Ιούλιος 1974 (μέρος όγδοο) Δημιουργός: marakoskevasmata, Μάριος Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info
ΤΟ ΤΣΙΡΚΟ
Κάποια στιγμή, ένα τζίπ φρενάρησε μπροστά στο φυλάκιο και στη συνέχεια άρχισε να κορνάρει χωρίς σταματημό .
Είδανε τότε τον σμηνία του φυλακίου να στέκει σούζα και να αναφέρεται στην διαπασών.Θάρεπε να ήτανε κάποιος μεγαλόβαθμος στα σίγουρα.
Πράγματι ,ήτανε ένας ιπτάμενος επισμηναγός, καθώς είδανε στη συνέχεια τον σμηνία να τρέχει προς το μέρος τους σαν τρελός, καλώντας τους σε έκτακτο προσκλητήριο.
«Απαράδεκτη η κατάσταση !»,ακούστηκε απ τα χείλη εκείνου που είχε προκαλέσει αυτή την αναταραχή. Είχε καταφθάσει εκεί, για να δει με τα ίδια του τα μάτια, τους «μασκαράδες»,που από ψηλά δίνανε πρώτης τάξεως στόχο.
«Πέρασα χαμηλά από πάνω σας με τη «δασκάλα» και φαινόσασταν σαν τη μύγα μεσ το γάλα".
"Βρείτε κάποιο τρόπο να καμουφλάρετε τα μπλέ κράνη, τις άσπρες ζώνες και τα ντόκς σας, που σας έδωσαν τούτοι οι ηλίθιοι.Για τις ζωές σας πρόκειται παιδιά !»,είπε και στη συνέχεια βλαστημώντας θεούς και δαίμονες και αφού παρέλαβε τους δυό αντιαεροποριστές με εκτεταμένα εγκαύματα ,έφυγε σπινάροντας και γεμάτος νεύρα με κατεύθυνση προς το αναρρωτήριο.
Πως όμως θα καμουφλάριζαν αυτά τα καραζογκιλίκια που τους είχανε δώσει, λές και θα πηγαίνανε σε παρέλαση?Δεν υπήρχε τρόπος ,καθώς τα εγγλέζικου τύπου μπλέ κράνη δεν έφεραν δίχτυ παραλλαγής , ώστε να δεθούνε κλαδιά και να μισοκρύψουνε το χρώμα τους.
Την λύση τότε την έδωσε ο έφεδρος σμηνίας του φυλακίου , προσφέροντας τους ένα κουβά με νερό ,αλλά και το μαύρο κάμελ που έβαφε τα άρβυλα του.
«Πάρτε το κάμελ και κάντε και λίγη λάσπη, αν βρείτε φυσικά χώμα μέσα απ το συρματόπλεγμα», είπε βλαστημώντας κι εκείνος με τη σειρά του.
Ετσι κι έγινε !
Αφού εντοπίσανε με κόπο χώμα μέσα σ εκείνο τον τραχύ τόπο,άρχισαν να σκάβουνε χρησιμοποιώντας τα κράνη τους και στη συνέχεια πασαλείφτηκαν κατά το δοκούν .
Ότι άσπριζε ,το πέρασαν πρώτα μια ελαφριά στρώση με κάμελ ,ώστε να φτάσει για όλους κι από πάνω μια στρώση λάσπη. Στη συνέχεια, ξέσπασαν σ ένα νευρικό γέλιο και άρχισαν να πετάνε λάσπες ο ένας στον άλλο, πασαλείβοντας ακόμα και τα ηλιοψημένα μούτρα τους.
Είχε σχεδόν απογευματιάσει, όταν ένα βαρυφορτωμένο «τζέιμς»,σταμάτησε δίπλα στο φυλάκιο, κορνάροντας διακεκομμένα .
Όλοι τότε τρέξανε αλαφιασμένοι προς τα εκεί. Η πείνα είχε και πάλι θεριέψει , καθώς μερικές κονσέρβες που βρήκανε χτυπημένες απ τον ήλιο στην άκρη του διαδρόμου , (που προφανέστατα οι καταδρομείς , πριν αναχωρήσουνε το προηγούμενο βράδυ για Κύπρο ,τις είχανε πετάξει για ελάφρωμα του βάρους που μετέφεραν), δεν στάθηκαν ικανές να τους χορτάσουνε.
«Ελάτε μάγκες, πάρτε καραβάνες και κουτάλια» ,φώναξε κάποιος έφεδρος σμηνίας με γενειάδα που έφτανε μέχρι το στήθος του και μαλλί χίπικο. Είχε την τύχη να μην είναι έφεδρος αξιωματικός ,ώστε να υποστεί το ταπεινωτικό κούρεμα και την αποψίλωση της γενειάδας του, που έμοιαζε με παπαδίστικη.
Στη συνέχεια, με τη βοήθεια του σμηνία, κατεβάσανε μια κλειστή «χύτρα» και την ακούμπησαν στο μικρό τραπεζάκι έξω απ το φυλάκιο.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-07-2012 | |