Μια πραγματική ιστορία Δημιουργός: genikos, Σίσυφος Γενικός μια πραγματική ιστορία, όπως την έζησε και την κατέγραψε ένας φίλος μου Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [color=black][font=MS Reference Sans Serif][I]
«Η ιστορία την οποία πρόκειται να σας αφηγηθώ είναι πραγματική. Συνέβη σε εμένα απόψε (1 Σεπτεμβρίου 2012) στη Λισσαβώνα κατά την επιστροφή μου προς το σπίτι. Πιστεύω πως είναι μια πραγματικά ενδιαφέρουσα ιστορία, οπότε και σας παρακαλώ να τη διαβάσετε. Τα πράγματα συνέβησαν κάπως έτσι:
Ενώ βρίσκομαι στο σταθμό του μετρό και πηγαίνω να ακυρώσω το εισιτήριό μου, ένας αξιοπρεπής κύριος -γύρω στα 45- με πλησιάζει και με ρωτά κάτι στα Πορτογαλικά. Του λέω ότι δεν κατάλαβα, οπότε κι επαναλαμβάνει, σε άπταιστα Αγγλικά αυτή τη φορά. Με ρωτά εάν προτίθεμαι να του επιτρέψω να μπει στο μετρό μαζί μου, χρησιμοποιώντας το εισιτήριό μου. Του απαντώ ότι είμαι σύμφωνος. Με τα μάτια του καρφωμένα στον σεκιουριτά και με αγωνία μήπως γίνει αντιληπτός από αυτόν, με ακολουθεί. Καθώς κατευθυνόμαστε προς την είσοδο της αποβάθρας κι ενώ του έχω εξηγήσει ότι δε θέλω να μου απολογηθεί, τον παρατηρώ να νιώθει την ανάγκη να μου αναφέρει το λόγο για τον οποίο μου ζήτησε να τον βοηθήσω.
Με κομπιασμένη φωνή μου λέει,
- "Μετά την ξέσπασμα της κρίσης πολλοί άνθρωποι στην Πορτογαλία δεν έχουμε χρήματα ούτε καν για να καλύψουμε τα βασικά μας έξοδα. Επομένως δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε στην τιμή του εισιτηρίου. Δεν είμαστε σε τόσο άσχημη κατάσταση όπως οι Έλληνες, αλλά..."
Τον διακόπτω, του χτυπώ συγκαταβατικά τον ώμο και του λέω:
- "Είμαι Έλληνας..."
Το πρόσωπό του αλλάζει. Σα να τον χτύπησε ρεύμα. Δεν το περίμενε. Αλλά μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου η έκπληξη από το απρόσμενο παραχωρεί τη θέση της στον σεβασμό προς τον Έλληνα, απλώνει το χέρι του και σφίγγει το δικό μου. Απέναντί μου δεν έχω πλέον έναν ξαφνιασμένο άνθρωπο. Έχω έναν άνθρωπο του οποίου η έκφραση δηλώνει τη βεβαιότητα πως απευθύνεται σε κάποιον ο οποίος θα καταλάβει πολύ καλά αυτά που πρόκειται να του αναφέρει στη συνέχεια.
Λέει:
- "Είμαι τεχνικός και δουλεύω ως ελεύθερος επαγγελματίας. Επισκευάζω τηλεοράσεις, πλυντήρια, κλπ. Δεν έχω παραλάβει τίποτα για να επισκευάσω τους τελευταίους 5 μήνες. Παράλληλα πουλώ πράγματα σε υπαίθριες αγορές ως πηγή επιπλέον εισοδήματος, ωστόσο δεν έχω καταφέρει να πουλήσω τίποτα εδώ και αρκετούς μήνες."
Τον ρωτώ αν έχει οικογένεια και μου λέει ότι ευτυχώς όχι, αλλιώς τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα. Τον ρωτώ σε ποιες υπαίθριες αγορές πηγαίνει συνήθως. Αναφέρει ορισμένες και συνεχίζει λέγοντας ότι:
- "συνήθως έχω την (επαγγελματική) κάρτα μου μαζί μου".
Ψάχνει στις τσέπες του -προκειμένου να μου δώσει μια- αλλά η προσπάθεια του αποδεικνύεται άκαρπη.
Βρισκόμαστε ήδη μέσα στο βαγόνι του μετρό και η συζήτηση συνεχίζει γύρω από το ίδιο θέμα. Το θέμα της κρίσης...
Τα μάτια του τη μια στιγμή είναι απλωμένα στο βάθος του βαγονιού και την άλλη προσηλωμένα σ' εμένα. Νομίζω ότι θα ήταν άδικο να προσπαθήσω να περιγράψω με λέξεις τη ματιά του, καθώς φοβάμαι ότι δε θα καταφέρω να τη μεταφέρω πλήρως. Το μόνο που θα πω είναι ότι για κάποιο λόγο καθ' όλη τη διάρκεια της συζήτησής μας, ντρεπόμουν να τον κοιτάξω στα μάτια αυτόν τον άνθρωπο των 45 χρόνων που μου μιλούσε για τα προβλήματά του...
Σε κάποιο σημείο μου λέει:
- "Αυτή η κατάσταση δεν πρόκειται να τελειώσει σύντομα· θα κρατήσει καιρό. Μπορείς να το καταλάβεις από το πόσα ανταλλακτήρια χρυσού έχουν ανοίξει μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Είναι τόσο πολλά, βρίσκονται παντού. Ακόμα και στο μικρότερο Πορτογαλικό χωριό μπορείς να βρεις τουλάχιστον δύο από δαύτα. Στο παρελθόν ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση το να πουλήσεις χρυσό. Αλλά τώρα... τώρα είναι πολύ εύκολο. Δεν χρειάζονται ούτε άδειες ούτε τίποτα. Απλά πας με την ταυτότητά σου και είσαι εντάξει. Έχω ασχοληθεί λίγο με τα οικονομικά οπότε ξέρω ότι αυτό συμβαίνει επειδή σε περιόδους κρίσης η αξία του χρυσού ανεβαίνει..."
Του εξηγώ ότι:
- "Είμαι οικονομολόγος. Δε χρειάζεται να μου εξηγήσετε"
και συνεχίζω λέγοντας του ότι:
- "Αυτό το φαινόμενο του μαζικού ανοίγματος ανταλλακτηρίων χρυσού είναι ευρύτατο στην Ελλάδα. Αυτά τα καθάρματα λειτουργούν όπως οι μαυραγορίτες κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής της Ελλάδας κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε και έπαιρναν σπίτια, χωράφια ή οτιδήποτε άλλο πολύτιμο από απεγνωσμένους ανθρώπους με αντάλλαγμα λίγο ψωμί ή έναν τενεκέ λάδι."
Όχι πολύ ώρα μετά την είσοδό μας στο βαγόνι, φτάνουμε στην στάση στην οποία πρέπει να κατέβει. Τον ρωτώ αν θέλει να τον ακολουθήσω για να του ανοίξω την πόρτα της εξόδου του μετρό με το (ηλεκτρονικό) εισιτήριό μου αλλά μου δείχνει ότι έχει να αλλάξει άλλες 2 γραμμές με τον τελικό του προορισμό στο τέρμα της μιας από αυτές. Σκέφτομαι ότι τουλάχιστον στην περιοχή όπου ζει (ούτε καν αστική ζώνη Λισσαβώνας δε θεωρείται), ελπίζω ότι δεν θα είναι τόσο ακριβή η ζωή όσο αν έμενε στο κέντρο της πόλης. Του εύχομαι καλή τύχη και τον χάνω καθώς το βαγόνι αναχωρεί.
Αυτό θα ήταν, κανονικά, το τέλος της ιστορίας. Αλλά...
20 λεπτά μετά την άφιξή μου στο σπίτι, ο συγκάτοικός μου βάζει πλυντήριο και 5 λεπτά αργότερα το πλυντήριο παύει να λειτουργεί. Δε στενοχωρήθηκα ούτε για το χαλασμένο πλυντήριο (άλλωστε ο σπιτονοικοκύρης θα καλύψει τα έξοδα), ούτε για το πλημμυρισμένο δωμάτιο και τις ζημιές. Έσκασα που ο φτωχός αυτός άνθρωπος στο μετρό, δεν κατάφερε να βρει και να μου δώσει την κάρτα του...».
[/I]
Κυριάκος Στεφανόπουλος
Δημοσίευση στο stixoi.info: 08-09-2012 | |