Αγάπη θυμωμένη

Δημιουργός: marisotri, Μαρία Τριανταφύλλου

Κάτι δικά μου.....

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Kρατώ στα χέρια μου σφιχτά

μια σφαίρα από γυαλί,

αν σπάσει τόσα θρύψαλλα

θα σκορπιστούν στη γη.

Κάθε κομμάτι ένας καημός

κάθε γυαλί ένας λυγμός,

χαραγματιές οι ενοχές

το ψέμα βασανίζει,

τα λάθη ανοιχτές πληγές

πώς να σβηστούν από το χθες,

δε γράφει η ζωή ανάποδα

πίσω δε σε γυρίζει.





~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~





Σε μια άκρη καθόμουνα μόνη να περιμένω

χωρίς να ξέρω ποιος θα'ρθεί μετρώντας τη σιωπή.

Ο αέρας ήρθε,

μ΄έσπρωξε σ'άγνωστο μονοπάτι

σε δρόμο που δεν ήξερα δεν είχα ξαναδεί.

Μέσα από δάση πέρασα δίπλα από ποτάμια

και καταράχτες κρύσταλλα που πέφταν με ορμή.

Απ' τα πουλιά τραγούδια άκουγα το χόρτο μύριζα,

τα δέντρα μου ψιθύριζαν του ανέμου μυστικά

και παραμύθια στο μυαλό μου θύμιζαν.

Δεν ήξερα που πήγαινα, μα ούτε ήθελα πια να γυρίσω

ανάλαφρη ταξίδευα χωρίς να σταματήσω

και λαχταρούσα να βρεθώ σε άλλη γη.

Σαν έφτασα σε ξέφωτο με ήλιο

και πράσινα λιβάδια δροσερά

είδα μπροστά μου μόνο του να στέκει

μικρό σπιτάκι με αυλή, με φράχτη

κι απάνω του πλεγμένη μια τριανταφυλλιά.

Το ξύλινο πορτόφυλλό του έσπρωξα

που τα κλαδιά δεν άφηναν να ανοίξει,

πέρασα μέσα στην αυλή και κοίταξα τριγύρω

κι αναρωτιόμουν ποιος μπορεί να έμενε εκεί.

Μικρό το σπίτι και φτωχό και έρημο φαινόταν,

είχε παντζούρια ανοιχτά, ξεκλείδωτη την πόρτα,

και μέσα θέλησα να μπω.

Μα ήταν τόσο καθαρό και τακτοποιημένο

στρωμένα τα κρεβάτια του το πάτωμα να λάμπει

και οι κουρτίνες κάτασπρες αστράφτανε στο φως,

μία κανάτα με νερό επάνω στο τραπέζι

και μαντηλάκι κεντητό τη σκέπαζε απαλά.





~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~





Χείλη που τρέμουν συλλαβές

μάτια υγρά θλιμμένα

ευχές που έμειναν στο χθες

όνειρα μοιρασμένα.

Σαν γκρίζο σαπιοκάραβο

με μουχλιασμένα αμπάρια

καμμιά φορά η σκέψη μου

αναζητά στεριά,

σακκιά βρεγμένα και βαριά

τα λόγια λυπημένα,

πόσα στον άνεμο χρωστώ

δάκρυα ξεχασμένα.





~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~





Βγήκα και πάλι στην αυλή

είχε ξερά χορτάρια κι αγκάθια

και τα δέντρα της, πνίγονταν στα κλαδιά.

Του φράχτη η τριανταφυλλιά στέναζε απ' το βάρος

και πάνω στα κλαράκια της

αγκάθια και ξερόχορτα τυλίγονταν παντού.

Κάθησα στο πλατύσκαλο και κοίταξα τριγύρω

στα κουρασμένα πόδια μου που ήταν γεμάτα σκόνη

το βλέμμα μου εστίασε κι'ήθελα να σκεφτώ.

Μα άκουσα το τρίξιμο απ' την πλευρά του φράχτη

σαν άνοιξε η πόρτα του και φάνηκε εκεί,

γυναίκα αδύνατη ψηλή λιγάκι γερασμένη,

κάθησε στο πλατύσκαλο δίπλα μου και μου είπε:

-Όμορφο το σπιτάκι σου και περιποιημένο

μα ακόμη η αυλίτσα του θέλει πολλή δουλειά.

Την κοίταξα και γέλασα, της είπα κάνεις λάθος

δεν είναι το σπιτάκι μου, δεν είναι αυτό δικό μου

κι εγώ τυχαία βρέθηκα και στάθηκα εδώ.

-Αυτό είναι το σπίτι σου, αυτή είναι η ψυχή σου

μου είπε και τα μάτια της έλαμψαν ξαφνικά.

Χωρίς φωνή της μίλησα, ψιθυριστά της είπα:

-Όχι κυρά μου τι μου λες

δεν είναι η ψυχή μου,

τόσα αγκάθια κι ερημιά

δεν έχει η δική μου.

-Καμμιά δεν είναι καθαρή, απάντησε εκείνη

όλες χορτάρια έχουνε και βάτα και αγκάθια

πάντα φροντίδα θέλουνε για νάναι καθαρές.





~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~





Κρατώ μέσα στα χέρια μου

αγάπη θυμωμένη,

σαν θύελλα θα σηκωθεί

θ'αφρίσει οργισμένη

θα παρασύρει μακριά

ότι με δυναστεύει,

τα χάρτινα τα όνειρα

τις ψεύτικες χαρές

ελπίδες μάταιες κενές

του μίσους τις ντροπές,

λάθη που γεννηθήκανε από εγωισμό

της ζήλειας δηλητήρια

να αδειάσει στο γκρεμό.





~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~





Σαν έφυγε και μ'άφησε μόνη κι απορημένη

τα λόγια της σκεφτόμουνα

και δάκρυα καφτά από τα μάτια έτρεξαν,

τόσα πολλά που έβλεπα σκοτεινιασμένες λίμνες

στα βάθη τους με άρπαζαν να πέσω να χαθώ.

Απότομα σηκώθηκα κι άρχισα να δουλεύω,

να ξεριζώνω να τραβώ να κόβω να κλαδεύω,

φωτιά μεγάλη άναψα ξερόκλαδα κι αγκάθια

όλα μαζί τα έριχνα στις φλόγες να καούν.

Αφού ο δρόμος μ'έφερε στην πόρτα της ψυχής μου

και μέσα στον αυλόγυρο με άφησε να δω,

ότι κακό τη βάραινε έπρεπε να πετάξω,

τον κήπο της πιο όμορφο όσο μπορώ να φτιάξω

να περιποιηθώ.





~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~





Έχω στα χέρια μου φιλιά

από μαργαριτάρια,

της γης ατόφιους θησαυρούς

της θάλασσας κοράλια,

κρατώ στο ένα χέρι μου

μέγα ουράνιο τόξο

και στ' άλλο αστέρι λαμπερό

από ουρανό και φως.

αν θα χτυπήσω δυνατά

τα δύο μου τα χέρια,

θα πλημμυρίσει ο ουρανός

πολύχρωμα αστέρια,

ένα για κάθε άνθρωπο

το πιο μικρό για μένα,

μέσα στα χέρια μου κρατώ

θαύματα ευλογημένα.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-10-2012