Οι διεφθαρμένοι (1ο Κεφάλαιο Μυθιστορήματος)

Δημιουργός: KARDERINIS

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

1o Kεφάλαιο Μυθιστορήματος, Εκδόσεις Ιωλκός

Είχε μπει για τα καλά το φθινόπωρο. Τα καστανοκίτρινα φύλλα έπεφταν απ’ τα κλαδιά των δέντρων στους νοτισμένους δρόμους. Τα πυκνά, μπλάβα σύννεφα βασίλευαν στο νυχτερινό μελαγχολικό ουρανό. Τα σπουργίτια ξεπαγιασμένα τιτίβιζαν σπαρακτικά πάνω στα απογυμνωμένα κλαδιά. Το γαλαζοπράσινο βρόχινο ποταμάκι, που έρεε από τα πλευρά του βουνού, διαπερνούσε με αχό την καρδιά της δακρυσμένης αριστοκρατικής πολίχνης.
Μια μαύρη αστραφτερή λιμουζίνα έστριψε τότε από τη γωνία ενός ερημικού, πευκόφυτου δρόμου και σταμάτησε μπροστά στη χρυσοποίκιλτη, καγκελωτή πύλη ενός πλέρια φωταγωγημένου, παλαιού, αρχοντικού σπιτιού. Η πύλη άνοιξε αυτόματα διάπλατα και η λιμουζίνα διέσχισε τον απέραντο κήπο που απλωνόταν σαν καταπράσινο σεντόνι. Τα τεράστια φοινικόδεντρα αργοσάλευαν με τα φτερωτά τους κλαδιά στα αγγίγματα του παγωμένου φθινοπωρινού αγέρα. Οι κισσοί ανηφόριζαν στους αψηλούς πέτρινους μαντρότοιχους. Τα διάσπαρτα λευκά και κόκκινα τριαντάφυλλα σκορπούσαν τη μοναδική τους ομορφιά.
Όταν η λιμουζίνα έφτασε στο χώρο στάθμευσης ο οδηγός της, ένας παχουλός νέος ξανθομάλλης, κατέβηκε γρήγορα και άνοιξε την πίσω δεξιά πόρτα. Από μέσα βγήκε, ενώ εκείνη τη στιγμή άρχιζε πάλι να ψιλοβρέχει, ένας μεσόκοπος άντρας με μακρουλό πρόσωπο, καστανά μαλλιά και παράστημα αγέρωχο.
Ήταν ο υπουργός Φοίβος Γουναρόπουλος. Είχε αποκτήσει αυτό το επιβλητικό αρχοντικό από έναν ξεπεσμένο εφοπλιστή πριν από δύο μόλις χρόνια και είχε δαπανήσει πολλά χρήματα για να το επισκευάσει και να του δώσει τη σημερινή του όψη. Τώρα ξανανιωμένο και ακτινοβόλο όπως ήταν, αισθανόταν ότι ανταποκρινόταν πλήρως στην υψηλή κοινωνική του θέση.
Ο Φοίβος Γουναρόπουλος ωστόσο καταγόταν από μια φτωχή, πολύτεκνη οικογένεια και τα πιότερα χρόνια της ζωής του τα είχε περάσει μες στη μιζέρια. Όταν γεννήθηκε εκείνη την ηλιόλουστη μέρα του ανθοστολισμένου Απρίλη κανένας δεν μπορούσε να μαντέψει την κατοπινή πολυτάραχη ζωή του.
Ο πατέρας του Νίκος ήταν εργάτης στα ναυπηγεία και η μητέρα του Ελένη δούλευε ως καθαρίστρια σε σπίτια πλουσίων. Ζούσαν μαζί με τις τέσσερις μεγαλύτερες αδελφές του, τη Μαρία, τη Γεωργία, την Κατερίνα και την Κωνσταντίνα σ’ ένα χαμόσπιτο στο Πέραμα.
Το Πέραμα είναι ένα παραθαλάσσιο και αμφιθεατρικό λαϊκό προάστιο του μεγαλύτερου λιμανιού της Ελλάδας, του Πειραιά και βρίσκεται στο δυτικότερο άκρο του πολεοδομικού ιστού της Αθήνας. Κατά την αρχαιότητα η περιοχή του Περάματος είχε την ονομασία Αμφιάλη. Σε μια από τις κορυφές εξάλλου του όρους Αιγάλεω που εντάσσονται στο δήμο Περάματος, θεωρείται πως βρισκόταν η θέση από την οποία ο Πέρσης αυτοκράτορας Ξέρξης παρακολούθησε το 480 π.χ. την καταστροφική γι’ αυτόν Ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Οι χωματένιοι δρόμοι της εργατούπολης σήκωναν πυκνές τούφες σκόνης όταν οι εργάτες από τα εκεί ναυπηγεία επέστρεφαν κατάκοποι στα πλινθόκτιστα φτωχικά τους σπίτια. Τα αγριόχορτα σάλευαν μαραζωμένα στις ρακένδυτες αυλές. Τα όνειρα έσβηναν όπως οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου στον κατακόκκινο ορίζοντα της δύσης.
Τις καθημερινές, που οι γονείς του μικρού Φοίβου έλειπαν από το σπίτι, από τα χαράματα μέχρι το απομεσήμερο, τον φρόντιζαν με στοργή οι αδελφές του. Τις Κυριακές, που είχαν αποτυπωθεί ανεξίτηλα στη θολή ακόμα μωρουδίστική του μνήμη, οι τυραννισμένοι από τον κάματο της ζωής γονείς του, τον έπαιρναν μαζί με τις αδελφές του και πήγαιναν περίπατο στο εκεί γραφικό λιμανάκι με τα πλοιάρια και τις ψαρόβαρκες.
Όταν πήγαινε στο δημοτικό φορούσε πάντοτε σκισμένα παπούτσια και μπαλωμένα ρούχα, αφού το πενιχρό μα τίμιο οικογενειακό εισόδημα έφτανε ίσα ίσα για να φυτοζωούν. Ο μικρός Φοίβος μολοντούτο από την πρώτη κιόλας τάξη είχε δείξει έφεση για τα γράμματα και ο πατέρας του αισθανόταν απερίγραπτη περηφάνια όταν έπαιρνε τον έλεγχό του γεμάτο με δεκάρια, μα και όταν οι δάσκαλοί του τού μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για το χαρακτήρα του.
Τα χρόνια κύλησαν γρήγορα όπως κυλούν πάντα σε αυτόν τον ψεύτικο κόσμο. Έτσι έφηβος πια ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και έδωσε εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Το όνειρο που έτρεφε από μικρός μες στην καρδιά του ήταν να γίνει δικηγόρος. Την τελευταία χρονιά είχε δοθεί με όλες τις δυνάμεις που διέθετε στην επίτευξη αυτού του στόχου. Κλεινόταν στο γκριζωπό του δωματιάκι και διάβαζε τα βράδια ακαταπόνητα κάτω από το χλωμό φως ενός σπαρματσέτου.
Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα και είχε πετύχει, η χαρά έτρεχε από τα γαλανά του μάτια όπως το γάργαρο νερό από την κρήνη.
Ο βασανισμένος εργάτης πατέρας του και η ρυτιδωμένη από τη σκληρή δουλειά καθαρίστρια μητέρα του γέμισαν τις ψυχές τους με ευτυχία και συνάμα αισθάνονταν ότι, μέσω του άξιου γιου τους, ψήλωναν κοινωνικά. Οργάνωσαν έτσι ένα μικρό γλέντι στο φτωχικό τους με καλεσμένους συγγενείς και φίλους. Τα κρέατα ψήνονταν στο μαγκάλι και με τη μυρωδιά τους τρυπούσαν τα ρουθούνια. Τα τραγούδια ξεπηδούσαν από τα μπουζούκια και τα μπαγλαμαδάκια. Οι ουρανομήκεις φωνές και τα γέλια σκορπούσαν στη φτωχογειτονιά. Ο χορός είχε για τα καλά ανάψει και τα λουλούδια, παρ’ ότι φθινόπωρο, άνθιζαν στις γλάστρες.
Μια συννεφιασμένη μέρα του Οκτώβρη, λοιπόν, ο νεαρός Φοίβος γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ξεκίνησε τη φοιτητική του διαδρομή. Ως φοιτητής υπήρξε άριστος και έλαβε το πτυχίο του στον προβλεπόμενο χρόνο, παρ’ ότι εργαζόταν παράλληλα ως σερβιτόρος σ’ ένα πολυτελές εστιατόριο στο Κολωνάκι. Το Κολωνάκι είναι η πιο αριστοκρατική συνοικία του δήμου της Αθήνας.
Τα χρόνια αυτά, όμως, ανέπτυξε και έντονο πολιτικό ενδιαφέρον. Συμμετείχε ως εκ τούτου σε μια ανεξάρτητη φοιτητική παράταξη με τον τίτλο «Αναγέννηση». Πολλοί συμφοιτητές του τον θυμούνται ακόμα σήμερα να αγορεύει στα αμφιθέατρα και να πρωτοστατεί στις διαδηλώσεις εναντίον της αντιλαϊκής πολιτικής της κυβέρνησης. Κάποτε σε μια διαδήλωση είχε χτυπηθεί βάναυσα από τις δυνάμεις καταστολής και είχε μεταφερθεί αιμόφυρτος στο νοσοκομείο. Ήταν δίχως άλλο ένας αληθινός ιδεολόγος που μπορούσε ακόμα και τη ζωή του να δώσει για να προασπίσει τα ιδανικά του.
Η αίθουσα τελετών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, που φέρει το όνομα του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας -όπως λεγόταν τότε-και θεμελιωτή του σύγχρονου ελληνικού κράτους Ιωάννη Καποδίστρια, εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό του Νοέμβρη ήταν κατάμεστη. Ο Φοίβος μαζί με τους γονείς του και τις τέσσερις αδελφές του είχαν προσέλθει από νωρίς για την ορκωμοσία του. Φορούσε ένα σκούρο καφέ κουστούμι που είχε καταφέρει να αγοράσει από τις αιματηρές του οικονομίες. Το πρόσωπό του έλαμπε σαν ολόγιομο φεγγάρι. Τα μάτια του κοίταζαν με ανυπομονησία πίσω από τα χοντρά μαύρα μυωπικά του γυαλιά. Η καρδιά του χτυπούσε ακατάπαυστα σαν άρρυθμο ρολόι. Η σημερινή μέρα, εξαιρετικός καρπός των σκληρών του κόπων, ήταν πραγματικά όλη δική του.
Ξαφνικά η οχλαγωγία που επικρατούσε μες στην αίθουσα σταμάτησε και έγινε απόλυτη σιωπή. Ο πρύτανης του πανεπιστημίου, ο αντιπρύτανης και ο πρόεδρος της σχολής, ντυμένοι με τις μαύρες μακριές σαν ράσα τηβέννους τους, μπήκαν μέσα ο ένας μετά τον άλλο, με βάση την ιεραρχική τάξη και στάθηκαν όρθιοι πίσω από ένα περίτεχνο λευκό μαρμάρινο τραπέζι που υπήρχε στην κορυφή της αίθουσας.
Ο γραμματέας της σχολής που ήδη βρισκόταν εδώ και αρκετή ώρα στη θέση του, τους προσκάλεσε κατά σειρά στο βήμα, όπου εκφώνησαν περισπούδαστους λόγους. Εν συνεχεία άρχισε να διαβάζει τον όρκο και οι πτυχιούχοι, με σηκωμένο το δεξί τους χέρι και τα τρία δάχτυλα ενωμένα στον τύπο της Αγίας Τριάδας, επαναλάμβαναν τα λόγια. Όταν τελείωσε η ορκωμοσία τούς καλούσε με βάση τη συνολική βαθμολογία που ο κάθε πτυχιούχος είχε συγκεντρώσει στα μαθήματα και παραλάμβαναν το πτυχίο τους από τον Πρύτανη Μελέτη Παλαμά- μακρινό συγγενή του κορυφαίου ποιητή της Ελλάδας και στιχουργού του ύμνου των Ολυμπιακών Αγώνων- Κωστή Παλαμά.
Το πρώτο όνομα που ακούστηκε ήταν του Φοίβου, δεδομένου ότι είχε συγκεντρώσει την υψηλότερη βαθμολογία. Σηκώθηκε από τη θέση του και βημάτισε σταθερά, ανάμεσα σε επιφωνήματα και παλαμάκια, προς τους σεβάσμιους ακαδημαϊκούς δασκάλους. Παρέλαβε το πτυχίο του, με τα φλας να αστράφτουν, έκανε τις σχετικές χειραψίες και επέστρεψε στην καρέκλα του. Η ευτυχισμένη αυτή μέρα τελείωσε με μια οικογενειακή φωτογραφία μπροστά στην πύλη με τις αρχαιοελληνικές κολόνες του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Από την πολιτική του δραστηριότητα εξάλλου είχε δημιουργήσει γνωριμίες με ορισμένα σημαντικά πρόσωπα. Ένα από αυτά ήταν ο διάσημος έγκριτος δικηγόρος, ποινικολόγος Άλκης Λορεντζάτος, ο οποίος εκτιμώντας την άρτια επιστημονική κατάρτιση του Φοίβου, αλλά και την πανθομολογούμενη εντιμότητα του τον προσέλαβε- όταν απευθύνθηκε σε αυτόν-ως ασκούμενο δικηγόρο στο γραφείο του. Και πανθομολογούμενη γιατί τον πρώτο χρόνο της φοίτησης του στο πανεπιστήμιο είχε βρει τυχαία καθώς περπατούσε στην οδό Σόλωνος μια τσάντα με ένα τεράστιο χρηματικό ποσό. Χωρίς άλλη σκέψη την είχε παραδώσει στην αστυνομία και μάλιστα δεν είχε δεχτεί να πάρει ούτε τα προβλεπόμενα από το νόμο εύρετρα.
Μετά από ένα χρόνο απόκτησε την άδεια άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος και άνοιξε, μαζί με άλλους δυο πρώην συμφοιτητές του δικηγόρους γραφείο στην οδό Ακαδημίας. Η φήμη του μέρα με τη μέρα μεγάλωνε και έτσι πέντε χρόνια μετά αυτονομήθηκε και άνοιξε αποκλειστικά δικό του γραφείο στην οδό Πανεπιστημίου. Άσκησε επί πολλά έτη το επάγγελμα του δικηγόρου με ευσυνειδησία και εξελίχθηκε σε έναν πασίγνωστο, διαπρεπή δικηγόρο.
Εντωμεταξύ μια Κυριακή ενός Ιούνη, σε ηλικία μόλις είκοσι επτά χρονών, παντρεύτηκε στον Προφήτη Ηλία στον Πειραιά την κοινωνιολόγο Όλγα Σταματιάδη, κόρη ενός δικαστικού από την Καβάλα, με την οποία διατηρούσε πολυετή ερωτικό δεσμό.
Η θαλασσοφίλητη Καβάλα είναι μια πεντάμορφη πόλη και η δεύτερη μεγαλύτερη της Μακεδονίας μετά τη Θεσσαλονίκη, με μεγαλοπρεπή αξιοθέατα, όπως το Κάστρο και οι Καμάρες, καθώς και πολυάριθμες μαγευτικές παραλίες.
Ο Φοίβος και η Όλγα, λοιπόν, είχαν γνωριστεί σε ένα φοιτητικό πάρτι και είχαν αγαπηθεί κεραυνοβόλα. Από το γάμο του απόκτησε τρία παιδιά, το Νίκο, την Ελένη και την Ειρήνη. Ο Νίκος είκοσι δύο χρονών σήμερα ακολούθησε τα δικά του αχνάρια, είχε και αυτός πάρει το πτυχίο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και τώρα υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία. Η Ελένη είκοσι ετών ήταν φοιτήτρια της Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Cambridge στην Αγγλία και η Ειρήνη δεκαοκτώ χρονών πρωτοετής φοιτήτρια της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Columbia στη Νέα Υόρκη στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Στα σαράντα του χρόνια εντάχθηκε στο πολιτικό κόμμα «Διαφάνεια». Ο Φοίβος ήταν δίχως αμφιβολία ένα εξαιρετικά φιλόδοξο άτομο. Τον επόμενο χρόνο λοιπόν μετά από πρόταση του Άλκη Λορεντζάτου, που εκείνη την περίοδο ήταν πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, προς τον πρόεδρο του κόμματος Αλέξανδρο Κομνηνό, κατήλθε υποψήφιος βουλευτής στην εκλογική περιφέρεια του Πειραιά. Παρ’ ότι έδωσε ένα δυναμικό και έντιμο, χωρίς χτυπήματα κάτω από τη μέση, αγώνα που του κόστισε ουκ ολίγα, δεν κατάφερε να εκλεγεί. Μετά από τέσσερα χρόνια που έγιναν πάλι εκλογές, το κόμμα του τις κέρδισε και ο ίδιος εκλέχθηκε αυτήν τη φορά βουλευτής. Ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κομνηνός, αξιολογώντας την εξαίρετη πολιτική, επαγγελματική και επιστημονική του πορεία, τον τοποθέτησε, αν και νεοεκλεγέντα, υφυπουργό Δικαιοσύνης. Σε αυτήν τη θέση παρέμεινε ένα χρόνο περίπου μέχρι τον ανασχηματισμό που τον αναβάθμισε σε υπουργό Δημοσίων Έργων. Δύο χρόνια μετά για εθνικούς λόγους έγιναν πρόωρες εκλογές που τις κέρδισε ξανά το κόμμα του. Στο νέο κυβερνητικό σχήμα τοποθετήθηκε υπουργός Εργασίας, θέση που διατηρούσε μέχρι σήμερα.
-Παρακαλώ κύριε υπουργέ περάστε είπε με βραχνή φωνή ο οδηγός του Λεωνίδας Βολάνης, ανοίγοντας ταυτόχρονα πάνω από το κεφάλι του μια φινετσάτη μαύρη ομπρέλα.
Βημάτισαν προς την κεντρική είσοδο όπου τους περίμενε, με την τεράστια κερασένια πόρτα μισάνοιχτη, ένας κοντοπίθαρος με διαπεραστικά μάτια Φιλιππινέζος υπηρέτης. Μόλις μπήκαν μέσα ο Υπουργός έβγαλε το μαύρο παλτό του, το παρέδωσε στον υπηρέτη και προχώρησε προς το σαλόνι. Η δεξίωση είχε ξεκινήσει εδώ και αρκετή ώρα. Ένα έκτακτο, όμως, υπηρεσιακό συμβούλιο τον είχε κρατήσει στο Υπουργείο μέχρι αργά το βράδυ.
Το απέραντο χλιδάτο σαλόνι ήταν γεμάτο κόσμο. Οι τοίχοι του ήταν διακοσμημένοι με θαυμάσιους ζωγραφικούς πίνακες. Μάλιστα ανάμεσα τους ήταν και ένας άγνωστος, ανεκτίμητης αξίας πίνακας του κορυφαίου Ολλανδού ζωγράφου Ρέμπραντ που ο κύριος υπουργός είχε αγοράσει μαζί με το σπίτι από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη.
Λέγεται ότι αυτόν τον πίνακα ο πρώην εφοπλιστής τον είχε αγοράσει στο Άμστερνταμ από έναν τραπεζικό υπάλληλο. Ο ζωγράφος είχε χαρίσει αυτό το αριστούργημα του σε έναν πρόγονο του τραπεζικού που ήταν στενός του φίλος. Έτσι ακολουθώντας την εν λόγω διαδρομή έφτασε στα χέρια του υπουργού.
Οι χρυσαφένιοι πολυέλαιοι κρέμονταν από το ταβάνι σαν τεράστια κεχριμπαρένια τσαμπιά σταφύλι. Μερικοί καλεσμένοι κουβέντιαζαν όρθιοι, κρατώντας στο χέρι το ποτό τους και οι υπόλοιποι κάθονταν στα διάσπαρτα στρογγυλά τραπέζια. Οι κυρίες φορούσαν πανάκριβες τουαλέτες, αγορασμένες από γνωστούς οίκους μόδας και οι κύριοι μεταξωτά κουστούμια, άλλοι με γραβάτα και άλλοι με παπιγιόν. Το μαρμάρινο τζάκι με την κατακόκκινη φλόγα στην πύρινη καρδιά του σκορπούσε απαράμιλλη γοητεία και θαλπωρή.
Όταν μπήκε μες στο σαλόνι ο υπουργός όσοι ήταν μπροστά στην πόρτα τον υποδέχτηκαν θερμά. Άλλοι του έσφιγγαν το χέρι, άλλοι τον αγκάλιαζαν και άλλοι τον ασπάζονταν. Τα βλέμματα τότε όλων με ένα περίεργο αυτοματισμό στράφηκαν προς εκείνο το σημείο. Ο υπουργός, εξαιτίας αυτών των επαφών με τους καλεσμένους του, έφτασε με κάποια σχετική αργοπορία στο κέντρο του σαλονιού που έμοιαζε σαν ξέφωτο στο δάσος. Αφού προηγουμένως με ένα νεύμα του όλοι σιώπησαν άρχισε να μιλάει:
«Αγαπητοί μου φίλοι θα ήθελα να σας ζητήσω συγγνώμη γι’ αυτή μου την καθυστέρηση. Η χώρα μας, όμως, αυτήν την περίοδο διέρχεται -όπως γνωρίζετε- μια βαθύτατη οικονομική κρίση και έτσι οι συσκέψεις στο υπουργείο είναι ορισμένες φορές απροσδόκητες. Θα ήθελα συγχρόνως να σας ευχαριστήσω για την παρουσία σας στην αποψινή δεξίωση»
Όταν σταμάτησε να μιλάει ξέσπασαν ζωηρά χειροκροτήματα. Κατόπιν κινήθηκε προς το κεντρικό τραπέζι, όπου όρθια τον περίμενε η γυναίκα του, η οποία τον αγκάλιασε στοργικά και τον φίλησε. Η Όλγα Σταματιάδη ήταν μια ψηλόλιγνη, ομορφοπρόσωπη γυναίκα με καστανά μάτια και μαύρα μαλλιά.
Ύστερα αφού χαιρέτισε έναν έναν τους ομοτράπεζους του κάθισε στην καρέκλα του. Στο ίδιο τραπέζι κάθονταν ο στενός του φίλος Βουλευτής Νικήτας Ωραιόπουλος με τη σύζυγό του, ο μεγαλοεκδότης και μεγαλοεργολάβος δημοσίων έργων Σταύρος Ρουχωτάς με τη σύζυγό του, ο διαζευγμένος ανώτατος δικαστικός Αριστοτέλης Δεληβοριάς, ο τραπεζίτης Σόλων Παναγάκος με τη σύζυγό του και ο εργένης βιομήχανος Μίλτος Δημάκης.
-Πώς πάνε τα πράγματα Φοίβο; ρώτησε ο Αριστοτέλης Δεληβοριάς.
-Η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη αποκρίθηκε ο υπουργός. Η χώρα βρίσκεται προ των πυλών της χρεοκοπίας. Οι διαφορές των επιτοκίων με τα οποία δανείζεται η Ελλάδα σε σχέση με τα επιτόκια που δανείζεται η ισχυρότερη οικονομικά χώρα της ευρωζώνης, η Γερμανία, δηλαδή τα αποκαλούμενα spreads, έχουν κυριολεκτικά εκτοξευθεί στα ύψη στις αγορές των ομολόγων. Αυτήν τη στιγμή η Γερμανία δανείζεται στα δεκαετή ομόλογα ειδικότερα με επιτόκιο κοντά στο 3% και η Ελλάδα αν τολμούσε να βγει στις αγορές θα δανειζόταν με επιτόκιο κοντά στο 13%, δηλαδή το spread των ελληνικών δεκαετών ομολόγων βρίσκεται στο 10% ή στις 1000 μονάδες βάσης. Οι στρόφιγγες του δανεισμού συνεπώς με αυτά τα απαγορευτικά επιτόκια έχουν κλείσει οριστικά για τη χώρα μας. Αν δεν υπάρξει λοιπόν ένα γενναίο δανειακό πακέτο από τους Ευρωπαίους εταίρους μας, τότε η χώρα δε θα μπορέσει να εξοφλήσει τις δανειακές της υποχρεώσεις και θα οδηγηθεί άμεσα σε στάση πληρωμών. Η κυβέρνηση πασχίζει με όλες τις δυνάμεις της να αποφευχθεί αυτό το τραγικό ενδεχόμενο και να διασωθεί ως εκ τούτου το τρικυμισμένο μας καράβι από τον επερχόμενο πνιγμό. Για αυτό άλλωστε ο Πρωθυπουργός φεύγει μεθαύριο για ένα πολυήμερο ταξίδι στην Ευρώπη, όπου θα έχει κρίσιμες συναντήσεις με τους άλλους Ευρωπαίους ηγέτες. Ας αναμένουμε, λοιπόν, τις εξελίξεις.
-Ακριβώς έτσι είναι όπως τα λέει ο Φοίβος, είπε παίρνοντας το λόγο ο μεγαλοεκδότης και μεγαλοεργολάβος δημοσίων έργων Σταύρος Ρουχωτάς. Η στάση πληρωμών και η συνακόλουθη έξοδος από το ευρώ θα είναι δίχως αμφιβολία καταστροφική για την ελληνική οικονομία!
-Και εγώ συμφωνώ απόλυτα με το Φοίβο είπε εν συνεχεία ο βιομήχανος Μίλτος Δημάκης. Η χρεοκοπία θα έχει ολέθριες επιπτώσεις. Η εγχώρια παραγωγή θα συρρικνωθεί δραματικά. Η εσωτερική ζήτηση θα αμβλυνθεί σε απίστευτο βαθμό. Ο πληθωρισμός θα καλπάσει σαν κατάμαυρο αγριεμένο άτι. Το χρηματιστήριο θα καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος. Τα εργοστάσια μας θα κινδυνέψουν να κλείσουν.
-Και μην το ξεχνάτε οι τράπεζες σε αυτό το ενδεχόμενο θα καταρρεύσουν με τον πλέον βαρύγδουπο τρόπο, πρόσθεσε εμφατικά ο τραπεζίτης Σόλων Παναγάκος, ανάβοντας ταυτόχρονα το κουβανέζικό του πούρο. Κι αυτό θα είναι τραγικό. Όχι, όχι κάτι τέτοιο δεν πρέπει να συμβεί σε καμία περίπτωση!
Η ορχήστρα που είχε σταματήσει να παίζει απαλή μουσική με την είσοδο του υπουργού, ξεκίνησε τώρα το κυρίως μουσικό της πρόγραμμα με ένα βαλς, τερματίζοντας απότομα τη συζήτηση. Ο υπουργός με τη σύζυγό του σηκώθηκαν τότε και χόρεψαν, ανοίγοντας το χορό. Οι αριστοτεχνικές τους φιγούρες πραγματικά εντυπωσίασαν τους πάντες. Η σύζυγός του άλλωστε όταν ήταν κοριτσάκι ήθελε να γίνει χορεύτρια και ο πατέρας της για να της κάνει το χατίρι την είχε γράψει σε μια σχολή χορού, στην οποία φοίτησε για δύο χρόνια. Αλλά και ο υπουργός επειδή λάτρευε το συγκεκριμένο χορό τον είχε καλλιεργήσει επισταμένα.
Η βραδιά κύλησε υπέροχα. Και στις τρεις τα μεσάνυχτα τα φώτα έσβησαν. Οι καλεσμένοι, αφού πρώτα χαιρέτησαν ένας ένας τον υπουργό και τη σύζυγό του αποχώρησαν. Η σιωπή σκέπασε τώρα με το διάφανο σκοτεινό της πέπλο το αρχοντικό.
[align=center][/align][align=center]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 30-08-2012