Το μινόρε του Βούδα

Δημιουργός: zpeponi, Νικος

δύο εκδοχές

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Το μινόρε του Βούδα (Ι)

Ο λυπημένος, στεκόταν σ’ ένα μικρολίμανο,
αγνάντευε την θάλασσα και τους καημούς της,
ατένιζε το άπειρο με τα χλωμά του μάτια.

Στην περιοχή της λησμονιάς που κύκλωνε τα πάθη,
ένα δέντρο του ψιθύρισε μια ιστορία,
για μια κραυγή που ξεπήδησε από τέσσερις τοίχους.

Για μιαν αυλή δίχως ανθρώπους,
ένα ποτάμι που δάμαζε γέφυρες, ορμητικό,
που ξερίζωνε τα μυστικά όσων έζησαν.

Κάθησα κι εγώ, απομεσήμερο, σε τόπο άγονο και ξερό,
έτρεχε απ’ τα χείλη μου άφθονο χρυσαφί νερό,
ξεδιψούσε όσους αιώνια καίγονταν.

Απέναντι, διαγραφόταν η φτωχή μου λύπη,
αγέρωχη κι αστείρευτη σαν κορυφογραμμή,
εξουσίαζε κάθε μου στιγμή.

Την κοίταζα.
Θα την κομμάτιαζα,
κάποια υπέροχη μέρα…


Το μινόρε του Βούδα (ΙΙ)

Ο λυπημένος στέκοταν, σ’ ένα μικρολιμάνι,
αγνάντευε τη θάλασσα και τους πικροκαημούς της.
Ατένιζε το άπειρο με τα χλωμά του μάτια.

Στα έσχατα της λησμονιάς που κύκλωνε τα πάθη,
ένα δεντρί ψιθύρισε μια δόλια ιστορία,
για μια κραυγή που πήδησε από τεσσάρους τοίχους.

Για μιαν αυλή πού έμμελλε να ζει δίχως ανθρώπους,
ένα ποτάμι που, τραχύ, εδάμαζε γιοφύρια,
που, ορμητικό, ξερίζωνε τα μυστικά των ζώντων.

Πήγα και κάθησα κι εγώ, το απομεσημέρι,
σε τόπο άγονο, ξερό κι έτρεχε σαν χρυσάφι,
από τα χείλη μου νερό κι όλους τους ξεδιψούσε.

Απέναντι διαγράφονταν η φτωχική μου λύπη.
Αγέρωχη κι αστείρευτη, σαν κορυφογραμμή.
Την ένιωσα που έσκιζε την κάθε μου στιγμή.

Κομμάτια θα την έκανα, μια όμορφην ημέρα.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 29-08-2012