Εξάραχνο των επτά Το Απαγορευμενο Αινιγμα! Η

Δημιουργός: ferelpis, αρτέμης αξαρλής

Για όλους με τη φιλική μου καλησπέρα.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Κεφάλαιο 5
Ευνοϊκή προστασία.

Οι επόμενες ημέρες για τον Άλεξ κύλησαν δίχως απρόοπτα, άσχημα όνειρα και, ασυνήθιστες περιπέτειες σε μια ουτοπική, σχεδόν παραδεισένια γαλήνη.
Εξαίρεση αποτελούσε η Νάντια απ’ όπου, «είχαν συμπληρωθεί ήδη δυο εικοσιτετράωρα που δε του τηλεφώνησε» επικρατούσε, μια παρατεταμένη, σιωπή.
Η παρορμητική της μικρόεγωιστική στάση ήταν σίγουρος δε θα κρατούσε για πολύ άλλωστε, ούτε ο ίδιος είχε χρόνο για χάσιμο. Κατεπειγόντως χρειαζόταν, να συλλέξει επί πλέον πληροφορίες που, θα μπορούσαν, να διαλευκάνουν τα συνταρακτικά γεγονότα.
Σκέφτηκε το… CNN του χωριού έτσι, φώναζαν κοροϊδευτικά το Μπάμπη, το γερομαγκούφη ζυθοεστιάτορα .
Στα πάμπολλα παρατσούκλια που του είχαν προσκολλήσει αναφέρονταν ακόμη και σαν … μυρμηγκοφάγος γιατί, εκτός από τη τέχνη του στο καλό ψήσιμο είχε και ατέλειωτα …κουσούρια μεγαλύτερο, εκείνο της περιέργειας.
…Είχε αρρώστια, να χώνει τη …μουσούδα του παντού έτσι ώστε, να γνωρίζει για όλους, και για όλα!
Ανέκαθεν το ψητοκαφέταβερνείο ήταν κάτι μεταξύ ληξιαρχείου και, κέντρου τύπου!
«Από την άλλη, ήταν διαβόητος τσιγκούνης και παραδόπιστος φραγκοφονιάς.
Με την έλευση του ευρώ, ζήταγε να πληρωθεί μέχρι και το τελευταίο σεντ όσο για ρέστα… συνήθιζε, να τα ξεχνάει».
Όλοι στο χωριό αναρωτιόταν, «ο Σκωτσέζος παιδιά, σκυλιά δεν έχει» τι θα τα κάνει?
Μα, με του στραβού το δίκιο για εκείνους, ήταν και άκρως …απαραίτητος!
Όποιος πέρναγε οικονομικές δυσκολίες , «από τη πίσω πόρτα» το Μπάμπη επισκέπτονταν για… δανεικά.
«Μ’ αυτά και μ’ εκείνα ο γεροτσιφούτης είχε κάνει τρανταχτή περιουσία».
Τις τελευταίες εκείνες μέρες, αβάσταχτη τον έτρωγε περιέργεια για τους επισκέπτες του Άλεξ.
Εκτός από το συντοπίτη του Μάικ που τον γνώριζε, έκανε τα αδύνατα δυνατά, να πληροφορηθεί τι συμβαίνει με τους άλλους και , παρ’ όλο που χρησιμοποίησε …θεμιτά και αθέμιτα τερτίπια δε κατάφερε το παραμικρό γι’ αυτό, και είχε …σκυλιάσει.
«Ο Άλεξ θέλοντας, να σπάσει μαζί του πλάκα, συσκότιζε έντεχνα κάθε φορά τις απαντήσεις του αφήνοντας τον, να συμπεραίνει διάφορα».
«Ο Μπάμπης που δεν έδειχνε, να πείθεται έτσι εύκολα, μουρμούριζε διαρκώς. Μωρέ που θα μου πάτε εγώ, αργά η γρήγορα, θα μάθω τι τρέχει, θα το μάθω …Εμένα δε με φωνάζουν άδικα … CNN»!
«Κι’ ο Άλεξ όμως γνώριζε την αχίλλειο πτέρνα του. Όταν ο ταβερνιάρης ήταν νηφάλιος δε του έπαιρνες κουβέντα αλλά έτσι και το κέρναγες, «έπινε σαν νεροφίδα» μερικά ποτηράκια η γλώσσα του λυνότανε και από τσιγκέλι γινότανε ροδάνι τότε μπορούσες, να πληροφορηθείς ότι ήθελες».


Βραδάκι λοιπόν Παρασκευής ο Άλεξ κατηφόρισε στη πλατεία.
Με το Δία στα πόδια του έπιασε τη συνηθισμένη του θέση και, παρήγγειλε.
Μπάμπη! Μεζεδάκι με κρασί και, μπύρα για σένα κι’
αν σου περισσεύει κανένα ξέψαχνο, (κόκαλο) φέρτο για το Δία και, «γνωρίζοντας το κουσούρι της τσιγγουνιάς που εκείνη τη στιγμή τον βόλευε» συμπλήρωσε… χρέωσε το στο λογαριασμό.
Ο Μπάμπης στο άψε σβήσε σερβίρισε τα γνωστά καλά του ρωτώντας, δήθεν αδιάφορα.
Οι πρωτευουσιάνοι φίλοι σου κύριε Άλεξ, θα ξαναεμφανιστούν στο χωριό μας?
Ο Άλεξ μειδίασε απαντώντας αινιγματικά.
Καλοκαιράκι είναι γείτονα που ξέρεις μπορεί , να ξανεπιθυμήσουν τη δροσερή μας παρέα . Άφησαν μάλιστα να σου μεταφέρω, ότι οι μεζέδες σου ήταν τέλειοι . Όσο για το κοκορέτσι «το τελευταίο είχε το λόγο του που το έλεγε γιατί αν στο Μπάμπη …πετούσες κάτι για τη μαγειρική του δεινότητα καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι» δε …παίζεται!
…Πετώντας , ένα κακομοιριασμένο φαρδόγελο στρογγυλοέμπασε το χοντρόπετσο πισινό του σε, μια ξεχυλόμενη δίπλα στον Αλέξ πολυθρόνα συνεχίζοντας, «μέχρι , να …κατεβάσει τη κερασμένη μπύρα» με κολακείες και, παράπονα.
Κύριε Άλεξ μου τι να σου πω για σένα έχω, να λέω τα καλύτερα. Είσαι άρχοντας, κύριος… Όχι, σαν κάτι αμάκες, φεσαδόρους που μου κουβαλιούνται, να φάνε και, να πιούνε τζάμπα. Τι θαρρούνε δηλαδή πως το κατάστημα, είναι οίκος, κοινωνικής πρόνοιας?
Εσύ πάλι Μπάμπη μου, «το έπαιξε ανήξερος» γιατί τους δίνεις?
Πως , να τους αποφύγω κύριε Άλεξ που εκμεταλλεύονται τη καλοσύνη μου… Ψυχή έχω κι’ εγώ λυπάμαι.
Να , ένα ωραίο ανέκδοτο, «στοχάστηκε ειρωνικά ο Αλέξ» ο Μπάμπης, ψυχόπονος εκτός, αν υπονοούσε ψυχοβγάλτης.
«Ποιος ξέρει πόσοι συγχωριανοί από ανάγκη, να κλαίνε τα καλυβάκια τους»!
Ε΄ αφού τους λυπάσαι, γιατί γκρινιάζεις?
Γκρινιάζω, δε γκρινιάζω, τον καημό μου σου λέω.
Εντάξει , καταλαβαίνω και σε συμπονώ άντε, «τον παρότρυνε βλέποντας το σχέδιο του, να δουλεύει ρολόι» πιες μια μπύρα ακόμη από μένα.
«Κέρασμα στο κέρασμα και ο πρώτος στο κουτσομπολιό καφεταβερνιάρης, εκεί γύρω που είχε αποτελειώσει τη έκτη μπύρα, άρχισε, να ρετάρει δίνοντας στον Άλεξ την ευκαιρία, να αμολήσει το …αγκίστρι με το δόλωμα».
Μπάμπη, εκείνος ο Νικηφόρος ο χοιροβοσκός που βρίσκεται ζει? Καιρό έχω, να ακούσω για δαύτον.
Ποιος ο Μπαρούφας? Χασμουρήθηκε μισοζαλισμένος ο Μπάμπης .
Γιατί τον φωνάζανε, ( κοινή συνήθεια στα χωριά όλοι, να έχουν παρατσούκλι) Μπαρούφα?
Αφού στις ρούγες φτέριαζε και αμόλαγε κοτσάνες.
Δηλαδή, σαν τι ενοχλητικά έλεγε?
Όπου στεκόταν κι’ όπου βρισκόταν μιλούσε για τα κατοχικά, «ενάντια στους Ναζί » ηρωικά του κατορθώματα!
Μπα , πολέμησε και κατά των Γερμανών «έδειξε τάχα έκπληκτος» και, σαν τι κατορθώματα ήταν αυτά?
Πολέμησε, ποιος ο Μπαρούφας? Την εποχή εκείνη ήταν άτριχο παιδαρέλι.
Τότε, γιατί τα ξεφούρνιζε?
Τι περίμενες κύριε Άλεξ μου από, ένα ψεύτη και παραμυθατζή σαν το Μπαρούφα. Όποιο συναντούσε το ζάλιζε με φανταστικούς ηρωισμούς τόσο, που βαριότανε κανείς, να τον ακούει.
Διαρκώς ήταν κολλημένος με σκοτεινές καταστάσεις σε άγνωστα ορυχεία… Γερμανικό δάχτυλο και τέτοια… Μουσαντό σου λέω. Εμ’ το άλλο.
Υπάρχει και συνέχεια?
Το καλύτερο κύριε Άλεξ μου. Θαρρούσε ότι ήταν αηδόνι και διαρκώς τραγούδαγε.
Σώπα βρε Μπάμπη και, που βρίσκεται τώρα?
Λίγο η ηλικία, λίγο η κάργα καλλιτεχνική φαλτσαδούρα, μαζί και οι ζουρλαμάρες που έλεγε …ανάγκασαν τα παιδιά του, «άλλοι καλοί κι’ εκείνοι» να το …αδειάσουν στη Σαλονίκη σε οίκο ευγηρίας!
Λοιπόν Μπάμπη, « του πέταξε πονηρά» στοιχηματίζω μισό κιβώτιο μπύρες, ότι δε ξέρεις σε ποιο γηροκομείο βρίσκεται.
Ο Μπάμπης τον κοίταξε αναψοκοκκινισμένος λέγοντας εύχαρις.
Κύριε Άλεξ μου το έχασες το στοίχημα εγώ και, να μη ξέρω. Καλή ψυχή! Έτσι λένε το γηροκομείο.
Μπράβο Μπάμπη είσαι αχτύπητος. Πριν φύγω κάνε και τη σούμα, να σε πληρώσω είπε, έχοντας πληροφορηθεί αριστοτεχνικά όσα τον ενδιέφεραν.

Συνεχίζεται….

Δημοσίευση στο stixoi.info: 17-09-2012