Οδύσσεια 11 ( νέκυια

Δημιουργός: Μπάμπης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Σαν τον αετό φτερούγαγε στη στράτα
ο σκυλοπνίχτης που μας πήγαινε στη γη

που είναι άχρηστα τα ρούχα και τα πιάτα
και βασιλεύει του Θανάτου η σιγή,

την ξακουσμένη των Κιμμέριων τη χώρα,
που στην αργκό σημαίνει τόπος χλοερός

και σε νεκρούς έχει περάσει τη Βασόρα
όταν βομβάρδιζε ο Σαμ ο Τρομερός.

Εκεί λοιπόν στου Έρεβους το κτήμα,
που βόσκουν ήσυχες χορτάρι οι ψυχές,

τόσο παράταιρους μας ξέβρασε το κύμα,
του Τειρεσία να ζητώ τις διδαχές

για τα μελλούμενα ,τα άγνωστα συμβάντα,
όσα δεν ήξεραν να πουν οι ζωντανοί,

του Τειρεσία ,που ειν'του ʼδη ο galanta
κι όλα τα ξέρει με το σίγμα και το νι.

Οι πρώτοι που 'ρθανε να μας προυπαντήσουν,
μούμιες προέδροι της μαντάμας της Τυσώ,

θέλανε σώνει και καλά να μας τιμήσουν,
κλειδί της πόλης να μας δώσουνε χρυσό.


Ξέρετε, λέω, εμείς είμαστε τουρίστες,
περαστικοί σα διαβατάρικα πουλιά,

από την ΑΙΑ κουρασμένοι καριερίστες
για γουηκέντ έχουμε κατέβει τα σκαλιά.

-εδώ ρε φίλε όποιος μπει δεν ξαναβγαίνει,
δεν πα να έχει και κουμπάρο το Θεό,

μια ιστορία όλοι λένε πονεμένη
μα δεν ιδρώνει το αυτί του οξαποδώ

-μα έχουμε κλείσει με γραφείο ταξιδίων

-έτσι το λένε το γραφείο τελετών?

-να το χαρτί των τελευταίων διοδίων

-βρε τι σκαρφίζονται προς άγραν πελατών


δε μας πιστεύανε αφού, ό,τι και να πούμε,
αυτό ήταν κάτι που συνέβαινε σπανίως,

μα μας αφήσαν όταν είδαν ότι ζούμε
και παρατρίχα τη γλιτώνουμε αιωνίως.


Οι άλλοι ζήτησαν να φύγουμε αμέσως
μόλις τελειώσουν οι απαραίτητες σπονδές.

Μου το δηλώσανε σαφώς πλην και εμμέσως
ότι η Κίρκη ήταν μανούλα στις λαδιές.

Έβγαλα τότε εγώ την κόκκινη φαρίνα
που μοναχή της θα φουσκώσει στο λεπτό,

έσταξα άγριο σησαμέλαιο απ'την Κίνα,
να τσιγαρίσω ,όσο ήτανε ζεστό,

κρόκους αιμάτου, πιπεριά και λίγο στάρι
και μαζευτήκαν ένα γύρω οι νεκροί

σαν τους φτωχούς όταν ανοίγει το παγκάρι
και πάντα παίρνουνε το τρίτο το μακρύ.

-βρε ουστ, κοπρόσκυλα, μακριά απ'τη θυσία,
όποιος απλώσει του το κόβω απ'τον καρπό,

να ευφρανθεί πρώτα η σκιά του Τειρεσία
από αιματάκι πρωτοβύζαχτου νωπό.

Μέριασαν τότε και πλησίασε ο μάντης,
γλείφει τα δάχτυλα κι αρχίζει να ιστορεί

όσα θα έγραφε στην Κόλαση ο Δάντης
κι όσα θα πέρναγα , που κι ο ίδιος απορεί

- δεν τα συμπλήρωσες τα ένσημα ακόμα?
-πλάκα μου κάνεις ,με τον πόνο μου γελάς?
-εγώ σε βλέπω οτι θέλεις νοσοκόμα
-από φουρτούνες δε γνωρίζεις ,μη μιλάς

-και που'σαι ακόμα,πρέπει ενήμερος να είσαι
ότι μνηστήρες μαγαρίζουν τον οντά

όσο εσύ με όλα τ'άλλα ασχολείσαι
και στη γυναίκα σου δε βρίσκεσαι κοντά.

Μα δεν πειράζει,ένα ακόμα,θα τ'αντέξεις,
κάποια μπινιά θα σκαρφιστείς για να ξεμπλέξεις.

τσιγάρο ανάβει, στον επίλογο περνάει

-φοβού τους Βόες στου Ηλίου το νησί
-θενκ κιου του λέω, μας υποχρέωσες ,μιλ μερσί.

Κατόπιν τούτου τη μανούλα μου φωνάζω,
μα έναν ίσκιο που ξεφεύγει αγκαλιάζω

-μάνα μου κυραμάνα μου κατακαημένη Αντίκλεια!

-αχ γιόκα μου σε πιάσανε κορόιδο,
μας είπαν τάχατες ταινία πως γυρνάς,
μ'αληθινά βλέπω οτι τα ΄χεις κάνει ρόιδο,
με το σταυρό στο χέρι ακόμα τριγυρνάς.

δες το Μενέλαο πως τα'χει κονομήσει

-πάλι τη γκρίνια θα αρχίσεις κι εδωπέρα?
-εσένα σκέφτομαι ,το καλό σου ,ως μητέρα

-πιες λίγο αίμα λαχταριστό απ'τη σπονδή μου
-εγώ να φάω όταν υποφέρει το παιδί μου?

κι αφού μ'ορμήνεψε να ντύνομαι τα βράδια
και να μη σκαλίζω μες στη μύτη τα κακάδια,

χάθηκε κι άφησα να έρθουν μία μία,
φαντασιώσεις μου που είχαν ξεχαστεί.

Πρώτη η Τυρώ η Μις Απρίλιος ,που στην Τροία
χέρι με χέρι οι ιλουστρασιόν της οι μαστοί

όλους τους άντρες ,που'ταν χρόνια στη νηστεία,
τους εβοήθησε να μείνουνε πιστοί.

Η Αντιόπη ήρθε μετά και η Αλκμήνη
κι άλλες πολλές που στάχτη πια είχανε γίνει,

μα ίσως πρέπει πια να πάψω για όλα τούτα
να σας μιλώ ,γιατί αρχίζει να βραδυάζει
και Αρμένικη η βίζιτα μου μοιάζει...


Η Αρήτη τόνε κοίταξε γλυκά,να συνεχίσει,
η τραγική ιστορία του την είχε συγκινήσει

κι ήθελε οπωσδήποτε τα υπόλοιπα ν'ακούσει,
τα πιάτα θα τα έπλενε ,άλλωστε, η Zanussi.


...αφού λοιπόν ως τζέντελμαν δέχτηκα τις κυράδες
πρώτα,μετά ήρθε ο αρχηγός σ' όλους τους κερατάδες,

ο κύριος Αγαμέμνονας με κάπα κεφαλαίο.
Δεν είμαι αντικειμενικός,από καρδιάς τα λέω,

μα είχαμε αλάτι και ψωμί φάει με το κουτάλι.
Την κόρη του θα έσφαζε αυτός στο ακρογιάλι...

Όλα για τον κοινό σκοπό,την πάτησε ο Γκεβάρας,
για της Ελένης ,της νύφης του της καραπουτανάρας

την καλτσοδέτα τη λυτή ,τον κλάψαν οι Μυκήνες
ενώ αυτοί καλοπερνούν στη Σπάρτη σα μαικήνες.

Μενέλαος και Έλενα μες στην καλή της γούνα,
ούτε ένα τρισάγιο δεν του'κανε η γουρούνα.


-σύντροφε Οδυσσέα μου ,τι λέει ο Πάνω Κόσμος?

-κατούρατα Αγαμέμνονα ,δεν έχω λάβει γνώση

-δεν έμαθες πόσο φρικτά με έχουνε σκοτώσει

ο Αίγισθος ο ειδεχθής κι η Κλυταιμνήστρα η κάργια?
εγώ που δεν χαρτόπαιζα ούτε κουνούσα ζάρια

κι ήμουν καλός κουβαλητής ,σπίτι, δουλειά και Κόμμα
κι ας είπανε προς τους Θεούς πως παραάνοιξα το στόμα

-πολύ λυπάμαι τι να πω ,κάνε κουράγιο ʼγη,
τουλάχιστον ξεμπέρδεψες,δε σε τρώνε τα πελάγη.


Αφού βαριοκαρδίστηκα ,τον Μυρμιδόνα κράζω,
που είχα στο ζωνάρι μου το δίκοπό του λάζο.

Ήταν ο,τι μ' απέμεινε απ' τα όπλα του Αχιλλέα
που μια βολά κι έναν καιρό μάλωσα με τον Αία

κι απ'οτι έμαθα εκεί, μου το κρατάει ακόμα,
παρότι τον εσκέπασε το ελαφρό το χώμα.


-Γεια σου Αχιλλέα, ξακουστή σ'όλους τους Ελλαδίτες
τη Θεσσαλία έκανες εσύ κι οι φοβερές της πίτες

-Α ρε Δυσσέα, ότι κι εδώ θα το καλαμπουρίζεις
και ζωντανός μες στους νεκρούς εσύ θα τριγυρίζεις,

δεν το περίμενα ποτέ,μωρή παλιοκουφάλα.
Μα πες μου για το γιόκα μου ,πίνει ακόμα γάλα?

-μεγάλο ο Νεοπτόλεμος κουμάντο έχει γίνει,
πρώτο τραπέζι μου'πανε τον είδαν να τα πίνει.


Κι αφού αστειευτήκαμε περάσαν κι άλλοι φίλοι,
όλοι τους μια χαρά περνούν σαν σβήνει το καντήλι.

Όλοι εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων του κανόνα,
σαν το χαφιέ το Σίσυφο που σπρώχνει την κοτρώνα,

τον Τάνταλο που δεν μπορεί να τρώει και να πίνει
αφού σε δεκαεξάχρονα πουλούσε ηρωίνη

κι άλλα κουμάσια απεχθή που με αναγουλιάζουν,
με πίσσα και με πούπουλα γυρνούν, που τους ταιριάζουν.


Εκεί είδα και του Ηρακλή τον κλώνο να συχνάζει,
ο αληθινός στον Όλυμπο μπέικα την αράζει

κι η Ήβη με τη νιότη της του κάνει τα δικά της


Αυτός εδώ τον Κέρβερο, που είχαν απ'του άθλου
την εποχή γνωριμία,πήρε αντί επάθλου,

του έκανε τα εμβόλια που έπρεπε για λύσσα
και κάθε μέρα δυό φορές τον βγάζει για τα τσίσα

-γειά σου αθάνατε Ηρακλή ,δαγκώνει το σκυλάκι?

-να τον αμολύσω ρε παιδιά ,κωλοφεράντζα να σας πάει
μέχρι την Ιθάκη?

-χμ ,ιδέα καλή, μα έχουμε ραψωδίες πολλές μπροστά μας,
δεν τελειώνουν έτσι απλά τα τόσα βάσανά μας,

άστο λοιπόν καλύτερα, κράτα τον συντροφιά σου,
άστο και συγκινήθηκα ,θυμήθηκα τον ʼργο...

Θυμήθηκαν κι οι υπόλοιποι οτι είχαμε αργήσει,
ο ήλιος θα ανέβαινε σε λίγο απ'τη δύση,

και των Δακρύων τον ποταμό πήραμε προς τα πίσω.




τέλος λ΄ ραψωδίας

Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-12-2005