Η λάμια Δημιουργός: ροβολος, Γιώργος Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Δημάκη μου, άκου να σου πω, στο ρέμα μη πηγαίνεις
σαν πέσει ολόμαυρη η νυχτιά, χαθεί και το φεγγάρι
λημέρι λάμιας γίνεται της τρισκαταραμένης
που τριγυρίζει πέρα κει ψυχούλες για να πάρει.
Ο Δήμος δεν τον άκουσε το γέρο που μιλούσε
με παραμύθια παιδικά, λόγια ξεμωραμένα
έλεγε, το σκεφτότανε και τον περιγελούσε
νομίζει ετούτος τάχατες πως θα φοβίσει εμένα.
Σα νύχτωσε, ξεκίνησε το ρέμα να περάσει
κι όπως εκεί δρασκέλαγε τα βράχια, τα κοτρώνια
ένα τραγούδι αλλόκοτο στου φεγγαριού τη χάση
ακούστη, εκείνος θάρρεψε πως κελαηδούν αηδόνια.
Ξανθή κοπέλα φάνηκε, ψηλή, λευκοντυμένη
πανέμορφη, μ' ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη
τον σίμωσε και με φωνή πλανεύτρα, μαγεμένη
του σιγανοψιθύρισε, πόσο γλυκά του ομίλει.
Αν το θελήσεις, μάτια μου, κοντά μου να σταθείς
του σκοταδιού τα μυστικά τα δίχτυα θα σε πιάσουν
τη μουσική απ' τα λόγια μου για λίγο αν θα χαρείς
εκείνοι που σ' αγάπησαν για πάντα θα σε χάσουν.
Γύρισε και την κοίταξε όπως ήταν χαυνωμένος
μα μόλις την αντίκρυσε, ένας τρόμος τον πλακώνει
εχάθη η κόρη που 'χε δει σαν ήταν μαγεμένος
τώρα της λάμιας η μορφή το βλέμμα του στοιχειώνει.
Δαιμόνιο από την κόλαση, που αίμα απ' τα μάτια στάζει
η σάρκα της στο πρόσωπο σαν του νεκρού σαπίζει
το στόμα χάσκει ορθάνοιχτο κι από κει μέσα βγάζει
γλώσσα φιδιού διχαλωτή που απαίσια συρίζει.
Το Δήμο τον εβρήκανε μόνο την άλλη μέρα
μαρμαρωμένο, αμίλητο, τα λογικά είχε χάσει
είπανε τότε μερικοί μήπως τα βγάλει πέρα
αλίμονο, δεν μπόρεσε τη φρίκη να ξεχάσει. Δημοσίευση στο stixoi.info: 08-10-2012 | |