Οδύσσεια 9 (αλκίνου απόλογοι. Κυκλώπεια) Δημιουργός: Μπάμπης Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info εκεί λοιπόν ανάμεσα ροκφόρ που λεν και μήλου
άρχισε η εξομολόγηση ενός ανθρώπου-θρύλου
-Αλκίνοε ,με τάισες ,με πότισες με θέρμη,
καλά περνάμε ,τι το θες τη ζήση μου την έρμη
να σας την πω σκαλίζοντας όλα τα παρελθόντα,
δε βάζουμε καλύτερα να δούμε καμμιά τσόντα?
-τις έχουμε δει όλες
-καλά λοιπόν ,χαλάλι σου,θα σας αποκαλύψω
ποιός είμαι ,πούθε έρχομαι,τίποτα δε θα κρύψω
Ο Οδυσσέας είμαι γω ο Ρήγας ο Ιθακήσιος
που με κυνήγησε σκληρά ο θεός ο πελαγίσιος
Όταν στην Τροία έπαψε το αίμα να κυλάει
και πριν ακόμα ο καιρός αρχίσει να χαλάει
στην Ίσμαρο εβγήκαμε με δυνατό καράβι,
πανιά να τα λερώσουμε δεν είχαμε προλάβει,
οι Κίκκονες ζούσαν εκεί,ήσυχα,αγαπημένα.
σφάξαμε,βιάσαμε,τα συνηθισμένα..
μα κάτι ήταν αλλιώτικο, κάτι είχε αλλάξει
κάτι απροσδιόριστο μας είχε συνταράξει
θες ήτανε η κούραση ,η χαλασμένη υγεία
θες η δυσκοιλιότητα απ'την ξηροφαγία
θες ήταν φρέσκο το χώμα,
βροχή είχε πέσει, τα φύλλα ξερά..
-..όπως τα ψυχομουνικά που πιάνουν την κυρά..
Η Αρήτη τονε κοίταξε με νόημα να σκάσει
τα ηλίθια αστεία του τους είχαν ξεπαγιάσει
-..ακριβώς ,λες κι είχαμε κι εμείς ωορρηξία
ο πόλεμος δεν είχε πια για μας καμμιά αξία
ο νόστος μας κυρίεψε ,η θαλπωρή της κλίνης,
μα όταν ξανοιχτήκαμε μας έπιασε η μήνις
σύννεφα μαυροσύννεφα ,διψήφια μποφόρια
μας βρήκαν στον κάβο Μαλιά ,μπάσαν νερά τα στόρια
και καρυδοτσουφλίστηκε μερόνυχτα η αρμάδα
μέχρι που όλων τα μυαλά γινήκαν στραπατσάδα
Έτσι ,όταν είδαμε ξηρά ,άγνωστη που ήταν σ'ολους
δέσαμε ,κατεβήκαμε,όλοι τους παίζαν βόλους
ναι,τα γνωστά πεντόβολα και έκαναν τραμπάλα,
όλοι τους σας ορκίζομαι ήταν παιδιά μεγάλα
ζούσαν ζωούλα ξέγνοιαστη ,σωστό ήταν πανηγύρι,
Ντίσνευλαντ κάθε γειτονιά,στο χέρι ψωμοτύρι,
μήλα ,κρυφτό,κυνηγητό μέχρι να σκοτεινιάσει,
κάθε πρωί το σχολικό ξεχνούσε να περάσει
και όλοι ρε φίλε γέλαγαν στ'αλήθεια ,απ'την καρδιά τους,
λάμπαν τα μάτια ,ζήλεψα την αθωότητα τους
Εγώ,ο πολυμήχανος,ρώτησα ένα μπάρμπα.
μου λέει ,τρώμε το Λωτό ,παντού υπάρχει τσάμπα
παρήγγειλα ένα με διπλή ,είχε πολύ κρεμμύδι,
δεν έφαγα, μα μερικοί είχαν δοκιμάσει ήδη,
ευθύς ξεχάσαν γκόμενα ,πατρίδα και θρησκεία
πιάσαν με ξύλινα σπαθιά να παίζουν ξιφασκία
ευτυχισμένοι ήτανε,μα είχαμε ένα στόχο
να φτάσουμε στο σπίτι μας γι'αυτό βαρύ δεν το'χω,
διέταξα τους έδεσαν τους έριξαν στα αμπάρια
μέχρι που να συνέλθουνε μας πρήξαν τα
τελοσπάντων
αφού σαλπάραμε ξανά με βάρκα την ελπίδα
στον παπαφίγγο ανέβηκα κι έξυνα την κασίδα
ώσπου άγαλμα είδα που'μοιαζε με της Ελευθερίας
μα στάσου, αυτά που κρέμονται δεν είναι μιας κυρίας...
ελευθερία-τραβεστί μπροστά με οστά και σάρκα,
θα φτάσαμε Αμερική με τα μεγάλα πάρκα,
μα στάσου ,αυτό ειν'αδύνατον,θεέ μου τι έχω πάθει
να αποφύγω ήθελα τα ιστορικά τα λάθη
αδέρφια,λέω, Κύκλωπες τεράστιοι και μπρούτοι
να τους φερθούμε ευγενικά μη γίνουνε μπαρούτι.
Οι σύντροφοι αιτήθηκαν μακριά να την αράξουν
πάνω στην άμμο την ψιλή την κακαβιά να φτιάξουν
σε νήσο παρακείμενη παρέμειναν κρυμμένοι
μαζί μου ήρθαν δώδεκα, μάλλον οι πιο βλαμμένοι.
Οι δώδεκα κουβάλαγαν πεσκέσια και καλούδια,
εγώ είδα τσαλαπατιές στα λιανοχορταρούδια,
τα ίχνη ακολουθήσαμε ως τη σπηλιά του γίγα,
μέσα βρωμούσε σα μαντρί και σύννεφο η μύγα,
γάλατα υπήρχανε παντού σε πήλινα πιθάρια
εκτός ψυγείου φυσικά και φέτα με σκαθάρια
τυρόγαλα ,βουτύρατα ληγμένα απ'το Μάρτη
στον Ευαγγελάτο όλα τα βίντεο θα δείτε την Τετάρτη
Ο Κύκλωψ είναι αδίστακτος,θέλει καταγγελία
κι ας έχει με το Σύστημα πολύ βαθιά φιλία.
Πάνω που ονειρευόμασταν το Σύστημα πως πέφτει,
την κοινωνία παράδεισο κι όχι ονείρων κλέφτη,
ακούσαμε τα βήματα τα βαριοβήματά του
-κρέας θνητού μυρίζομαι
-γειά σου χαρά σου αφέντη
-μμμ βλέπω είσαστε μπόλικοι έχει να γίνει γλέντι
κι έκανε έτσι κι έπιασε δυό και τους καταπίνει
μετά μ'ενα τηλεκοντρόλ την είσοδο την κλείνει
-πουλάκια ξυπνοπούλια μου πιαστήκατε στη φάκα
μόμολα ,όλα μέχρι χτες παιδάκια του μπαμπάκα
φαντάροι πήγατε ορέ?
-ακούστε κύριε Κύκλωπα ,που από ψηλά κοιτάτε
ήρωες είμαστε εμείς ,δεν πρέπει να μας φάτε
-τσούρμο μάλλον μου φαίνεστε που μπήκε για να κλέψει
μα τώρα βγάλτε το σκασμό γιατί αρχίζει η πέψη
ʼρχισε η πέψη, άρχισε και το ροχαλητό του,
καθένας μας αγκάλιασε σφιχτά τον κολλητό του.
Τ'άλλο πρωί που έφυγε, έσπασα το κεφάλι,
η ευγένεια δεν ωφέλησε ,μορφή θ'αλλάξει η πάλη
μα πως? και ξαφνικά αναφωνώ μπαμμπάτσα!
αμέσως ξεγυμνώσανε οι υπόλοιποι τα μπράτσα
κι αρχίσανε να πελεκάν το μυτερό παλούκι
Το απόγευμα που γύρισε κάνανε τους κορέους,
μόνο εγώ πλησίασα σαν αδελφή του ελέους,
παγούρι του δωσα να πιεί που'χα με μαύρο κράσο
να ταβλιαστεί ανάσκελα και να τονε χαλάσω
η μαυροδάφνη τ'άρεσε ,ρώτησε τ'όνομα μου
εγώ νικνέιμ του δωσα,έκρυψα τη γενιά μου
Ούτις αυτοσυστήθηκα για ευνοήτους λόγους
Κανένας μεταφράζεται από τους φιλολόγους
παλιό το κόλπο,έπιασε,το σχέδιο ευοδώθη
τον καμακώσαμε γερά κι ο Μόμπυ Ντικ τυφλώθη
ωχ,αρχίζω να παραληρώ ,φέρτε μου ένα νεράκι
με τον καιρό τα μπέρδεψα ,δεν έχω και σκονάκι
-ορίστε
-ευχαριστώ
λοιπόν τι λέγαμε ,ναι,
με καναδυό κομπίνες μου μην τα πολυλογούμε
απ'τη σπηλιά αλώβητοι κατάφερα να βγούμε,
όχι οι φαγωμένοι,οι άλλοι..
κι αφού όλα πήγανε καλά και Λούης είχα γίνει
έβγαλα άγρια χαρά που βγάζουνε τα κτήνη ,
του 'κανα κωλοδάχτυλο, του είπα πες αλεύρι,
ο Οδυσσέας, του φώναξα, ο γάτος σε γυρεύει..
Αμυαλοσύνη έδειξα σα να ήμουνα νεούδι
που έβγαλε στα μάγουλα το πρώτο του το χνούδι
και την οργή προκάλεσα του άρχοντα των κυμάτων
που΄θελε να με δει παστό στης θάλασσας τον πάτο
Οι υπόλοιποι καθίσανε στους πάγκους τους επάνω
και τα κουπιά χτυπούσανε κλαίγοντας τους χαμένους
τέλος ι' ραψωδίας Δημοσίευση στο stixoi.info: 20-12-2005 | |