Ο ανήρ

Δημιουργός: Αλέξανδρος, Αλέξανδρος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[align=center]
Στο κέντρο που κατέβηκα, ένα τσιγάρο δρόμος,
τα πόδια μου κουράστηκαν και γέρνει μου ο ώμος.
Γκρίζα γένια και μαλλιά, μεσόκοπος ανήρ,
ψιχάλιζε, μπουμπούνιζε, φυσούσε κι ο αήρ.

Σ’ ένα πεζούλι κάθοταν, τα χέρια του ξεράδια,
κουρέλια σε χαρτόκουτες, κοιμότανε τα βράδυα.
Τον είδα, τον απάντησα, πάνε πλέον βδομάδες
και κάθε τόσο ανάβανε της ενοχής οι δάδες.

Σήμερα στο κέντρο βρέθηκα, τον έψαξα και πάλι,
τον είδα που κοιμότανε στου κρύου την αγκάλη.
Και πόσο τον εζήλεψα, μικρός στο μεγαλείο
που η ψυχή τού έδωσε, ζωής του το σχολείο.

Και τι να πω εγώ, ποιο λόγο να προβάλω,
που τη ζωή μου έκανα στον κόρακα ρεγάλο.
Άσπρα γένια και μαλλιά, γεράκος ο ανήρ,
ψιλόβρεχε, δεν άστραφτε, τον πήρε ο αιθήρ.
[/align]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 21-12-2012