταν την ημέρα. Αργότερα όταν ρωτούσαν τα παιδιά που πάει η μάνα τους τη νύχτα βρήκαν το παραμύθι της νυχτερινής νοσοκόμας. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί ήρθαν οι δικοί μας. Στο σπίτι μεροκάματο δεν έμπαινε και τα στόματα πολλά. Ο Νίκος από την Αμερική είχε τα δικά του προβλήματα και τους είχε πια σχεδόν ξεχάσει. Να πάει για μεροκάματο ούτε που το σκεφτότανε. Δεν ήξερε να κάνει τίποτα. Από την άλλη είχε στρώσει και συνηθίσει σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής και προχώρησε και έστησε δική της επιχείρηση. Πήρε και εμένα να την βοηθάω. Και να ‘μαστε. Ο Στέφανος ήταν όλο αυτιά. Άκουσε με προσοχή όλη την ιστορία και το μυαλό του έτρεχε να εξηγήσει τις διάφορες απορίες που είχε από το παρελθόν. «Και καλά δεν σκεφτήκατε μήπως κανένας γνωστός;…» ρώτησε ο Στέφανος. «Αυτό το είχα αναλάβει εγώ που ήξερα όλη την αντρογειτονιά και κάνα δυο φορές που προέκυψε τέτοιο θέμα Το αντιμετωπίσαμε επιτυχώς. Εσύ ήσουνα η εξαίρεση. Όταν ξανά βγήκε η Εύη ο Στέφανος είχε φύγει. Η Φρόσω την ενημέρωσε και αυτή έμεινε για αρκετό καιρό αποσβολωμένη. Δεν είχε κουράγιο όχι για δουλειά μα ούτε και να μιλήσει. Την άλλη εβδομάδα ο Στέφανος πήρε μερικά γλυκά και πήγε στο σπίτι με το κόκκινο φωτάκι. Βρήκε την κυρά Φρόσω και την Εύη να τα λένε. Τους χαιρέτησε και κάθισε σε μια πολυθρόνα. Τα μάτια της Εύης από την αρχή έπεσαν διερευνητικά πάνω στον Στέφανο και προσπαθούσε να ερμηνεύσει τις προθέσεις του. Ο Στέφανος έσπασε τον πάγο. Σηκώθηκε και φίλησε την Εύη και ζήτησε από την κυρά Φρόσω ένα καφεδάκι. Θέλεις να πάμε μέσα; Πρότεινε η Εύη. Ο Στέφανος είπε ας πιούμε πρώτα τον καφέ και βλέπουμε. Έγινε συζήτηση και κατάλαβε η Εύη ότι δεν είναι στις προθέσεις του Στέφανου να το κάνει θέμα. Μετά τον καφέ η Εύη, παρακαλώντας τον Στέφανο, τον πέρασε στα ενδότερα. Την ώρα που έφευγε ο Στέφανος, η κυρά Φρόσω του λέει: «Στέφανε παιδί μου, στο εξής όποτε γουστάρεις θα έρχεσαι να πίνεις τον καφέ σου» Από τότε ο Στέφανος δεν ξανά πλήρωσε για να κάνει έρωτα και το κυριότερο έκανε αληθινό έρωτα. Πέρασαν τα χρόνια. Πήρε το πτυχίο του ο Στέφανος πήγε φαντάρος και διορίστηκε στην εφορία Τριπόλεως. Παντρεύτηκε. Το εξήντα εξ ήρθε στην Αθήνα και πέρασε να πιεί τον καφέ του στης Εύης. Ανέβηκε τις σκάλες και άνοιξε την πόρτα. Συνάντησε μια άγνωστη κυρία η οποία του είπε να περάσει. Ο Στέφανος ρώτησε να μάθει σχετικά και η κυρία τον πληροφόρησε ότι η Εύη εδώ και δυο χρόνια έχει σταματήσει να εργάζεται. Την άλλη μέρα, Κυριακή, πήγε στο σπίτι της κυρίας Ευανθίας για καφέ. Στο σπίτι βρήκε όλους μαζεμένους να συζητάνε για το γάμο του Κώστα. Είδε την κυρά Πολυξένη την Ελένη και τον άντρα της, τον Κώστα με την αρραβωνιαστικιά του, την Φρόσω και την Ευανθία. Όλους μέσα στη χαρά. Η ζωή ακολουθούσε τα δικά της πατήματα. Είπε ο καθένας τα νέα του, πίνοντας βερμούτ και μασουλώντας ξηρούς καρπούς. Κάποια στιγμή η κυρά Φρόσω απομόνωσε για λίγο τον Στέφανο και του είπε τα νεώτερα… Σταμάτησε η Εύη, καιρός ήταν. Δόξα τω θεώ τόσα χρόνια η Εύη είχε κάνει το κουμάντο της. Άλλωστε πια μας πήραν και τα χρόνια...
Δημοσίευση στο stixoi.info: 17-06-2012 | |