μύδια σε σκουριασμένο δίσκο

Δημιουργός: anuya, Diogenees

πρώτη φορά χρησιμοποιώ αυτό το μέτρο, αυτό βγαίνει απο τον σιγανό ρυθμό που σάν απο όνειρο μου κόλλησε κ σιγοτραγουδώ το ποίημα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[align=center][B][font=Palatino Linotype][color=navy]να ζωντανέψει η μνήμη τώρα : σωστά για να εκμυστηρευθώ
στων άγριων βράχων τον ορμίσκο : το ωραίο το θαυματουργικό
δέκα χρονών δέν πρέπει να ήμουν : εσύ ούτε στα σαρανταεφτά
ο ορμίσκος πώς τότε έκλεισε απ’ τον : κόσμο τους δύομας χωριστά
για λίγο με άφησες μονάχο : στη ρίζα του ψηλού γκρεμού
περιεργαζόμουν τα θαυμάσια : των βράχων του αρμυρού νερού
ώσπου ήρθες φέρνοντας και μύδια : που απο τα βράχια απέσπασες
πόσο αγαπούσες τώρα ξέρω : της θάλασσας τις νοστιμιές
είπες ας φάμε και όσα μείνουν : στο σπίτι τα πηγαίνουμε
να φάμε πώς; ωμά ειναι αφού και : κλειστά και δέν ανοίγουνε
και ωμά καλά και νόστιμα είναι : λίγο όμως άς τα ψήσουμε
πώς να τα ψήσουμε ούτε σκεύος : ούτε φωτιά δέν έχουμε
τότε έναν σιδερένιο δίσκο : σκουριάρικο έπιασες παλιό
καπάκι απο βαρέλι που είχαν : πετάξει απο πολύ καιρό
το σκουριασμένο εκείνο σάτσι : πάνω σε πέτρες έστησες
κι απ’ τον γκρεμό πεσμένα πεύκων : ξερά κλαδάκια μου έδειξες
κάτω απ’ το σάτσι βάζεις ξύλα : στην αυτοσχέδια πυροστιά
κι έχει ξερές πευκοβελόνες : κάμποσες για προσάναμμα
ύστερα απο δεκάδες χρόνια : διάβασα αυτήν την παροιμία
απο το πώς φωτιά ανάβει όλη : του ανθρώπου φαίνεται η αξία
το αρχέγονο ρητό όταν βρήκα : δέν ήσουν πιά για να σ’το πώ
ωραία τότε έκαψε η φωτιάμας : το σάτσι πύρωσε καυτό
πάνω στο οποίο κλειστά τα μύδια : γρήγορα ανοίξανε πολύ
όταν ανοίγουν έτοιμα είναι : σημαίνει οτι έχουνε ψηθεί
φάε πίνε το ζουμίτους όλο : εκεί ειν’ η ουσία κι η νοστιμιά
ακόμη και χωρίς λεμόνι : με το ζουμί είναι υπέροχα
συμφώνησα και είπα δέν είναι : τηγανισμένα πιό καλά
ήρθε στο υποσυνείδητόμου : των κόμικ η όμορφη ψευτιά
πώς ο ταρζάν σε ένα μισάωρο : γύριζε φέρνοντας τροφή
θήραμα και καρπούς του δάσους : για όλους τους φίλουςτου επαρκή
ο μύθος έχει κάποια αλήθεια : και να ψαρεύω με έμαθες
γνωρίζω πώς τσιμπάν τα ψάρια : στις δολωμένες μπετονιές
μιά φορά μόνο είχα μαζίσου : στη φύση απο τη φύση φαΐ
μαζεύω αμύγδαλα απ’ το δέντρο : τώρα δέν είσαι εσύ μαζί[/align][/B]


(ώς 2012-08-26)
σάτσι, απο το τουρκικό saç =φύλλο / λεπτή πλάκα σιδήρου ή άλλου μετάλλου, λέξη που μέχρι πρό τινος όλοι γνώριζαν στη βόρεια Ελλάδα.
επίτηδες ιδιωματικά "μπετονιές" αντί πετονιές.
σημειωτέον οτι τα μύδια με το κέλυφος καθώς ψήνονται δέν έχουν στο εσωτερικότους καμία επαφή με το σάτσι, έτσι δέν πειράζει κι αν είναι σκουριασμένο.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 03-09-2012