4ο γράμμα για τους Wasungu, εθνική οικονομία Δημιουργός: anuya, Diogenees θα αναρτήσω άν θέλει ο Θεός όλες τις (9) επιστολές κ παρακαλώ άν κάποιος έχει εκδοτικό οίκο να τις δημοσιεύσουμε σε βιβλίο ή άν κάποιος γνωρίζει κάποιον εκδοτικό οίκο να με φέρει σε επικοινωνία, τώρα που κλείνουν 100 χρόνια Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [align=center][B][font=Palatino Linotype][color=navy]Τέταρτη επιστολή
Βερολίνο, 6 Σεπτεμβρίου 1912
Mukama! [βασιλέα!]
Ρωτάς προς τί οι Wasungu χρησιμοποιούν άμαξες και γιατί χωρίς διάκριση [χωρίς λόγο] πηγαινοέρχονται στους δρόμους; Σκέψου λοιπόν το δρόμο απο το Niansa ώς το Rubengera. Αυτήν την απόσταση τώρα ένας αγωγιάτης τη διανύει σε τέσσερις μέρες, ένας αγγελιαφόρος σε δύο μέρες. Ο Sungu [=Ευρωπαίος] θέλει να κατασκευάσει έναν δρόμο απο σιδερένια δοκάρια έτσι ωστε ο αγγελιαφόρος να κάνει αυτή τη διαδρομή σε μία μόνο μέρα. Για να κατασκευασθεί αυτός ο δρόμος, πρέπει χιλιάδες άνθρωποι να πάνε εκεί να δουλεύουν και να επιστρέφουν. Σε αυτούς άλλοι πρέπει να μεταφέρουν τρόφιμα και καυσόξυλα. [Όλοι αυτοί] οι εργάτες παίρνουν μισθό. Τον οποίο [μισθό] θέλουνε κάπου να ξοδέψουνε. Γι’ αυτό πρέπει να έρθει ένας Ινδός [πωλητής] με πολλά φορτία υφάσματα, σκουφιά, χάντρες και αλκοολούχα ποτά. Έπειτα [πρέπει να έρθει] ένας Sungu ο οποίος να μένει εκεί [όπου κατασκευάζεται ο σιδηρόδρομος], να βαδίζει και να καταγράφει [δηλαδή να εξετάζει την πρόοδο της εργασίας]. Έπειτα διάφορα αγαθά [χρειαζούμενα] για τον Sungu. Έπειτα αχθοφόροι που φέρνουνε ξύλα και πέτρες για να χτιστεί ένα σπίτι [αποθήκη] για τα αγαθά του Sungu. Έπειτα ένας Sungu ο οποίος αυτά τα αγαθά τα μετρά και τα καταγράφει και λαμβάνει έναν φόρο [που αναλογεί σε αυτά τα αγαθά]. Γι’ αυτόν επίσης πρέπει ένα σπίτι να χτιστεί, και ένα ακόμη για εκείνον που επιτηρεί ωστε ο φοροεισπράκτορας να μήν κρατάει τα χρήματα για τον εαυτότου. Και έτσι βρεθήκαμε καταμεσίς μιάς «υγιούς» οικονομικής ζωής ή μιάς «υγιούς οικονομικής ανάπτυξης». Έπειτα έρχεται κι άλλος ένας Sungu ο οποίος παίρνει εικόνες [φωτογραφίζει και σκιτσάρει] απο τον χώρο των εργασιών και γράφει ένα βιβλίο περι αυτών. Χτίζεται και ένα σπίτι [κτήριο] στο οποίο επισκευάζονται οι άμαξες του σιδηροδρόμου. Σε αυτό το κτήριο εργάζονται άνθρωποι, οι οποίοι μεταφέρονται με την άμαξα. Επιπλέον χρειάζονται και κάρβουνα και ξύλο, που μεταφέρονται με άμαξα, για να ζεσταίνουνε τη μηχανή της άμαξας με κάρβουνα. Φτιάχνουνε λοιπόν άμαξες για να μεταφέρουν κάρβουνο, και μεταφέρουν κάρβουνο για να φτιάχνουν άμαξες. Επιχειρήσεις, κυκλοφορία, καπνός, θόρυβος, και πρόοδος λοιπόν, δηλαδή αυτά που οι Wasungu ονομάζουν «πολιτισμό», είναι στο δρόμοτους. Έπειτα εγκαθίσταται εκεί ένα ολόκληρο σινάφι εμπόρων, πωλητές αλκοολούχων ποτών και διαθέσιμα επι χρήμασι κορίτσια [«käufliche Mädchen»], για να τρώνε τα χρήματα των εργατών [επι λέξει στο πρωτότυπο: «για να παίρνουν πίσω τα χρήματα που παίρνουν [ώς μισθό] οι εργάτες]. Έπειτα, λόγω της λαγνείας που διεγείρεται στους εργάτες και λόγω των αλκοολούχων ποτών δημιουργείται αταξία, συνεπώς πρέπει οπλισμένοι φύλακες [αστυνομικοί] να μεταφέρονται εκεί με τις άμαξες, καθώς και άλλοι άνθρωποι οι οποίοι καταγράφουν τί είδους είναι η αταξία και ποιός είναι αυτός που προκάλεσε την αταξία στους εργάτες. Και γι’ αυτούς τους γραφιάδες βεβαίως πρέπει να χτιστούν κατοικίες· Και επειδή οι εργάτες που ξεσηκώθηκαν σε αταξίες δέν πρέπει να πάνε στα σπίτιατους προτού όλα να καταγραφούν, πρέπει να χτιστούν επίσης κελλιά στα οποία κλειδώνουν εκείνους τους εργάτες, και εκεί τους ταΐζουν και τους φυλάσσουν. Πρέπει όμως πάλι με τις άμαξες να μεταφερθούν κάρβουνα και σίδερο για να φτιάξουν τα κάγκελα των κελιών. Έπειτα και νερό πρέπει να οδηγηθεί στα σπίτια των γραφιάδων και των φυλάκων, καθώς και τεχνητό φώς, ωστε να μπορούν να γράφουν και τη νύχτα, όταν η φύση δέν το επιτρέπει. Έπειτα πρέπει και ένα ακόμη σπίτι να χτιστεί για έναν άνθρωπο που καταγράφει, τον οποίο οι γραφιάδες αποκαλούν «ο κύριος προϊστάμενος» ["Herr Ober"], και ένα ακόμη κτήριο [πρέπει να χτιστεί] στο οποίο υπολογίζουν πόσο πρέπει το κάθε σπιτικό να πληρώνει προκειμένου να πληρώνονται οι φύλακες και οι γραφιάδες. Αυτά όλα τα ονομάζουν «κυβέρνηση». Έτσι δημιουργείται μιά μεγάλη πόλη, ένα κέντρο πολιτισμού καθώς το αποκαλούν οι Wasungu, και όλα αυτά γιατί; Για να κάνει ένας αγγελιαφόρος ταχύτερα τη διαδρομή απο το Niansa ώς το Rubengera. Η πόλη αυτή [που καθώς είδαμε δημιουργήθηκε] μεγαλώνει κι άλλο, και επομένως πρέπει περισσότερες άμαξες να κυκλοφορούν, και όλο και περισσότερες. Έπειτα χρειάζονται κτήρια στα οποία οι άμαξες να στεγάζονται, και ξανά άνθρωποι οι οποίοι αυτά τα κτήρια χτίζουν, φυλάσσουν, καταμετρούν, και γράφουν σχετικά με αυτά. Και επειδή βεβαίως οι άνθρωποι σε τέτοιες πόλεις και με τέτοιες ασχολίες γίνονται τρελλοί, πρέπει να χτίζουνε και μεγάλα κτήρια έξω απο τις πόλεις, στα οποία κλειδώνουνε τους τρελλούς. Έτσι και πάλι προκύπτει εργασία και νέα οικονομική ζωή. Όσο για κείνους που ακόμη δέν είναι τελείως τρελλοί, για να μήν τρελλαθούνε τελείως πρέπει πολύ συχνά να ταξιδεύουνε έξω απο την πόλη στις εξοχές και στα δάση, εκεί για να κραυγάζουνε, να ξηλώνουνε λουλούδια, να τραυματίζουνε ζώα ή να τα τρομάζουνε. Γι’ αυτό και πάλι ταξιδεύουνε πάρα πολλά αμάξια με ανθρώπους εδώ κι εκεί. Επιπλέον όμως πρέπει και στις εξοχές και στα δάση να χτιστούν σπίτια [κτήρια] στα οποία αυτοί οι μισότρελλοι να μπορούν να αγοράζουν [αλκοολούχα] ποτά και ρολά καπνού [τσιγάρα, πούρα], και πρέπει να στηθούνε κουτιά με μηχανές που κάνουνε δυνατό θόρυβο τροχών/γραναζιών, πράγμα που αρέσει πολύ στους Wasungu. Εκεί κάνουνε πολύ καπνό [καπνίζουνε], ρίχνουνε πιοτά στον καταπιώνατους και μουγκρίζουνε ο ένας στον άλλο. Και έπειτα βάζουνε κάποιους να τους φτιάξουν εικόνεςτους [πορτραίτα, φωτογραφίες] με τα δοχεία του ποτού [π.χ. μπουκάλια, ποτήρια της μπύρας] στο χέρι. Αλλα για να ξέρει κανείς μέσα στην εξοχή πού είναι τα κτήρια του ποτού [μπυραρίες, μπάρ, ταβέρνες κλπ], πρέπει στις γωνιές των δρόμων να στηθούν πινακίδες όπου αναγράφεται το όνομα του πιό κοντινού ποτάδικου και σε πόση απόσταση βρίσκεται. Αυτές οι πινακίδες όμως πρέπει να φρουρούνται, να μήν τις πάρει κανένας μαζίτου. Προς τούτο τοποθετούνται ένοπλοι φύλακες. Και γι’ αυτούς [τους φύλακες] πάλι χτίζονται σπίτια. Επειδή δέ οι πινακίδες κοστίζουν χρήματα, φράζουν τον δρόμο με ένα ξύλο, που το ανοίγουνε μόνο όταν ο ταξιδιώτης πληρώσει χρήματα [διόδια]. Έπειτα πρέπει κοντά σε εκείνο το ξύλο [τη μπάρα των διοδίων] να χτιστεί ένα σπίτι όπου κατοικεί εκείνος που μαζεύει τα χρήματα [διόδια], και μέσα στην πόλη ένα ακόμη [σπίτι να χτιστεί] όπου κατοικεί εκείνος που ελέγχει ωστε εκείνος που μαζεύει τα διόδια να μήν κρατάει τα χρήματα για τον εαυτότου. Επιπλέον πρέπει φύλακες να ελέγχουν ωστε κανένας να μήν παρακάμπτει αντί να πληρώνει [τα διόδια], και όταν πολλοί μισότρελλοι είναι στο δρόμο, να [ελέγχει ωστε να] κινούνται στη δεξιά μεριά του δρόμου. Αλλα για να μπορούν οι μισότρελλοι να μάθουν τί αναγράφεται στις πινακίδες και σε τί απόσταση είναι το κοντινότερο ποτάδικο, πρέπει να χτιστούν και κτήρια στα οποία ένας άνθρωπος δέρνει τα παιδιά ώσπου να μπορούν να διαβάζουν και να μετρούν. Αυτό κρατάει οκτώ χρόνια. Και για αυτόν τον άνθρωπο [τον δάσκαλο] πρέπει ένα σπίτι να κτισθεί, και ένα ακόμη [σπίτι] για εκείνον που ελέγχει πότε αυτός [ο δάσκαλος] έχει δείρει τόσο ωστε να δικαιούται να λέγεται "Herr Ober" [διευθυντής]. Και έπειτα ένα ακόμη [σπίτι να κτισθεί] για εκείνος που ελέγχει για την περίπτωση που κάποιος αποκαλείται "Herr Ober" [διευθυντής] χωρίς να έχει την άδεια προς τούτο, ή [για την περίπτωση που κάποιος] φέρει στο στήθος παράσημα προτού συμπληρώσει την απαιτούμενη προς τούτο ηλικία. Αλλα και για να ξέρει κανείς πότε ο καθένας έχει την ηλικία που δικαιούται να φέρει παράσημα, πρέπει και τα χρόνια της ζωής να καταμετρούνται και να γράφονται βιβλία στα οποία μπορεί κανείς να δεί ποιά μέρα ο καθένας βγήκε απο το σώμα της μητέραςτου. Και γι’ αυτό πρέπει και άλλα κτήρια να κτισθούν και πρέπει αμάξια εδώ και εκεί να κυκλοφορούν, και τη μέρα και τη νύχτα.
Αυτή είναι λοιπόν η εξήγηση του γιατί οι Wasungu χρησιμοποιούν άμαξες, και γιατί φτιάχνουν δρόμους απο σιδερένια δοκάρια και αδιάκοπα εδώ και εκεί μετακινούνται. Ένα πράγμα όμως ξέχασα να αναφέρω [εκτεταμένα], και αυτό θα Σε κατααηδιάσει ή θα σε καταπλήξει: η αλληλογραφία των Wasungu. Αυτή η παραφροσύνη είναι δύσκολο να χωρέσει σε λόγια [=να περιγραφεί]. Δέν υπάρχει στην Usungu [=χώρα των Sungu, Γερμανία, δυτική Ευρώπη] κανένα σπίτι όπου να μήν έρχεται καθημερινά ένας αγγελιαφόρος που φέρνει γράμματα. Τί γράφουνε όμως οι Wasungu; Ό,τι ξέρει ο καθένας απο μόνοςτου: «Είμαι εδώ και πίνω», «Έρχομαι αύριο», «Η άμαξα ξεκινά», «Το φαγητό είναι νόστιμο». Ή στέλνουνε εικόνες [φωτογραφίες που δείχνουν] πώς κρατάνε μπροστάτους ένα δοχείο με ποτό και κάνουνε μιά χαζή γκριμάτσα. Ή γράφουνε σχετικά με χρήματα. Θα το πώ έτσι: κάθε τί που κάνουνε και κάθε τί που κινείται, το γράφουνε κιόλας. Γι’ αυτό αγγελιαφόροι τριγυρίζουν με άμαξες εδώ και εκεί, και πρέπει να χτιστούν και κτήρια στα οποία τακτοποιούνται τα γράμματα, και άλλα [κτήρια, σπίτια] στα οποία κατοικούν εκείνοι που ελέγχουν πότε εκείνοι που τακτοποιούν τα γράμματα δικαιούνται να ονομασθούν "Herr Ober" [διευθυντές]. Εντέλει πρέπει και τα γράμματα να καταμετρούνται και [επίσης να μετρούνται] πόσα άτομα ταξιδεύουν εδώ και εκεί, και [να μετριέται επίσης] πόσα χρόνια οι ταχυδρόμοι ζούν περισσότερο απο εκείνους που όλη τη μέρα ράβουνε ρούχα. Με όλα αυτά τα πράγματα οι Wasungu πιστεύουν οτι γίνονται σοφότεροι και καλύτεροι, και όποτε χτίζεται ένα καινούργιο κτήριο, συγκεντρώνονται, βγάζουνε λόγους, και ξεφωνίζουν «Ra! Ra! Ra!», το οποίο είναι η έκφραση της πιό μεγάλης χαράς· και έπειτα ρίχνουν ποτά στον καταπιώνατους.
Οι Wasungu έχουνε και την εξής παλαβομάρα: Στην Kitara άν ρωτήσεις «ποιός είναι εκεί;» παίρνεις την απάντηση «Muntu» (ένας άνθρωπος). Οι Wasungu όμως διαιρούν τους ανθρώπους ανάλογα με το τί [εργασία] κάνουν. Θέλουν ο κάθε άνθρωπος να κάνει μόνο μία ορισμένη παλαβομάρα, έτσι ωστε να προκύπτουν διαφορές και έτσι να έχουνε περισσότερα πράγματα να μετράνε. Ο υπάλληλος των μετρήσεων με οδήγησε σε ένα κτήριο, στο οποίο ήταν πολλοί άνθρωποι και ακονίζανε μαχαίρια. Φαινόντανε πολύ χλωμοί. Ρώτησα, πού έχουνε αυτοί οι άνθρωποι το χωράφιτους, και μου απάντησε οτι αυτοί δέν κάνουν καμία άλλη δουλειά παρα μόνο ακονίζουνε μαχαίρια, και οτι μόνο έτσι ήταν δυνατόν να πεί κανείς με βεβαιότητα οτι οι ακονιστές μαχαιριών πεθαίνουν σε τριάντα χρόνια. Και τα μάτιατου φωτίζονταν απο χαρά καθώς με πληροφορούσε οτι σε ακόμη μικρότερη ηλικία φτάνουν εκείνοι που κάθε μέρα δέν κάνουν τίποτε άλλο απο το να μεταφέρουν στις στοές μέσα στα πέτρινα σπήλαια [ορυχεία] κομμάτια πτωμάτων [=κρέατα], Pombe [=δυνατά αλκοολούχα ποτά] και ρολά καπνού [=τσιγάρα, πούρα]. Καθώς κουνούσα το κεφάλι απο τρόμο για αυτήν την παραφροσύνη, μου είπε ο υπάλληλος οτι δέν θα μπορούσα να αμφιβάλλω [για αυτά τα στοιχεία] διότι ήταν επιστημονικά πέραν αμφιβολίας τεκμηριωμένα, και [μου είπε ακόμη] οτι ελπίζουνε με τον καιρό να αποκτήσουν ακόμη ακριβέστερους αριθμούς [στοιχεία]. Σάν ρώτησα σε τί θα χρησίμευαν αυτοί οι αριθμοί [στοιχεία], μου είπε μιά παλαβομάρα, που κανένας άνθρωπος δέν θα την πιστέψει. Άκου όμως [τί μου είπε]: Πληρώνουνε κάθε χρόνο ένα χρηματικό ποσό, το οποίο συγκεντρώνουν και καταγράφουν κάποιοι άνθρωποι που για το σκοπό αυτό κατοικούν σε ένα κτήριο [υπηρεσία], και μετά τον θάνατο πληρώνουν τους συγγενείς [του εκλιπόντος]. Πιστεύουν οτι με αυτό [το σύστημα] είναι πιό ευτυχισμένοι. Έτσι λοιπόν, ένας ακονιστής μαχαιριών πληρώνει διαφορετικό ποσό απο ό,τι ένας αγρότης, διότι οι υπάλληλοι των μετρήσεων ξέρουν οτι αυτοί έχουν διαφορετική διάρκεια ζωής [=αυτό που λέμε «προσδόκιμο ηλικίας»]. Για να βγαίνει σωστός αυτός ο υπολογισμός, πρέπει ο καθένας να παραμένει στη δικήτου δουλειά και να μήν κάνει ποτέ άλλο τίποτα. Και λόγω αυτής της παλαβομάρας πρέπει πάλι σπίτια [κτήρια] να χτίζονται και γράμματα να γράφονται και αμάξια να κάνουν δρομολόγια εδώ και εκεί. Το καταλαβαίνεις;
Τώρα λοιπόν θα πρέπει να ξέρεις, τί πραγματικά κάνουνε αυτοί οι Wasungu και γιατί συνεχώς κάτι κάνουνε. Θα σου πώ αυτό: είναι συνεχώς σε κίνηση, για να ταράζουνε ο ένας την ησυχία του αλλουνού με [απώτερο] σκοπό να τα φέρνουνε έτσι ωστε όλοι οι άνθρωποι συνεχώς ανακατωμένοι να τρέχουν για να μήν βρούν την ευκαιρία να ΑΝΑΛΟΓΙΣΘΟΥΝ. Και ύστερα ασχολούνται με το πώς θα φέρουνε κάποια τάξη στην αταξία – η τάξη είναι το καμάριτους. Και ξεχνάνε οτι αυτοί οι ίδιοι δημιούργησαν την αταξία, που καθόλου αναγκαία δέν ήτανε, και μιλάνε ύστερα για τάξη.
Όχι, αγαπητέ, δέν μπορείς να καταλάβεις. Εσύ θα σκέφτεσαι την Kitara [αφρικανική πατρίδα]. Προς τί η τάξη; Τα βουνά είναι στη θέσητους, και στις κοιλάδες κυλούν τα ρέματα. Άν έχει φουσκονεριά, περιμένει κανείς [το νερό] να υποχωρήσει. "Amri ya Mungu" («εντολή του Θεού») μουρμουρίζει ο πεζοπόρος, και δείχνει [ειλικρινή] ταπεινοσύνη. Η «τάξη» όμως είναι ενάντια στο πρόσταγμα του Θεού, και οι τιμωρίεςτου δέν λείπουν. Για τις τιμωρίες θα σου πώ αργότερα. Αυτές οι τιμωρίες είναι δίκαιες, γιατί πρόκειται για άχρηστα πράγματα και σκόπιμη, ηθελημένη αταξία στην οποία άχρηστοι άνθρωποι φέρνουν τάξη. [σημείωση του μεταφραστή: ο αφρικανός δέν θέλει να αλλάξει την φυσική τάξη όταν δέν του αρέσει, αλλα λέει: έτσι θέλησε ο Θεός. Η λέξη Amri =λόγος, εντολή, θέλημα, είναι προφανώς αραβικής προέλευσης λέξη μέσα στη γλώσσα της Κιταρα, που δείχνει κάποια σαφή, άν και όχι ισχυρή, επιρροή απο τον ισλαμικό κόσμο].
Εδώ έμενα [για κάποιο διάστημα] στο σπίτι ενός ανθρώπου που είναι οδηγός σε μιά άμαξα που τρέχει πάνω σε σιδερένια δοκάρια [σιδηρόδρομο]. Τον συνόδευα και τον ρωτούσα να μου πεί τί [δουλειά] κάνει ο καθένας απο τους Wasungu που ταξίδευαν με εκείνη την άμαξα. [Έτσι έμαθα λοιπόν τα εξής:] Ένας απο τους επιβάτες κατασκευάζει σιδερένια εξαρτήματα για αμάξια. Παραδίπλα στεκόταν ένας που είχε ένα σπαθί και μιά μεταλλική κορυφή στο κεφάλι[του]. Αυτός φροντίζει να μήν πατάνε τα αμάξια στο δρόμο κανέναν Sungu και καταγράφει όποιον τυχόν σκοτώνεται [απο τροχαίο]. Ένας άλλος επίσης με αιχμή στο κεφάλι [μυτερό στρατιωτικό καπέλο] ήταν στην άμαξα, αυτουνού η δουλειά είναι να ελέγχει ωστε όποιος τον συναντά με σεβασμό να ενώνει τα πόδια και τα χέρια στα πλευρά [=στάση προσοχής], το οποίο είναι ένας τρόπος χαιρετισμού. Παρεκεί καθότανε μιά κυρία με έναν κόκκινο σταυρό στο μπράτσο. Αυτή περιποιείται τους ανθρώπους που πατιούνται [τραυματίζονται] απο αμάξια. Ήταν και κάποιος ο οποίος πιάνει τα σκυλιά όσα δέν έχουν κανένα νόμισμα [μεταλλική ετικέτα] στο λαιμό. Πιό εκεί καθόταν έναν άνθρωπος, ο οποίος σε ένα κτήριο βάζει [εργάτες] να φτιάχνουνε ρολά καπνού [τσιγάρα και πούρα]. Παρα’κεί, ένας που πουλάει χάπια εναντίον των ασθενειών που δημιουργούνται απο τη βρώμα του καπνού. Παρα’κεί, ένας αριθμο-υπάλληλος που καταγράφει ποιοί πληρώνουν χρήματα για την περίπτωση που χτυπηθούν απο αμάξι (προς τί αυτό, θα γράψω αργότερα). Παρα’κεί, κάποιος που πουλάει κάρβουνο με το οποίο κινούνται οι άμαξες, και ένας που φτιάχνει [κρατάει] βιβλία στα οποία βρίσκεται γραμμένο πότε κινούνται οι άμαξες [=τραίνα]. Ο κάθε ένας στην κοιλιάτου κουβαλάει έναν χρονο-δείκτη [ρολόι τσέπης] και με αυτό βλέπει πότε το τραίνο σταματάει και πότε προχωράει.
Παρα’κεί καθόταν έναν άνθρωπος με γυαλιά στα μάτια. Αυτουνού η δουλειά ήταν να διηγείται πώς ήταν παλιότερα και πώς είναι τώρα [=ιστορικός]. Αυτός μου είπε οτι αυτή η καλορυθμισμένη κυκλοφορία των οχημάτων είναι μιά ένδειξη του υψηλού πολιτισμού των Wasungu. [Είπε:] «Υπήρχε κάποτε εποχή που δέν υπήρχαν σιδηροδοκοί στο δρόμο, όπου [τώρα] ταξιδεύουμε. Τότε όλοι έλεγαν οτι δέν χρειάζεται εδώ να πηγαίνει αμάξι, και κανένας δέν ήθελε να ταξιδέψει με αμάξι, ενώ τώρα όλοι βλέπουμε τί τρομακτική ανάπτυξη επιτεύχθηκε στην συγκοινωνία μέσω της κατασκευής της αμαξοστοιχίας».
Εγώ πάντως διαπίστωσα οτι όλοι αυτοί οι παλαβοί ήταν στο δρόμο όχι προς τη ζωή και την καλή εργασία, παρα μόνο προς το να κάνουν τα τραίνα να τρέχουν και ύστερα να διορθώνουν τις ζημιές που προκύπτουν απο την εδώ-κι-εκεί-κυκλοφορία οχημάτων. Άν όλοι αυτοί οι παλαβοί μένανε στα χωράφιατους και στα παιδιάτους, τότε δέν θα χρειαζόταν καμιά αμαξοστοιχία να τρέχει πάνω στις σιδηροδοκούς, και άν δέν κυκλοφορούσανε τραίνα, θα μπορούσαν όλοι να έχουν ένα χωράφι και να είναι ευτυχισμένοι.
Γι’ αυτό φύλαξε, Kigeri [=βασιλικός τίτλος] την όμορφη χώραΣου απο την «τάξη» των Wasungu, απο τις άμαξες και τους σιδηρόδρομους, και μήν επιτρέψεις να φέρουν στη χώρα[μας] τον χρονο-δείκτη [ρολόι] που κοιτάζονταςτο οι άνθρωποι έχουν αποβλακωθεί. Οι άνθρωποι δέν χρειάζονται χρονο-δείκτη [ρολόι]. Χαράζοντας η μέρα, κακαρίζει ο κόκορας. Τη μέρα έχει φώς, την νύχτα σκοτάδι. Το πρωί υψώνεται ο ήλιος, το μεσημέρι στέκεται στο πιό ψηλό σημείο, και το βράδυ χαμηλώνει. Η ζωή όμως τελειώνει με τον θάνατο. Μόνο αυτό χρειάζονται οι άνθρωποι να ξέρουν. [σημείωση του μεταφραστή: είναι κοινός τόπος στην αφρικανική λογοτεχνία: έχω υπ’ όψημου ένα αφρικανικό παραδοσιακό τραγούδι: «όταν έπλασε τον κόσμο ο Θεός, έπλασε και τον ήλιο. Ο ήλιος ανατέλλει, δύει, και ανατέλλει ξανά. Έπλασε και το φεγγάρι· το φεγγάρι μεγαλώνει, χάνεται, και μεγαλώνει ξανά. Έπλασε και τον άνθρωπο· ο άνθρωπος γεννιέται, ζεί πεθαίνει, και δέν ξανάρχεται στη ζωή» - σε αντίθεση με τον ήλιο, το φεγγάρι, και άλλα όντα που ξαναεμφανίζονται]. Όπου όμως κυκλοφορούν τραίνα, εκεί πρέπει να υπάρχουν και χρονο-δείκτες [ρολόγια], και ξανά απο την αρχή άνθρωποι που φτιάχνουν ρολόγια και βάζουν τάξη, και απο αυτά προκύπτει όλη η άλλη ανόητη, εντελώς άχρηστη εργασία, που με αυτήν όλοι οι άνθρωποι χάνουν την υγείατους και τη χαράτους. Βρίσκω οτι αυτοί οι χρονο-παλαβοί όλοι τρέχουν μπερδεμένοι ο ένας με τον άλλο μόνο για να κυκλοφορούν με αμάξια, και κυκλοφορούν με αμάξια μόνο για να τρέχουν μπερδεμένοι ο ένας με τον άλλο και ο ένας να εμποδίζει το δρόμο του αλλουνού. Σου έχω γράψει για πράγματα που πρέπει να παραμείνουν ξένα προς τους σοφούς της Kitara, άν θέλουν να παραμείνουν άνθρωποι.
Σε χαιρετά ο πιστόςΣου Lukanga.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-11-2012 | |