Θαλασσοπούλια

Δημιουργός: Ίμερος, Μιχάλης Κάρος

Μια γεύση από ένα νέο πόνημα που τρέχει...ακόμα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Τα ταραγμένα νερά του πέλαγου κουνούσαν τη βάρκα μου τόσο πολύ, που μόλις και κρατιόμουνα πάνω της. Το πρόσωπό μου ήταν λουσμένο από την αλμύρα και τα μάτια μου τσούζανε ανυπόφορα. Άρχισα να μετανιώνω για την τόσο επιπόλαια απόφασή μου να βγω έξω και μάλιστα μόνος μου. Το δελτίου καιρού δεν ήταν και τόσο τραγικό για να με τρομάξει και έτσι το αποφάσισα. Όταν ξεκίνησα ήταν κάλμα, μετά από 2 - 3 ώρες άρχισε να γεμίζει ο ουρανός στον ορίζοντα με γκρίζα σύννεφα στην αρχή και μαύρα μετά, όσο περνούσε η ώρα, σκοτείνιαζε ο ουρανός και η νύχτα διαδεχόταν τη μέρα, κάπως πρόωρα. Έλα ντε που είχα ρίξει τα δίχτυα και τα λυπόμουνα να τα μαζέψω αδειανά. Για να γυρίσω πίσω ούτε λόγος, δεν θα με φτάνανε τα καύσιμα για να ξαναγυρίσω να τα μαζέψω όταν θα είχε καλμάρει ο καιρός. Αποφάσισα έστω και αργά να τα φέρω πάνω ότι και να γίνει, δεν ήθελα βλέπεις να με πάρουν στο ψιλό οι χωριανοί μου ότι έχασα τα εργαλεία μου. Μακριά στο βάθος έβλεπα τα αχνά φώτα του χωριού που με το σκαμπανέβασμα της βάρκας ήταν σαν να με χαιρετούσαν. Λες να ξέρανε κάτι περισσότερο από μένα και την τύχη μου; αναλογίστηκα. Τώρα πια, μετά από μεγάλη προσπάθεια, είχα φτάσει στο μέσο των διχτυών και δεν θα τα παράταγα στο τέλος. Η βροχή που άρχισε να πέφτει θόλωσε τα φώτα του χωριού και ανάλογα με τη ριπή του ανέμου χάνονταν ολότελα κάποιες στιγμές. Το πείσμα που μ' είχε πιάσει, είχε ρίζες στη γενιά μου, στον κύρη μου και το δικό του κι ακόμα παραπέρα. Λες και κάτι μ' έσπρωχνε να παίρνω αντίθετες με τη λογική αποφάσεις. Λες και δοκίμαζα την τύχη μου, λες και ... άστο να πάει καλύτερα. Με ήξεραν όλοι για το χούι μου αυτό και δεν μου πήγαιναν κόντρα πια. Χεριά τη χεριά, μηχανικά πλέον μάζευα τα δίχτυα και με το ρυθμό γύρναγα και θυμόμουνα διάφορα περιστατικά και εικόνες από τα παιδικά μου χρόνια στο σχολείο την πλατεία, στην αλάνα με τη μπάλα, και τις κουτρουβάλες στην άκρη του χωριού πηγαίνοντας για το σχολείο. Έψαχνα να δω το σημάδι που θα μου λέγε ότι κοντεύω να φέρω πάνω το δίχτυ, ατέλειωτο ήτανε, συνέχισα να μαζεύω και παρακαλούσα να μην σβήσει η μηχανή και μείνω μεσοπέλαγα. Όταν άρχισε να βαραίνει περισσότερο το δίχτυ και η βάρκα να κουνάει λιγότερο κατάλαβα πως το είχα περάσει το σημάδι και δεν το είδα. Με την αγωνία μου για το εργαλείο, ξέχασα τον καιρό και τη θάλασσα με τα γινάτια της. Αν ήμουν πιο ψύχραιμος θα είχα καταλάβει πως με είχε παρασύρει ακόμα πιο μέσα όταν ελευθερώθηκε το δίχτυ από την άγκυρά του. Δεν με ένοιαζε πλέον, αν είχα πιάσει έστω και γόπα τώρα πια, την επιστροφή σκεφτόμουνα. Θα δυσκολευόμουνα, το 'ξερα, αλλά είχα και την ελπίδα ότι αν είχε πάρει χαμπάρι, ο καπετάν Μιχάλης ότι το καΐκι μου έλειπε, ίσως έβαζε πλώρη να με ψάξει. Τι κάθομαι και σκέφτομαι μάλωσα τον εαυτό μου, ναυάγησες πριν ακόμα προσπαθήσεις; Το τελευταίο και πιο δύσκολο κομμάτι από τα δίχτυα, ήταν μπροστά στα μάτια μου και πήρα κουράγιο από αυτό. Μόνο που όταν το κοίταξα καλά δεν μου φάνηκε και τόσο άδειο, όσο περίμενα. Δεν ήταν ώρα για να δω τι είχα πιάσει, ήταν ώρα για την επιστροφή, σε μια απότομη μπαταρισιά της βάρκας έφερα το δίχτυ πάνω. Αποκαμωμένος αλλά με τον πανικό της μοναξιάς και της επίγνωσης του τι μπορεί να με περιμένει, έπιασα τη λαγουδέρα σταθερά και άνοιξα το γκάζι της μηχανής στο τέρμα. Άλλαξε ο θόρυβός της απότομα και αισθάνθηκα το ελπιδοφόρο μήνυμα της επιστροφής κάτω από τα πόδια μου, το τράνταγμα της μηχανής που τα έδινε όλα. Έψαξα να βρω τα φώτα του χωριού αφού προσάρμοσα την πλώρη στο κύμα. Δεν κατάφερα να δω τίποτα στην αρχή, περίμενα το επόμενο κύμα να με ανεβάσει για να δω καλύτερα. Είχα πέσει έξω στους υπολογισμούς μου, ήμουν πιο αριστερά απ' ότι έπρεπε. Γύρισα το τιμόνι και ξέροντας πλέον την κατεύθυνση το μόνο που έμενε ήταν να τα βρω με τον καιρό. Κάπου θα έβρισκα μια τρύπα στην ανάσα του για να μπορέσω να πλησιάσω στον κάβο, από κει και μετά όλα θα ήταν παιχνιδάκι. Λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο φαίνεται, οι αλλεπάλληλες ριπές του αέρα και της βροχής, λες και με κρατούσαν δεμένο στο προηγούμενο κύμα. Λες και τα κύματα θέλανε να με πάνε αλλού γι αλλού. Η μηχανή της βάρκας έσκουζε και αγκομαχούσε, μέχρι στιγμής με είχε βγάλει παλικάρι, μακάρι να κρατούσε μέχρι το τέλος έτσι. Όσο έβλεπα την τρόμπα να πετάει νερά δεν φοβόμουνα κι ας μην άκουγα το θόρυβο της μηχανής την ένοιωθα και την έβλεπα ότι δουλεύει ακούραστα. Στο γύρισμα του αέρα πήρα κάνα δυο κύματα και άρχισα να ελπίζω, που θα πας δεν μπορεί να είσαι όλο κόντρα θα γυρίσεις σε λιγάκι, ευχόμουνα μέσα μου. Κύμα το κύμα άρχισε να καθαρίζει στο βάθος το σχήμα των λόφων πίσω από το χωριό. Ήξερα πως ήμουν λιγότερο από μισή ώρα κοντά στον προορισμό μου. Μμμ μισή είπα; άστο καλύτερα μην το υπολογίζεις έτσι σκέφτηκα. Μισή στη μπουνάτσα, στη φουρτούνα όμως; ποιος νοιάζεται για την ώρα όταν του χτυπάνε τα κουδούνια της κόλασης; άρχισα να κάνω σχέδια για το μόλις έφτανα στο λιμάνι. Είχα βάλει το φαγητό στο ψυγείο ή θα είχε χαλάσει και θα έμενα νηστικός; είχαν περάσει τόσες πολλές ώρες απ' όταν έφυγα...κοίτα να δεις που πάλι ανάποδα σκέφτομαι, βρήκα την ώρα ο άχρηστος. Πέρναγαν τα λεπτά βασανιστικά αργά και η απόσταση δεν έδειχνε να μικραίνει, μόνο η ελπίδα μου μεγάλωνε. Πήρα στο πλάι τον καιρό και έκανα κάνα μίλι πάλι, το γύρισα κόντρα και κόλλησα στη ράχη του κύματος που λες και με παράσερνε μαζί του. Ξανά στο πλάι, ξανά πρίμα που θα μου πας; δεν έχεις να κάνει με κανένα παιδάκι κυρά μου τη μάλωσα. Την απάντησή της δεν μπορώ να την περιγράψω με λόγια, μου έδωσε μια, που δεν ήθελα άλλη. Με βούτηξε λες και με σήκωσε σαν τον παπά που με βάφτιζε. Δεν ξανάπα κουβέντα, άστη λέω που θα πάει, θα της περάσει. Δεν πέρασε πολύ ώρα και είδα τον κάβο καθαρά, εδώ σ' έχω, είπα στον καιρό, ότι και να κάνεις μια απλωτή έμεινε. Άρχισα να αισθάνομαι άτρωτος πλέον. Από κει και μετά ήταν υπόθεση δέκα λεπτών μέχρι να δέσω το παλαμάρι της βάρκας στη δέστρα μου. Λες και γύρισες το διακόπτη, όσο πλησίαζα στο λιμανάκι, άρχισε να γαληνεύει και κατάλαβα την πλάτη μου να μην την δέρνει το κύμα και η βροχή, τόσο δυνατά. Μου το φύλαγες κυρά, δεν σου αρέσουν οι θρασείς σαν εμένα και βάλθηκες να μου δώσεις ένα μαθηματάκι εεε; στρίβοντας το φάρο είδα τα φώτα στο σκαρί του καπετάν Μιχάλη αναμμένα. Ήταν έτοιμος να βγει να με ψάξει. Όταν πλησίασα κι άλλο τον είδα να κουνάει το κεφάλι του και φαντάστηκα τι θα μου έσουρνε, γι αυτό και δεν βιάστηκα ν' αράξω πλάι του. Εσύ παιδάκι μου δεν πας καλά, μου 'φερε τη φωνή του ο αέρας. Έτσι μου 'λεγε πάντα όταν ήθελε να με μαλώσει. Τον έβλεπα όμως με την άκρη του ματιού μου να σκάει το χειλάκι του για λίγο. Με ήξερε από μωρό, με είχε ζήσει σε όλες, τις φάσεις της ζωής μου. Τα σπίτια μας ήταν κολλητά μπροστά και στην πίσω αυλή μας χώριζε μόνο ένας χαμηλός φράχτης. Μόνος του αυτός απ' όταν έχασε την κυρά Πόπη, μόνος κι εγώ απ' όταν έχασα τους δικούς μου, χρόνια τώρα. Από μικρό με είχε σαν παιδί του, με έπαιρνε στο ψάρεμα και μου έμαθε όλα αυτά που ξέρω. Ο πατέρας μου δεν ήταν θαλασσινός στην κοινότητα δούλευε γραμματέας, αλλά η δική μου αγάπη ήταν η θάλασσα. Ότι δεν μπορούσε να μου το μάθει αυτός μου το έμαθε ο καπετάνιος. Υπήρχε μια μεγάλη εκτίμηση και αγάπη μεταξύ μας, που μεγάλωσε από τις απώλειες των αγαπημένων μας. Μπορεί να μην λέγαμε πολλά λόγια, αλλά ήταν λες και ανταλλάσαμε μηνύματα με το μυαλό, με τα μάτια ή με ένα απλό κούνημα του κεφαλιού, σαν να ήξερε ο ένας την ανάγκη του άλλου. Εκεί που τέλειωνε το ντουβάρι του σπιτιού και άρχιζε η μάντρα, υπήρχε μια τρύπα, ανάμεσα στα δύο σπίτια. Εκεί ανάμεσα στις πέτρες, πάνω στην πιο πλατιά, μου έβαζε το φαγητό, όταν προσπάθησα να κάνω το ίδιο είδα πως δεν το είχε αγγίξει και το ξαναμάζεψα. Από κει και μετά δεν τόλμησα να το ξανακάνω. Δεν ήταν άνθρωπος που θα έδειχνε την ανάγκη του, ήταν πολύ περήφανος για να το κάνει. Δεν στενοχωριόμουν γιατί ήξερα πως είχε τον τρόπο του και τα έβγαζε πέρα άνετα. Έπαιρνε σύνταξη από την Αμερική, τώρα το πως και το γιατί δεν τόλμησα να τον ρωτήσω ποτέ, μάλλον θα ήταν εκεί πριν ακόμα γεννηθώ, γιατί δεν είχα ακούσει κάτι σχετικό από τους δικούς μου.
Κατάκοπος και ζαλισμένος από το κύμα, έδεσα τη βάρκα στο χώρο μου και βάλθηκα να μαζεύω την ακαταστασία. Δεν υπήρχε περίπτωση να τ' αφήσω έτσι και να φύγω. Μου πήρε κάνα μισάωρο το γύρω-γύρω αυτό. Με είδε ο καπετάνιος που τέλειωσα και ήρθε για να βγάλουμε το δίχτυ έξω. Ο καιρός δεν μας πείραζε και μια και είχε καλμάρει κάτσαμε δίπλα σε κοντινή απόσταση και πιάσαμε το ξεψάρισμα. Καθάρισμα περισσότερο ήταν, και ψάξιμο για σκισίματα. Το πρώτο κομμάτι του διχτυού, έφυγε πολύ γρήγορα και φτάσαμε στα δύσκολα στο τέλος. Δεν είχε σχεδόν καθόλου ψάρια μόνο φύκια και κλαράκια που τα έμπλεκαν περισσότερο. Φτάνοντας δυο τρεις χεριές προς το τέλος, κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι ήταν μπερδεμένο που δεν έμοιαζε με ψαρικό. Ήταν κάτι μακρόστενο σα μεταλλικό που όμως ήταν καλυμμένο με φύκια και πεταλίδες. Κοίτα να δεις που θα μου έσκισε το δίχτυ και θα μπαλώνω βραδιάτικα. Ανέλαβε να το ξεμπλέξει ο καπετάνιος σαν πιο έμπειρος. Πολύ θα το φχαριστιότανε να το ξεμπερδέψει και να φανεί χρήσιμος και ικανός, όχι πως δεν ήταν, αλλά κάπου κάπου ήθελε και την επιβεβαίωση.
Με φανερή ανακούφιση το έβγαλε και το έριξε μέσα στον κουβά με το νερό και τα ψάρια χωρίς να το πολυεξετάσει. Το πήρα με τη σειρά μου στο χέρι και το έφερα μια βόλτα για να δω τι μπορεί να ήταν αυτό. Πρέπει να ζύγιζε περίπου δύο κιλά και ήταν περισσότερο από μια πιθαμή μακρύ. Είχε πάχος τρία δάχτυλα με τα στολίδια της θάλασσας. Όλως περιέργως δεν βρήκα ούτε ένα σκίσιμο στα δίχτυα, μόνο στο σχοινί βρήκα ένα βαθύ. Θα το ματίσω αύριο σκέφτηκα και βάλθηκα να πετάω στον κουβά τα λιγοστά ψάρια από το δίχτυ. Ο καπετάνιος μου κάνει νόημα όλα καλά από την μεριά του. Κάνω και την τελευταία κουλούρα από το δίχτυ πάνω στο τσουβάλι, παίρνω τον κουβά με τα ψάρια και φεύγωντας αφήνω τον καπετάνιο να πηγαίνει προς το καϊκι του.....
Συνεχίζεται....

Δημοσίευση στο stixoi.info: 17-12-2012