6ο γράμμα για τους Wasungu, περι μετρήσεων Δημιουργός: anuya, Diogenees θα αναρτήσω άν θέλει ο Θεός όλες τις (9) επιστολές κ παρακαλώ άν κάποιος έχει εκδοτικό οίκο να τις δημοσιεύσουμε σε βιβλίο ή άν κάποιος γνωρίζει κάποιον εκδοτικό οίκο να με φέρει σε επικοινωνία, τώρα που κλείνουν 100 χρόνια Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [align=center][B][font=Palatino Linotype][color=navy]Έκτη επιστολή
Βερολίνο, 1η Νοεμβρίου 1912.
Mukama! φίλε των ταύρων! [βασιλικός τίτλος]
Τα βουνά και οι κοιλάδες της Kitara συνδέονται μεταξύτους με στενά μονοπάτια, στα οποία βαδίδουν βόδια, πρόβατα και άνθρωποι. Εκεί που το έδαφος μαλακώνει απο πηγές, τα βόδια βαδίζουν πάνω στα παλιάτους ίχνη και αφήνουν σβώλους γής σάν στρωτήρες ανάμεσα στις πατημασιέςτους. Πάνω στα έλη των παπύρων που βρίσκονται στα πιό βαθιά μέρη των κοιλάδων, οι δικοίΣου Wahutu [αγρότες] βάζουν δέσμες καλαμιών, και στο ρέμα περιμένει ένας κορμός δέντρου που τον άδειασαν και τον έκαναν κοίλο για να χρησιμεύει ώς βάρκα για πέραμα. [σημείωση: οι δέσμες / δεμάτια καλαμιών, που δέν βουλιάζουν στη λάσπη, χρησιμεύουν σάν γεφυράκια για να μπορεί κανείς να πατήσει επάνω και έτσι να διαπεράσει το έλος όπου κυριαρχούν τα φυτά του παπύρου. Όσο για το πέρασμα των ρεμάτων, γίνεται με τα μονόξυλα που είναι αφημένα στις όχθες των ρεμάτων]. Δίπλα στις αχυρένιες καλύβες στα πόδια ψηλών βράχων, στέκονται μπανανιές. Τα γεννήματα [προϊόντα της γής] συγκεντρώνονται σε κοφίνια που στέκονται πάνω σε ξύλινα πόδια, ενώ σε μιά κούφια κολοκύθα φτιάχνει μιά κοπέλα για τον [φιλοξενούμενο] οδοιπόρο το ποτό απο μέλι. [κούφια κολοκύθα χρησιμοποιούμενη ώς δοχείο όπως συνηθιζόταν παλιά και στην Ελλάδα, λέγεται νεροκολοκύθα, φλασκί, φλάσκα, λαγηναρία, ή αγκλιά. Το ποτό απο μέλι προσφερόταν κατα το έθιμο σε κάθε φιλοξενούμενο. Ίσως πρόκειται για ποτό με περιεκτικότητα σε αλκοόλ, δεδομένου οτι σε κάποια μέρη της Αφρικής βάζουν το μέλι να υποστεί ζύμωση οπότε προκύπτει ένα ποτό φυσικώς αεριούχο, γλυκό, αρωματικό, και με αλκοόλ που προέρχεται απο τη ζύμωση. Η περιεκτικότητα σε αλκοόλ είναι μικρή, δεδομένου οτι δέν πρόκειται για αποσταγμένο ποτό. Παρόμοιο έθιμο στην Ινδία όριζε να προσφέρεται στον φιλοξενούμενο ποτό απο γάλα και μέλι].
Οι κορυφές των ηφαιστείων Karissimbi, Sabinjo, Niragongo χαιρετούν απο ψηλά. Απο πάνω [απο τις κορυφές των ηφαιστείων] ξαπλώνουν σύννεφα, τα οποία [στην ώρατους] στάζουν πάνω απο τις κοιλάδες, και το νερό κυλά σε χαριτωμένα ρυάκια προς την πεδιάδα της Kagara. Και τώρα, απο αυτήν την μεγαλειώδη γαλήνη και ομορφιά στρέψε το βλέμμαΣου στη χώρα των Wasungu. Είναι σάν να βλέπεις ένα σμήνος απο τερμίτες τους οποίους μιά εξοχική πυρκαγιά τους έβαλε σε αγωνία θανάτου. Ο ένας [τερμίτης] κουβαλάει εδώ, ο άλλος κουβαλάει εκεί πετραδάκια, αυγουλάκια, φυλλαράκια. Εδώ δέν μπορεί να γίνει λόγος για οδοιπόρους ούτε για μονοπάτια ούτε για την γαλήνη των κοιλάδων. Οι Wasungu διασχίζουν τη χώρατους τρέχοντας σάν σε αγώνα δρόμου εδώ και εκεί. Ισιώνουν τους δρόμους, τοποθετούν επάνω επίπεδα σιδερένια δοκάρια και βάζουν άμαξες να κατρακυλούν εκει πάνω, στις οποίες [άμαξες] μέσα κάθονται οι ίδιοι. Θα έλεγες πως θα έχουν κάτι πολύ σπουδαίο να κάνουν σε κάποιον άλλο τόπο.
Τέτοιο πράγμα όμως [να πηγαίνουν αλλού για κάποια σπουδαία δουλειά] ποτέ δέν συμβαίνει, απο όσο έχω δεί μέχρι τώρα. Έχουν όπως και εμείς γονείς, αδέρφια και παιδιά, που αρρωσταίνουν και πεθαίνουν, έχουν ανησυχίες και άγχη. Γι’ αυτό, καθώς λένε, τρέχουν διασχίζοντας τη χώρα• δηλαδή [καθώς λένε] έχουν όλους τους λόγους για τους οποίους και εμείς στην Kitara πηγαίνουμε κάπου ή μένουμε στο σπίτιμας.
Αλλα ακόμη πιό παράδοξο είναι το τί κάνουνε παντού με τα πράγματα που μαζεύουν και καταγίνονται μ’ αυτά. [εδώ δέν μπορώ να μεταφράσω επακριβώς εκτός ίσως άν μεταχειριστώ διαλεκτικούς τύπους. Το πρωτότυπο λέει οτι τα διάφορα πράγματα τα «zusammenkratzen», επι λέξει «τα ξύνουν το ένα πάνω στο άλλο», που σημαίνει οτι τα μαζεύουν, τα τσουβαλιάζουν μαζί, ασχολούνται άσκοπα με αυτά, αυτό λέγεται πολύ περιφρονητικά, οτι οι ασχολίεςτους με τα διάφορα πράγματα είναι τόσο άσκοπες, σάν να τα βάζουνε να τρίβονται και να συγκρούονται μεταξύτους ηχώντας. Έτσι περιφρονητικά χρησιμοποιείται στη βόρεια Ελλάδα ο όρος «κωλοθέλια» =άχρηστα πράγματα, που θα έπρεπε κανείς να βαριέται να ασχολείται με αυτά, ή «καλαμπαλίκια» =ενοχλητική πληθώρα πραγμάτων]. Και αυτά ακόμη τα πακετάρουν και τα φορτώνουν σε άμαξες τις οποίες άσκοπα βάζουν να τρέχουν τόσο γρήγορα που κανένας άνθρωπος δέν θα μπορούσε να τρέξει μαζί. «Άσκοπα» λέω. Διότι συχνά έχω δεί άμαξες να προσπερνούν η μία την άλλη φορτωμένες με τα ίδια πράγματα. [η σκέψη του Lukanga Mukara είναι οτι άν τα μεταφερόμενα φορτία ήταν για να καλύψουν κάποιες ανάγκες του λαού, θα αρκούσε ένα μόνο τραίνο να μεταφέρει κάποια αγαθά σε κάποιον τόπο, είναι παράλογο δύο διαφορετικά τραίνα ή άμαξες να μεταφέρουν προς τον ίδιο τόπο αγαθά τα οποία θα μπορούσαν να μεταφερθούν απο ένα μόνο τραίνο ή μία μόνο άμαξα, άρα αυτό που κάνουν είναι άσκοπο, χωρίς νόημα, «sinnlos»].
Παντού σ’ αυτούς τους δρόμους απο σιδερένια δοκάρια στέκονται άνθρωποι οι οποίοι ελέγχουν, σφυρίζουν, φυσούν [τρομπέτες] και χειρονομούν, κουδουνίζουν και κοιτάζουν τους χρονο-δείκτες που είναι στημένοι [σε στύλους, τοίχους κλπ] ή που κουβαλάνε στο σώματους με αλυσίδα [ρολόγια τσέπης]. Αυτήν τη χαζομάρα την ονομάζουνε Verkehr [συγκοινωνία], και το έχουνε αυτό το χαζό πράγμα για τόσο σπουδαίο, ωστε τη νύχτα δέν κοιμούνται, αλλα στήνουν πυρσούς [φώτα] και περιστρέφουν χρωματιστά φώτα. Οι άνθρωποι που ταξιδεύουν με τα βαγόνια, έχουν βιβλία στα οποία είναι γραμμένο πόσο γρήγορα οι άμαξες [τραίνα] ορμούν κατα δώ και κατα κεί. Όλο κοιτάζουν σε αυτά τα βιβλία και στους χρονο-δείκτες που έχουν στις τσέπες των ρούχωντους. Ακόμα και οι πιό ηλικιωμένοι χαίρονται παιδιάστικα με αυτές τις χαζομάρες.
Για να καταλάβω τη χαρά αυτής της χαζομάρας, ακολούθησα έναν χαζό ο οποίος είχε αναλάβει ώς καθήκοντου να καταγράφει πόσοι άνθρωποι, ζώα, πέτρες, κολοκύθια, κομμένα δέντρα στέλνονταν εδώ και εκεί με την άμαξα [τραίνο]. Αυτός κουβαλούσε ένα βιβλίο στο οποίο μου έδειξε οτι αυτό το πράγμα γίνεται κάθε χρόνο και περισσότερο. Τότε ρώτησα, πότε θα είναι αρκετό; Αυτό δέν το ήξερε. [Στο βιβλίο του έδειξε τα στοιχεία που έδειχναν οτι κάθε χρόνο μεγάλωναν οι ποσότητες των μεταφερόμενων με το τραίνο αγαθών. Ο Lukanga ρώτησε ποιά ήταν η ποσότητα που θεωρούνταν αρκετή, ποιός είναι, με άλλα λογια, ο στόχος στον οποίο η συγκοινωνία προσπαθεί να φτάσει απο άποψη μεταφερόμενων ποσοτήτων. Ο ευρωπαίος δέν ήξερε να απαντήσει σε αυτήν την ερώτηση, όπως και γενικά ο «πολιτισμένος» ευρωπαίος δέν ξέρει ποιά πρέπει να είναι τα όρια της ανάπτυξης. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η «ανάπτυξη» είναι καταδικασμένη και βλάσφημη, διότι δέν θέλει να γνωρίζει όριο, ενώ οι δυνατότητες της γής είναι πεπερασμένες. Αυτή η βλασφημία μοιάζει με την επιχείρηση να χτιστεί ο πύργος της Βαβέλ που θα φτάνει στον άπειρο ουρανό, χτισμένος με υλικά της πεπερασμένης γής.] Μεγάλε Βασιλέα, την ανοησία αυτών των Wasungu την έχω τώρα κατανοήσει ακόμη σαφέστερα, και θα σου μεταδώσω αυτήν την κατανόηση, απο όσο λίγο μυαλό κι αν μου έχει μείνει. Ένα πράγμα Σου λέω: φύλαξε τον λαόΣου απο αυτούς τους φονιάδες και ληστές. Τα δάκρυάμου τρέχουν καθώς σου γράφω αυτό: γιατί φοβάμαι οτι δέν μπορείς να προστατέψεις ούτε τον περήφανο λαόΣου ούτε την ήσυχη χώραΣου απο όντα παρανοϊκά που δέν βλέπουνε οτι με αναμμένους πυρσούς θέλουν να ευλογήσουν τις αχυρένιες σκεπές των κατοικιών[μας]. Δέν βλέπουνε οτι γυρίζουν γύρω γύρω στον ίδιο κύκλο πάντα, [δέν βλέπουνε] οτι δέν κάνουν άλλο απο το να ανακατεύουν και να αναταράζουν ό,τι είναι πάνω ή μέσα στη γή, [δέν βλέπουν] οτι την ομορφιά και τον πλούτο της γής καταστρέφουν. [ανακατεύουν και αναταράζουν, «durcheinanderwerfen» επι λέξει: ρίχνουν [βίαια] το ένα πράγμα πάνω στο άλλο]. Σ’ αυτό έχουνε και ανταγωνισμό. Όχι μόνο άτομα, αλλα και πληθυσμοί ολόκληρων περιοχών και έθνη ολόκληρα ανταγωνίζονται, ποιός θα κάνει τα πιό παράλογα πράγματα, ποιός θα καταστρέψει περισσότερους θησαυρούς [της γής], ποιός θα τρέξει πιό πολύ εδώ κι εκεί. Αυτό το ονομάζουν ζωή. Εγώ το ονομάζω θάνατο· το ονομάζουν «υγιές». Εγώ βλέπω οτι αυτό είναι αρρώστια. Λοιπόν, αυτός ο ανόητος με τον οποίο ταξίδευα, ονομάζεται Karl. Ήταν περήφανος που είχε την ευκαιρία να μου παρουσιάσει τη βλακείατου. Άκου λοιπόν την ιστορίατου: Ο πατέραςτου του είχε αφήσει [κληρονομήσει] ένα κουτί με χαρτιά.
Μέσω της κατοχής αυτών των χαρτιών, επειδή στον κατάλληλο τόπο και στην κατάλληλη ώρα έβαλε κάποιους επακριβώς ορισμένους παλαβούς να γράψουν κάτι, κατάφερε να αποκτήσει την κυριότητα σε μιά κοιλάδα, όπου κατοικούσαν αγρότες. Εκεί λοιπόν ήταν ένας τόπος όπου ο Karl έπρεπε όλο να πηγαίνει, ή, όταν δέν πήγαινε εκεί, τότε πήγαινε, σύμφωνα με όσα ήταν γραμμένα [στα χαρτιά], σε άλλα μέρη, και κοίταζε στο βιβλίο με τους αριθμούς πότε οι άμαξες [τραίνα] αμολιούνται, κοίταζε και τον χρονο-δείκτη.
Τα χαρτιά όμως που είχαν τόση δύναμη, ο πατέρας του Karl τα απέκτησε επειδή είχε βρεί τον τρόπο να στερήσει απο χιλιάδες ανθρώπους τα χωράφιατους και τον καρπότους έτσι ωστε για να μήν πεινάσουν έπρεπε να κάνουν κάποια χαζή δουλειά για κείνον. Έτσι λοιπόν προέκυψαν τα χαρτιά που όντως είχαν τη δύναμη να κάνουν άλλους ανόητους να πιστεύουν οτι ο Karl έπρεπε να έχει την κυριότητα μίας κοιλάδας. Στην δέ κοιλάδα ο Karl έφερε και συγκέντρωσε πολλούς ανθρώπους οι οποίοι κάνανε κάτι το οποίο αυτός ονόμαζε «εργασία» [Arbeit]. Δηλαδή αμολιούνταν και τρέχανε απο δώ και απο κεί. Κάποιοι απο αυτούς «διορθώνανε» την ροή ενός ποταμού τον οποίο ο Θεός λανθασμένα είχε φτιάξει. Κυλούσε, όπως ο [ποταμός] Nyawarongo, με καμπές [μαιανδρικά] διαμέσου της πεδιάδας. Τώρα αυτός [ο Karl] τον έχει κάνει ίσιο. Άλλοι [απο τους εργάτεςτου] διώξανε απο τη θέσητου ένα βουνό που ήταν άχρηστο καθώς έλεγε ο Karl, και το ρίξανε [το βουνό] μέσα σε ένα έλος στο οποίο ώς τότε κατοικούσαν μόνο ερωδιοί [διάφορα υδρόβια πουλιά]. Ένα μεγάλο ρέμα κυλούσε γοργά προς την κοιλάδα· ο Karl έκρινε οτι δέν χρειαζόταν, έβαλε να συσωρεύσουν γή [χώμα] μπροστά απο αυτό και έκανε σάν τρελός απο τη χαράτου επειδή το νερό δέν μπορούσε πιά να τρέχει πάνω στη γή αλλα συσωρευόταν και ξεχειλίζοντας έπεφτε πάνω σε τροχούς κάνονταςτους να γυρίζουν, δηλαδή κάτι που κάθε παιδί μπορεί να σκεφτεί να κάνει όταν λούζεται κάτω απο έναν καταρράχτη.
[Εννοεί οτι κάθε παιδί όταν πηγαίνει σε ένα ρέμα και λούζεται παίζοντας καθώς δέχεται στο σώματου τα νερά που πέφτουν απο πάνω, μπορεί να σκεφτεί αυτό το παιχνίδι: να φτιάξει έναν τροχό που να γυρίζει απο τα νερά που πέφτουν. Και ο Karl αυτό το παιχνίδι το είχε για τόσο σπουδαίο επίτευγμα ωστε να κάνει σάν παλαβός].
Αυτό το πηγαιν’έλα ο Karl το έκανε για τον εξής σκοπό: απο τα δημητριακά, τα οποία απο παντού μάζευε, αποσπούσε ένα μέρος [την καλύτερη ποιότητα]. Τα υπόλοιπα, που ήταν κακής ποιότητας, τα έπαιρνε ο κόσμος. Ο Karl φρόντιζε ωστε ο κόσμος να μπορεί να αγοράζει μόνο της κακής ποιότητας τα δημητριακά και να αναγκάζεται να δίνει για αυτά περισσότερα χρήματα απο ό,τι [θα έδινε] για τον [καλό] καρπό. Για να το πετύχει αυτό, ταξιδεύει με την άμαξα [τραίνο] εδώ κι εκεί. Θέλει όμως οι φτωχοί άνθρωποι απο τα χαλασμένα δημητριακά να αρρωσταίνουν και να γίνονται φιλάσθενοι, [το ξέρω αυτό] διότι έχει χαρτιά που αποδεικνύουν οτι γίνεται πλουσιότερος όταν οι άνθρωποι αγοράζουν ένα τονωτικό φάρμακο το οποίο ο αδερφόςτου βάζει [τους υπαλλήλουςτου] να αναμιγνύουν [να συνθέτουν, να φτιάχνουν]. Ένας άλλος αδερφόςτου είναι μάγος και παίρνει απο τους φτωχούς λεφτά επειδή σ’ αυτόν οφείλουν να παραπονιούνται εξηγώντας πόσο αδύναμοι αισθάνονται ωστε αυτός να γράφει σε ένα χαρτάκι πώς λέγεται το τονωτικό φάρμακο που πρέπει να αγοράσουν. Επιπλέον ο κόσμος αγοράζει καθημερινά ένα χαρτί [έντυπο] στο οποίο ο Karl βάζει να γράφουν οτι το τονωτικό αυτό είναι καλό. Τον ρώτησα, τί περιέχει λοιπόν το φάρμακο αυτό; Μου απάντησε οτι αυτό δέν επιτρέπεται κανείς να το μάθει. Τώρα βλέπω λοιπόν και το εξής: ο Karl και τα αδέρφιατου ταξιδεύουν τριγύρω με την άμαξα [τραίνο] τόσο πολύ, για να φροντίζουν ωστε οι άνθρωποι να παραμένουν φτωχοί και αφελείς και έτσι να γίνονται εκούσια σκλάβοι. Φροντίζουν ωστε οι σκλάβοι να μή μπορούν να ζήσουν χωρίς χρήμα, αλλα και χρήματα να μήν έχουν ποτέ πολλά, και έτσι ποτέ να μήν παύουν να δουλεύουν, και με τα χρήματατους να αγοράζουν αυτό που τους κρατάει μέσα στη φτώχεια και την ασθένεια ενώ εκείνον τον κάνει πλούσιο. Τα παιδιά αυτών των σκλάβων πρέπει να μαθαίνουν. Αλλα κι αυτό είναι για κακήτους τύχη: διότι ο Karl φροντίζει ωστε να μαθαίνουν μόνο ό,τι εξυπηρετεί στο να γίνεται ο ίδιος πλουσιότερος και εκείνοι φτωχότεροι. Άν δέν μαθαίνανε [γράμματα], τότε δέν θα ξέρανε το όνομα του τονωτικού φαρμάκου και όλα εκείνα τα οποία ο Karl βάζει να γράφουν [διαφημιστικά] περι αυτού [του τονωτικού], μόνο θα παρατηρούσανε αυτό που ξέρει ο κάθε Hutu [αφρικανός αγρότης]: οτι όποιος τρώει ψημένα δημητριακά παραμένει υγιής. Αλλα επειδή ο λαός είναι έτσι που πιά δέν παρατηρεί παρα μόνο διαβάζει, και επειδή την διάκριση μεταξύ λίγων πλουσίων και πολλών φτωχών την θεωρεί ώς κάτι μέγα και θαυμαστό [άρα απαραβίαστο], αυτοαποκαλείται «πολιτισμένος λαός».
[«geröstetes Korn», εννοεί ελαφρώς ψημένα δημητριακά ώς βάση της διατροφής· οι Αφρικανοί συνήθως δέν φτιάχνουν ψωμί απο τα δημητριακά, αλλα τα αλέθουν χοντρά σάν σιμιγδάλι, το οποίο ρίχνουν σε νερό που πήρε βράση και ανακατεύουν ώσπου σε ένα – δυό λεπτά να πήξει. Κάτι παρόμοιο με την πολέντα ή «κατσαμάκι». Αυτό έχουν συνήθως αντί για ψωμί. Συνεκδοχικά εννοεί οτι όποιος τρέφεται με καθαρή φυσική και κατα βάσιν φυτική τροφή, δέν αρρωσταίνει ποτέ. Βλέπε σχετικά και την 5η επιστολή]
Θα ρωτήσεις όμως, όταν ο Karl και τα αδέρφιατου πλουτίζουν όλο και περισσότερο, τί γίνεται αυτό το χρήμα; Τότε χτίζουνε άχρηστα κτήρια και έτσι απασχολούνε τους σκλάβους [στο να χτίζουν]. Ή, προσφέρουν χρήματα ωστε οι άρρωστοι, οι ανάπηροι, οι ζητιάνοι και οι τρελλοί να μήν τους συναντούν, αλλα να είναι κλειδωμένοι μέσα σε όμορφα κτήρια… Όταν όμως με το πέρασμα του καιρού πάρα πολλοί σκλάβοι απο την φτώχεια και την πείνα συμβαίνει να επαναστατούν, πράγμα που δέν γίνεται να αποφευχθεί τελείως, τότε φροντίζουν ωστε μεγάλα καταστροφικά εργαλεία να καταστρέφουν ό,τι έχει χτισθεί και να κηρύσσουν τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Αλλα και με αυτό οι λίγοι γίνονται πλουσιότεροι, οι πολλοί φτωχότεροι.
Αλλα η μεγαλύτερη χαρά των Wasungu είναι το μέτρημα. Αυτό το έχεις δεί και Εσύ με τα μάτιαΣου. Πραγματικά, έχουν την εμμονή οτι δέκα καλύβες είναι δέκα καλύβες, και δέν μπορούν να το «χωνέψουν» οτι εμείς στην Kitara το έχουμε για απρέπεια να μετρήσουμε πόσες καλύβες στέκονται σ’ αυτό το μέρος ή πόσα καλάθια Matama [=Νέγρικο κεχρί] έχουν αποκτηθεί στη σοδειά. Σε θυμάμαι στη συνομιλία που είχες με εκείνον τον Sungu που σε επισκέφθηκε. Ο Sungu έγραψε [κάτι] στο βιβλίοτου και είπε: «λοιπόν εδώ στέκονται δέκα καλύβες». Εσύ κατατρομαγμένος του απάντησες: «δέκα; όχι, κύριε, είναι μερικές· ή μάλλον, πολλές». Τότε ο Sungu προχώρησε και δείχνοντας με το δάχτυλο κάθε μία καλύβα είπε φωναχτά: «μία, δύο, τρείς…». Όταν οι παρευρισκόμενοι το άκουσαν αυτό, τους έπιασε τρόμος, φύγανε μουρμουρίζοντας και κάνανε προσφορές [στο Θεό με προσευχές] μέσα στις καλύβεςτους [για αποτροπή του κακού]. Αυτό τον βόλεψε εκείνον τον χαζό [τον ευρωπαίο] στο να τελειώσει το μέτρημάτου. Ταραγμένος Σου είπε: «δέν είναι λοιπόν δέκα;» Εσύ χλώμιασες, τον παρακάλεσες να καθίσει στο σκαμνί που ήταν λαξευμένο απο ένα μόνο κομμάτι ξύλου, και του είπες: «Κύριε, [κοιτάξτε:] μιά καλύβα είναι για να κατοικούν κάποιοι. Ξέρει όμως κανείς απο έξω άν είναι άδεια; Και άν μέσα κατοικούν άνθρωποι, [ξέρουμε] άν μαζίτους εκεί η ευτυχία κατοικεί; Άλλωστε, εκείνο δέν είναι στην πραγματικότητα καλύβα: απλώς οι Wahutu [αγρότες] έχουν μαζέψει κοντάρια απο τα δάση του Kabe και ξερό χορτάρι απο τα βουνά όπου δέν βόσκουν βόδια, και αυτά τα πράγματα [κοντάρια και ξερό χορτάρι] καθώς στέκονται εκεί, εσείς τα νομίσατε οτι είναι καλύβα. Αλλα [και άν όντως είναι καλύβα] μπορεί [ας πούμε] να πάρει φωτιά οπότε δέν θα υπάρχει πιά [και τότε δέν είναι μέσα στον αριθμό που μετρήσατε], ή μπορεί ο κάτοικος της καλύβας να τραυματιστεί [απο ατύχημα] εκεί που βόσκει τα βόδια και να μή μπορεί να έρθει στην κατοικίατου, οπότε για εκείνον αυτό [που εσείς μετρήσατε] δέν είναι καλύβα. Για τέτοιους λόγους, είναι πλάνη το να μετράτε τις καλύβες, και η τιμωρία του Riangombe [Θεού] δέν λείπει, με τέτοια πράγματα που κάνετε». Τότε ο Sungu αλαζονικά γελώντας είπε: «είσαστε απλώς αμόρφωτοι και προληπτικοί. Θα σας στείλω ιεραποστόλους οι οποίοι θα σας φέρουν την σωστή πίστη και την αρίθμηση, με αυτά να γίνετε ένα χρήσιμο πολιτισμένο έθνος και να συμμετάσχετε στην παγκόσμια αγορά. Είναι καιρός πιά, εδώ θα αλλάξει όψη ο τόπος· οι γυμνοί θα μπορούν να αγοράζουν ρούχα, ο καθένας θα έχει το σπίτιτου απο τσιμέντο και πάνω σ’ αυτό έναν αριθμό σπιτιού, και με όλα μαζί θα είναι μιά εκκλησία, και μία φυλακή. Τα έξοδα για όλα αυτά θα τα πληρώσετε, αλλιώς στη φυλακή θα κλειστείτε. Τότε θα έρθει η τάξη και ο πολιτισμός σε αυτόν τον τόπο, και η ανοησία θα βγεί απο τα κεφάλιασας, άν χρειασθεί και με τη βία». Έτσι είπε, αλλα δέν τον κατάλαβαν όλοι.
Αυτήν τη συνομιλία πρέπει να αναλογισθώ όταν τώρα βλέπω τί συνέβη στους Wasungu. Ήτανε για το καλό της [χώραςμας] Kitara που για πρώτη φορά σκοτώθηκε ένας Sungu, εκείνος απο τους ελέφαντες στο Russissi, ωστε να συγκαταλεχθεί στην αρίθμηση:
"Δυστυχήματα στο κυνήγι κατα το έτος 1910:
Α. Ευρωπαίοι: α) Διαμαρτυρόμενοι: 3. β) Καθολικοί: 1. γ) Άλλοι: -
Β. Ιθαγενείς: α) Χριστιανοί Διαμαρτυρόμενοι: 8, Καθολικοί: 10 β) Παγανιστές: 13."
[σημείωση του μεταφραστή: στο πρωτότυπο ο όρος «Διαμαρτυρόμενοι» όπως καταχωρείται στα στατιστικά κατάστιχα των Γερμανών είναι ev. δηλαδή Ευαγγελιστές. Αυτόν τον όρο προτιμούν για τους εαυτούςτους οι Διαμαρτυρόμενοι όλων των ειδών]
Οι Wasungu έχουν τώρα βιώσει το πόσο παρανοϊκό πράγμα είναι η αρίθμηση, και οτι προσελκύει την τιμωρία της Θείας Δύναμης. Μετρούσαν τα πλοία που ταξιδεύουν στη θάλασσα, τους ανθρώπους που γεννιούνται, τα ρούχα που υφαίνονται, τον καρπό που σοδιάζεται, και πόσοι ταξιδεύουν εδώ και εκεί με πλοία και άμαξες. Γι’ αυτό ήρθε ένας πόλεμος και τους πήρε όλα τα πλοία, σκότωσε τους ανθρώπους, εμπόδισε την παραγωγή ρούχων, και μείωσε τα δημητριακά. Πιστεύεις τώρα οτι αυτό τους έβαλε μυαλό; [η συμφορά τους έφερε στα λογικάτους;] Καθόλου! Τί κάνουνε τώρα; μετράνε και καταγράφουνε πόσα πλοία βούλιαξαν, πόσο καιρό κράτησε ο πόλεμος, πόσοι άνθρωποι σκοτώθηκαν, πόσοι απο την φρίκη τρελλάθηκαν, πόσοι τραυματίσθηκαν, και εν συνεχείᾳ [μετρούν] απο όλους αυτούς πόσοι πίστευαν στον έναν Θεό και πόσοι στον άλλο. Αυτές τις μετρήσεις τις καταχωρούν σε όμορφα [πολυτελή] βιβλία, και αυτοί που διεξάγουν αυτήν την δουλειά [τη μέτρηση], όταν ολοκληρωθεί, αποκαλούνται "Herr Geheimer Ober" [«Προϊστάμενοι επι των Μυστικών Θεμάτων»], φτιάχνουν τις εικόνες [πορτραίτα]τους και λένε οτι είναι διάσημοι. Και έτσι δέν υπάρχει για τους Wasungu πραγματική δυστυχία: αφού ακόμη και απο τη δυστυχία και τον θάνατο βρίσκουν αφορμή να μετράνε, άρα χαίρονται.
Η χαρά του μετρήματος όμως είναι αυτό που τους εμποδίζει και απο το να εξαλείφουν τη δυστυχία απο τον φτωχό λαό. [Για παράδειγμα,] το ξέρουν οτι τα αλκοολούχα [και εν γένει εθιστικά, όπως ήταν το αψέντι] ποτά είναι βλαβερά για τους ανθρώπους. Τους φέρνει όμως χαρά που μπορούν κάθε χρόνο να μετράνε πόσοι άνθρωποι έπεσαν θύματα του αλκοολισμού, πόσα παιδιά γεννήθηκαν χωρίς συνείδηση απο αλκοολικούς γονείς, πόσες παραβάσεις των νόμων φέρνει το πιώμα του Pompe [δυνατού ποτού], τί ποσότητα απο το κάθε διαφορετικό ποτό χρειάσθηκε ωστε να επιφέρει συγκεκριμένο αριθμό ανθρωποκτονιών, πτωχεύσεων και κακουργημάτων, και πόσοι άνθρωποι κατα συνέπεια κλείστηκαν στις φυλακές.
Συμβαίνει [πολλές φορές] να συγκεντρώνονται σε μεγάλα κτήρια και να μιλάνε για αυτά τα θέματα λές και είναι γιορτή, και όλοι χαίρονται με τα όμορφα [πολυτελή] βιβλία που περιέχουν τους αριθμούς για τους φόνους, τις βιαιοπραγίες, τις ασέλγειες και τις ασθένειες. Στο κλείσιμο [αυτών των εκδηλώσεων] τιμούν επισήμως τον "Geheimen Ober" [«Μυστικό Προϊστάμενο» ή «Προϊστάμενο επι των Μυστικών Θεμάτων»] και απονέμουν επαίνους ο ένας στον άλλο. Και ύστερα πάνε και ρίχνουν οι ίδιοι στον καταπιώνατους εθιστικά ποτά και συζητούν για την ποσότητα, το χρώμα, την θερμοκρασία των ποτών και για το πόσο μπορεί κανείς να καταπίνει απο αυτά.
Προπάντων το διασκεδάζουν οι Wasungu όταν έχουν την ευκαιρία να μετράνε πόσο γρήγορα οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν χειροτερεύει η τροφήτους, όταν πολλοί μαζί κλείνονται σε μιά καλύβα [δωμάτιο], ή όταν αναγκάζονται να φτιάχνουν αδιάκοπα τα ίδια πράγματα. Έτσι λοιπόν ο Karl μου έδειχνε σε ένα όμορφο βιβλίο κάτι μετρήσεις, με τις οποίες οι μορφωμένοι Wasungu σπάζουν μεγάλη πλάκα: Πρίν απο πενήντα χρόνια όλοι οι Wasungu ακόμη και στα γεράματάτους είχανε πολύ γερά δόντια. Αυτό το είδα και μόνοςμου, όταν βγάλανε το κρανίο ενός γέρου απο έναν τάφο που έπρεπε να παραμερισθεί διότι ένας δρόμος δέν ήταν τόσο ίσιος όσο κατα τους Wasungu έπρεπε να είναι. Παλαιότερα λοιπόν υπήρχαν στα χωράφια όπως και σήμερα παντζάρια γεμάτα γλυκό χυμό, και οι άνθρωποι αυτόν τον χυμό τον σιγοβράζανε [να πυκνώσει], έτσι έπαιρνε χρώμα καφετί και γινόταν πυκνόρρευστος σάν μέλι. Ώσπου κάποιοι άνθρωποι απο το σινάφι του Karl βαλθήκανε αυτόν τον χυμό να τον μετατρέψουνε με μηχανές που μόνο οι ίδιοι επιτρέπονταν να έχουν· και εν τέλει απο αυτόν [τον χυμό] φτιάξανε άσπρους σκληρούς κόκκους που έχουν όψη όμοια με την άμμο του χαλαζία. Τότε λοιπόν έγινε πολλή φασαρία για να επιτευχθεί ο σκοπός να ονομασθούν "Herr Ober" [«κύριοι διευθυντές»] κι άλλοι σάν τον Karl και να βάλουν πάνω απο το βυζίτους ένα γυαλιστερό κομμάτι ορείχαλκου [παράσημο], έτσι ωστε ο κόσμος να πιστέψει οτι αυτό που εφευρέθηκε ήταν κάτι πολύ καλύτερο και οτι θα τους έκανε πιό ευτυχισμένους άν το αγόραζαν. Και έτσι καταφέρανε όλοι οι Karl να ξεσυνηθίσει ο κόσμος να τρώει αυτό που φυτρώνει τζάμπα στα χωράφια, και να επιβάλουν τα παντζάρια να τα παραδίδουν σε ένα μεγάλο σπίτι [κτήριο, εργοστάσιο], όπου χρησιμοποιείται φωτιά, ατμός, καπνός, διάφορα γρανάζια και βρώμα, εκεί κάτι μεγάλοι τροχοί γυρίζουν και στήνεται μιά μεγάλη επιγραφή «απαγορεύεται η είσοδος». Αυτό το όλο πράγμα, τα βράδια το φωτίζουν όμορφα, και σε ένα μικρότερο δωμάτιο [του εργοστασίου] γράφονται πολλά χαρτιά. Και έτσι περισσότεροι [σάν τον] Karl παραπαχύνανε, φορέσανε όμορφα ρούχα, και απέκτησαν όλο και μεγαλύτερα ρολλά καπνού [πούρα] στο στόμα, ενώ πολλοί άλλοι άνθρωποι γίνανε χλωμοί και με βρωμιάρικια όψη. Οι άσπροι κόκκοι όμως πουλιούνταν πολύ ακριβά.
Τώρα λοιπόν βρήκανε δουλειά καινούργιοι αριθμο-υπάλληλοι των οποίων το καθήκον είναι να καταγράφουν πόσο περισσότερους κάθε χρόνο άσπρους κόκκους τρώει ο χαζός κόσμος, και πόσα δόντια κατα συνέπεια σαπίζουν, πόσοι οδοντο-βγάλτες απασχολήθηκαν, και πόσο γρηγορότερα πεθαίνουν τώρα οι άνθρωποι. Μετά απο αυτά βγήκαν κάποιοι άνθρωποι και είπανε: δέν θέλουμε να παραγγέλνουμε άλλο τους άσπρους κόκκους, αλλα πρέπει να μάθουμε να τρώμε όπως πρώτα χυμό παντζαριού· τότε οι οδοντο-επισκευαστές απάντησαν: «τότε εμείς για τί είμαστε; πρέπει να έχουμε κάτι να κάνουμε»· και έδειξαν πόσο μεγάλη ήταν η τέχνητους να βουλώνουν δόντια με χρυσάφι και ολόκληρα δόντια ακόμη να φτιάχνουν απο χρυσάφι ή απο πέτρα. Και οι «Karl» που βάζουν [τους εργάτες] να φτιάχνουν τους άσπρους κόκκους και έτσι γίνονται πλουσιότεροι, βάλανε [δικούςτους ανθρώπους] να γράφουνε οτι το άσπρο προϊόν είναι υγιεινό, διότι σύμφωνα με την έρευνα ενός μυστικού υπερ-σοφού που έχει περισσότερα μεταλλικά κομματάκια πάνω απο τα βυζιάτου, αυτό [το άσπρο προϊόν, προφανώς: η ζάχαρη] μόλις πηγαίνει στην κοιλιά του ανθρώπου μετατρέπεται σε αίμα. Και αυτό το πιστέψανε όλοι οι Wasungu όσοι δέν ονομάζονται «Ober» [προϊστάμενοι, επικεφαλής] και δέν γνωρίζουνε [κρατικά, δημόσια] μυστικά και δέν φοράνε μεταλλικές πλακίτσες στο στήθος [παράσημα].
Όπως κάνανε με τα γλυκά παντζάρια, τα ίδια κάνανε και με τα δημητριακά. Φτιάχνουνε απο αυτά ένα αλεύρι μαλακό και εντελώς ίδιο με λεπτή σκόνη, και την τροφή που αποσπάται [απο τα δημητριακά κατα αυτήν την κατεργασία] την δίνουνε στα ζώα. Έτσι καταφέρανε να γίνονται οι άνθρωποι ασθενικοί και άρρωστοι και να πηγαίνουνε στον μάγο [Wundermann, «θαυματοποιό», προφανώς εννοεί τους γιατρούς]. Ο οποίος μάγος καταγράφει πόσοι τον επισκέπτονται, πόσοι με αυτήν, πόσοι με εκείνην την αρρώστια, και στέλνει τους αριθμούς σε έναν αριθμο-υπάλληλο ο οποίος χαίρεται με αυτά τα πράγματα [τις μετρήσεις] και συγκεντρώνει όλα τα αριθμητικά στοιχεία.
Για να έχουνε ακόμη περισσότερα πράγματα να μετράνε, ασκούν επίσης την εξής δεισιδαιμονία: οι θαυματοποιοί ιερείς παίρνουν ματωμένο πύον απο την κοιλιά άρρωστων μοσχαριών που θανατώνονται, έπειτα κάνουν με ένα καθαγϊασμένο μαχαίρι μιά χάραξη στο σώμα των μικρών παιδιών και εκεί στην χάραξη αλείφουν απο εκείνο το πύον. Αυτό είναι μία θεοκρισία. Έπειτα μετράνε πόσα παιδιά απο αυτό αρρωσταίνουν κ πόσα πεθαίνουν. Αυτήν την θεοκρισία την ασκούν οι ιερείς ώς ιερό νόμο ακόμη κ σε κάθε ξένο που περνάει τα σύνορα της χώρας Sungu – κι εγώ ο ίδιος απο θαύμα τη γλύτωσα.
Οι Wasungu τιμωρούνται βαριά για την αριθμο-φρενοβλάβεια-τους [τη μανίατους να καταμετρούν τα πάντα]. Μιά φοβερή ανέχεια [«eine gewaltige Not»] έχει πέσει [στη χώρατους] και έχει αλλάξει τα πάντα. Λένε οτι τα σπυριά των δημητριακών κοστίζουν ένα απόλυτα συγκεκριμένο αριθμό κερμάτων. [Ναί], το ανοσιούργημα τους έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο ωστε να απαιτούν να ανταλλάσσουν ακριβώς ορισμένη ποσότητα [π.χ. δημητριακών] για τον συγκεκριμένο αριθμό κερμάτων. Γι’ αυτό μιά οργισμένη [θεϊκή] Δύναμη έπεσε ανάμεσάτους και έκανε τα δημητριακά να αφανισθούν και το χρήμα να έχει διαφορετική αξία. Έτσι ακόμη και οι κοιλιές των αριθμο-υπαλλήλων απο την πείνα μικρύνανε – αλλα μή νομίσεις οτι σταματήσανε να μετράνε. Όλη αυτήν την ιστορία [τα μετρήματα] την ονομάζουν «επιστήμη». Δηλαδή μιά επιστήμη των άχρηστων απο’δώ κι απο’κεί πραγμάτων, με τα οποία κάποιοι χαζοί άνθρωποι κρατάνε τον λαό μέσα στη βλακεία και την ανέχεια.
Με πόνο και θλίψη και ταπεινότητα δικόςΣου
Αριθμός καταχώρισης: 1. Επώνυμο: Mukara. Όνομα: Lukanga. Ημερομηνία καταχώρισης: 4.4.12. Θρησκεία: παγανιστής. Ημερομηνία γέννησης: άγνωστη. Τόπος γέννησης: Ukara. Υπηκοότητα: Kitara. Εμβολϊασμός: επιτυχής. Λήμμα ποινικού μητρώου: Lukanga.[/align][/B]
[σημείωση του μεταφραστή: εδώ ο Lukanga κλείνει το γράμματου δείχνοντας την πικρίατου για τα παραπάνω και υπογράφει κάνοντας μαύρο χιούμορ με τον τρόπο που θα παρουσιαζόταν ένας ευρωπαίος: αντί για όνομα έχει μιά στατιστική καταχώριση. Δέν είναι πλέον άνθρωπος, αλλα μιά καταχώριση μέσα στις στατιστικές. Η ημερομηνία που υποθέτει οτι τον καταχώρησαν, «4.4.12» αναφέρεται στο 1912. Έχει περάσει λοιπόν ακριβώς ένας αιώνας. Απο τότε η μανία των ευρωπαίων να καταμετρούν τα πάντα δέν έχει μειωθεί, και πιό μεγάλη έγινε, και στην Ελλάδα ακόμη ακόμη περισσότερο απο ό,τι στη Γερμανία, διότι μή έχοντας άλλη απασχόληση, ο μισός ελληνικός πληθυσμός απασχολείται σε γραφεία με το να μετράει, να παίρνει και να δίνει στατιστικά στοιχεία. Αντί να κουνηθούν, να κάνουν κάτι για να λύσουν τα προβλήματα, ικανοποιούνται με το να τα καταμετρούν. Όλο αυτό το μακροσκελές γράμμα, η παραδοσιακή τουρκική σοφία το λέει με μιά σύντομη παροιμία: «απο τα μετρημένα τρώει ο λύκος». Με το που μετράει ο βοσκός τα πρόβατάτου, δέν τα εξασφαλίζει να μήν τα αρπάξει ο λύκος. Αυτό το έχω αναπτύξει σε ένα ποίημα:
http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Poems&act=details&poem_id=188538 Υποθέτει οτι γράφουν "εμβολϊασμός επιτυχής" ενώ πρωτύτερα μας λέει οτι το γλύτωσε, άρα φαίνεται πως έκανε κάποιο κόλπο, μάλλον χάραξε ο ίδιος το δέρματου κ έδειξε τη χαρακιά λέγοντας οτι ήδη τον εμβολίασαν, πράγμα που δέν σκέφθηκαν να αμφισβητήσουν. Σημειωτέον οτι και στην Ελλάδα ο λαός το μέτρημα το είχε για κακό. Ακόμη και τώρα συμβαίνει όταν κάποιος μετράει π.χ. τα άτομα μιάς ομάδας και λέει π.χ. είμαστε εφτά, του απαντούν, με οργή: «εφτά νά’ναι οι μέρεςσου!», υποθέτω με το σκεπτικό οτι μετρώντας προκαλείται το πνεύμα του φθόνου και θέλει να χαλάσει τον αριθμό. Και νά που φτάσαμε στο άλλο άκρο: χίλιες δυό υπηρεσίες να ασχολούνται κυριολεκτικά αμέτρητες εργατοώρες με το να μετρούν, να παίρνουν, να δίνουν και να επεξεργάζονται στατιστικά στοιχεία που δέν χρησιμεύουν πρακτικώς σε τίποτα άλλο απο το να απασχολούν υπαλλήλους, και μάλιστα τα ίδια στοιχεία τα συγκεντρώνουν πολλές και διάφορες υπηρεσίες. Ενώ συνήθως τα προβλήματάμας είναι τόσο προφανή που θα αρκούσε κάποια όχι δύσκολη εργασία για να λυθούν και χωρίς αρίθμηση ούτε κάν ιδιαίτερη μόρφωση, μόνο με κοινό νού]. Δημοσίευση στο stixoi.info: 04-01-2013 | |