βίος της Πάшας Αγγέλινα

Δημιουργός: anuya, Diogenees

μιά απίστευτη προσωπικότητα ελληνικής καταγωγής απο το χωριό Μπέшεβο της Ουκρανίας. Ποίημα του Λεόντιου Κυριάκοβ, δικήμου η μετάφραση

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Паша Ангелина / Pasha Angelina
Ангелина, Прасковья Никитична
Ангеліна Парасковія Микитівна
http://www.mywebs.su/blog/people/4249.html
το έχω στα μελοποιήσιμα διότι στο πρωτότυπο (στα Ρωμαίικα της Ουκρανίας) είναι ρυθμικό, σε μεσοτονικό μέτρο, κ με ομοιοκαταληξία, βρίσκεται άν κάνετε αναζήτηση με "ΠΆςΑ ΑΝΓΕΛΗΝΑ" στη σελίδα http://users.sch.gr/ioakenanid/leontijkyrjakov2.htm
[align=center][B][font=sylfaen][color=navy] 1.στο (χωριό) Μπέшεβο σηκώθηκε ανεμοστρόβιλος, ανεμοθύελλα, πάνω στο χωριό θυμωμένα αστραπή φωτίζει. κομμάτια – κομματάκια σκίζει, πετάει τη συννεφιά (ο άνεμος), η εξοχή μαύρη πίσσα, αιχμηρά ηχεί.) ούτε ένας άνθρωπος δέν είναι πουθενά, μεσάνυχτα έχει το χωριό, σφαλισμένες οι πόρτες, ούτε ένας άνθρωπος δέν έχει φώς (αναμμένο στο σπίτιτου). ποιός έχει το χαμότου να βγεί έξω τώρα, που βρέχει και βροντά, τέτοια ώρα τόσο αργά. («έχει το χαμότου» είναι μιά παροιμιώδης έκφραση με την έννοια πως κάποιος φέρεται παράτολμα, άρα αψηφά τη ζωήτου, άρα (τον κάνει ο Θεός να) πηγαίνει στο χαμότου).) αλλα χτύπησε η πορτίτσα και (μιά) σκιά γυναικεία «αναρριχήθηκε» (=υψώθηκε) χτύπησε με μιάς το τζάμι. – «εσύ είσαι Πάшα; σε ώρα τέτοια τί σου ήρθε, δέν κοιμάσαι; πέςμου την αλήθεια».) - «Νατάшα, Νατάшα, άχ, ύπνος δέν με παίρνει, τόσο βρέχει έξω, καί αστράφτει, καί βροντά. το μοσχάρια είναι έξω, έλα να πάμε στη φάρμα, να τα πάρουμε μέσα, θα παγώσουνε») -«εγώ, Πάшα, φοβάμαι, τόσο που βουβαίνεται το στόμαμου, δέν πρόκειται να πάω, μήπως έχω χαμένη την ψυχήμου;» («έχει χαμένη την ψυχήτου» παροιμία που λέγεται για όποιον φέρεται παράτολμα, ένδειξη οτι προορίζεται με αυτήν την αποκοτιά να θανατωθεί). – «ενώ λές πως είσαι και πιό θαρραλέα! (εντάξει,) άν δέν θέλεις, όπως θέλεις, εγώ θα πάω μόνημου!»και η Πάσια ξεκίνησε… αστραπή (συνεχώς) φώτιζε το δρομάκι το οποίο πήγαινε στη φάρμα, στην εξοχή… απο μιά ώρα περισσότερο, βρυχόμενη βάδιζε, μέσα στο χωριό τότε ενώ κοιμούνταν όλοι…) θαρρείς και κοσκινίζεται η βροχή απο κόσκινο! τα μοσχάρια «λούτσα» κάτω απ’ τη βροχή. δέν βρίσκουνε κάν τόπο (να κουνηθούνε), εκεί – εδώ γυρίζουνε, κάμποσα (απο αυτά), τα κακόμοιρα, μόλις που επιζούν.) - άχ, παγώσατε, παγώσατε! τί να σας κάνω; τα δικάμου τα μοσχαράκια, τα καημέναμου! θα σας δώσω να φάτε, θα σας ζεστάνω αμέσως… και τα πήγε μέσα στο στάβλο την ίδια ώρα.) με το πανωφόριτης σκέπασε το ένα και το άλλο, άχυρο έστρωσε (στο πάτωμα) με σκοπό να τα ζεστάνει… η βροχή δέν σταματά, αντίθετα πύκνωσε κι άλλο, απ’έξω φωνές ακούστηκαν ξαφνικά.και μπήκανε μέσα, τυλιγμένοι με τα σακκάκια(τους), στο χέριτους με μεγάλα μαχαίρια, χοντροί δυό νομάτοι. ο ένας είπε στον άλλον: «θα τους δείξουμε (αυτούς που αποτελούν) την κομμούνα! (=συνεταιρισμό). θα «τακτοποιήσουμε» τα μοσχάριατους, στη στιγμή!».) και προσπάθησε ο έναςτους να πιάσει μαύρη δουλειά, στο λαιμό (ενός) μοσχαριού ήδη έφερε το μαχαίρι, μα βρόντησε της Πάшας η φωνή απο τη σκοτεινιά: «τί πάς να κάνεις!» και έπιασε το χέριτου.) επιτέθηκε και πάλεψε με τους εχθρούς μές το σκοτάδι, τον έναν – του έρριξε επιδέξια γροθιά, και τον πήρε ο διάβολος (=έφυγε μακριά), (ενώ) ο άλλος απο το φόβο μόνοςτου χάνοντας την ισορροπίατου έπεσε μέσα σε έναν λάκκο βαθύ.) τον λάκκο γρήγορα τον σκέπασε με σανίδια, και κάθισε επάνω, θαρρείς πάνω σε πολυθρόνα. μήν έρθουν εδώ πάλι εχθρικά τα φίδια, αυτή κάθεται και περιμένει, με (ένα) τσεκούρι στο χέρι.) ο χρόνος, θαρρείς, σταμάτησε, δύσκολα περνάει η ώρα, περιμένει η Πάшα τον (ενδεχόμενο) κλέφτη μοναχήτης μέσα στον σταύλο. αλλα χάρηκε η Πάшα: μακριά έξω απο το χωριό απο τη ράχη (του βουνού) ήλιος φάνηκε, σιγανογελά…) και ήρθανε άνθρωποι: και ο πατέραςτης, και η μάνατης, μένουν έκπληκτοι με τις άγριες του εχθρού τις δουλειές. πολύ εντυπωσιασμένοι όλοι την κοιτάζουνε, και θέλει με χαρά ο καθένας να την φιλήσει.) -το χέρισου αίμα τρέχει, έλα, αμέσως να το δέσουμε! –τί χρειάζεται; λέει η Πάшα, αυτό τίποτε δεν είναι! και άνοιξε τον λάκκο, ακούστηκε κάτι παράξενο (εκει)μέσα, ο εχθρός εκείνη την ώρα σκαρφάλωσε, βγαίνει.) -στους εχθρούς καλό μάθημα έδωσες, έτσι είπε ο πατέραςτης, να ζείς, κορίτσιμου, για το κατόρθωμά που έδειξε την ικανότητάσου, μας έδειξες ίσιο, καθαρό δρόμο, πώς να κάνουμε να σταθεί στα πόδιατου το κολχόζ.) πάλι μέτρησε η Πάшα τα μοσχάρια απο την αρχή ώς το τέλος, και έδεσε την πόρτα με μικρή αλυσίδα. ενώ η μάνατης βογγούσε, κατέβαζε δάκρυ, καταριόταν το Θεό και τη μοίρατης. (=παρόλο που ο πατέραςτης χάρηκε με το κατόρθωμα της κορηςτου, η μάνατης θεώρησε δυσάρεστο το γεγονός, φοβήθηκε. το υπόλοιπο ποίημα θα μας δείξει άν είχε δίκιο να φοβάται για την κόρητης)

2.κάθε μέρα στο σχολείο, στη φάρμα κάθε βράδυ, μοσχαράκια και άλογα φροντίζει στο κολχόζ. όμως σήμερα η Πάшα αργία έχει, τυλίχτηκε (με κουβέρτα) και κάθεται στα ζεστά, διαβάζει μέχρι αργά.) όλοι κοιμούνται οι δικοίτης, μεσάνυχτα έχει το χωριό, μόνο ο μεγάλος αδερφόςτης ο Ιβάν ακόμη λείπει, δέν έχει γυρίσει. κρυφά η πόρτα χτύπησε, αργά ήταν η ώρα, ο Ιβάν μπήκε μέσα, βενζίνη αυτός μυρίζει. -πού ήσουν, αδερφέ, ώρα τόση; τα χέριατου με λεκέδες απο μηχανόλαδο, απο την Πάшα τα κρύβει. –μή φωνάζεις, Πάшα, σώπα, φέρε τίποτα να τσιμπήσω, τώρα έφερα το τρακτέρ το (μάρκας) Φορντζον.- «μα τί είναι αυτό το «τρακτέρ», άντε πέςμουτο όμως», τον αδερφότης δέν τον αφήνει αυτή καθόλου να «ξεφύγει». – «αυτό είναι τέτοιο άλογο (που) αλέτρι κάνουνε με αυτό, τροφή δέν χρειάζεται, αυτό είναι απο σίδερο».) έμεινε κατάπληκτη η Πάшα, «τροφή δέν χρειάζεται, αλέτρι κάνουνε με αυτό, είναι απο σίδερο…». δέν παίρνει την Πάшα ύπνος, απο εκεί – απο εδώ κλωθογυρίζει, και (σάν ξημέρωσε) ζήτησε απο τον αδερφότης να πάει να το δεί.) αλλα ο μεγάλος αδερφόςτης θύμωσε – «δέν το χρειάζεσαι, Πάшα, μοσχαράκια και άλογα είναι η δουλειά η δικήσου… πάλι έρριξε πάνωτου (=φόρεσε) τα ρούχα με τους λεκέδες απο μηχανόλαδο, και βάδισε για το τρακτέρτου, ίσια στο κολχόζ.) ομως η Πάшα κρυφά απο πίσωτου βγαίνει έπειτα, πηγαίνει κοιτάζονταςτον, φοβάται μή τον χάσει (απο τα μάτιατης). σκοτεινά ήταν ακόμη, μόλις που χάραζε η μέρα, όταν έφτασε η Πάшα στην κολχόζικη μάντρα.) κοιτάζει και εκπλήσσεται: στο τρακτέρ απο πίσω αλέτρι προσαρτημένο (κοτσαρισμένο), το ίδιο έκπληκτοι είναι και οι άλλοι (που το βλέπουνε). ξεκίνησε το τρακτέρ, καπνό βγάζει, σάν πίσσα, ξεκίνησαν και άνθρωποι απο πίσω πλήθος.) χαρά έχουνε μεγάλη του χωριού τα μικρά παιδιά, οι χωρικοί συνομιλούν (λέγοντας): «το τρακτέρ είναι φώς, το τρακτέρ είναι δύναμη, αυτό δέν είναι σάν τα αλογάκια!» - «το τρακτέρ ψηλά το ψωμάκιμας θα σηκώσει!» πίσω απο το τρακτέρ πάει η Πάшα και χαίρεται, ίσια δρομάκια (=αυλακιές) αφήνει όργωμα. αλέτριζε ο Βάνιας τον τόπο όλη τη μέρα, το οποίο το θεωρούσαν πρωτύτερα κακό μεγάλο. (=θεωρούσαν τρομερά δύσκολη δουλειά το να οργώνεις όλη τη μέρα)) όλη τη μέρα οργώνοντας ο Βάνιας πήγαινε, και (απο) το μαύρο χωράφι κόπηκε (=ξεχώρισε, ώς οργωμένο) μεγάλο κομμάτι. –«άντε πήδα κατέβα, το αλέτρι καθάρισε», έτσι είπε ο Βάνιας, και η Πάшα (τον) ακούει.) -«ξεκίνα!» η Πάшα φωνάζει, «έξυσα (καθάρισα) εγώ τα υνιά». αυτό δέν της ήταν καθόλου δύσκολο… -«άχ, αδερφέ, φέρεμου να κάνω καμιά γύρα, το έμαθα πιά το «κόλπο» (= «τον πήρα τον αέρα») του τρακτεριού».όλη τη μέρα όργωναν, η Πάшα παρατηρούσε τον αδερφό-της τί έκαμνε, δέν έφευγε απο κοντάτου. μόνο πηδούσε κάτω, το αλέτρι καθάριζε, και έμπαινε καθόταν πάλι δίπλατου.) -«άχ, αδερφέ, ακούς; φέρε να κάνω καμιά γύρα, το έμαθα πιά το κόλπο («τον πήρα τον αέρα») του τρακτεριού!» -«δέν χρειάζεται, Πάшα, αυτή δέν είναι κοριτσιού δουλειά, άν σταματήσει η μηχανήτου, να ξεκινήσει είναι δύσκολο».) εργάζεται το τρακτέρ, ώς μακριά ηχεί, φυσά άνεμος ζεστούτσικος, πάει (=πέρασε) μισό καλοκαίρι… ο Ιβάν είπε στην Πάшα: -να πιώ θέλω, κατέβα στη λειβάδα, νερό κρύο φέρε. (λειβάδα, προφανώς χρησιμοποιείται για ένα ορισμένο λειβάδι ώς κύριο όνομα, γι’αυτό οι Ουκρανοί και Ρώσοι το πρόφεραν με –d-, έτσι το έλεγαν και οι Ρωμιοί άν και μπορούσαν να προφέρουν το –δ-)πήγε η Πάшα στη λειβάδα, απο τη ράχη (του βουνού) χάθηκε πίσω, άντλησε καθαρό νερό απο το πηγάδι. και γρήγορα γύρισε, σπεύδει να επιστρέψει, κοιτάζει: ο μεγάλος αδερφόςτης κάθεται κάτω απο μιά σκιά.) άσχημα αυτός ταλαιπωρήθηκε, πασαλείφτηκε μουτζούρες. –«δέν παίρνει (μπρός) η μηχανή, όσο θέλεις φώναζετης…» έτσι είπε ο μεγάλος αδερφόςτης. τότε πιάνει το χερούλι (=μανιβέλα) η Πάшα και το έστριψε με τη μία, εκείνο ξεμπλόκαρε (=πήρε μπρός).) πάλι παρακάλεσε τον αδερφότης: φέρε να κάνω καμιά γύρα!... αυτός, φαίνεται, μαλάκωσε και δέν της το αρνήθηκε. πάρα πολύ χάρηκε η Πάшα, με όλητης την καρδιά, ξεκίνησε το τρακτέρ να κάνει μαύρη αυλακιά.) το τιμόνι ταιριαστά στα χέριατης το χειρίζεται, σωστά, όπως πρέπει, με μεγάλη χαρά. πίσω πάει ο μεγάλος αδερφόςτης, ό,τι κάνει το παρατηρεί, και του οργώματος αυτός το βάθος μετρά.) -καλό είναι! φωνάζει ο Βάνιας και δείχνει με τα χέριατου, «αύξησετο λίγο ακόμη το γκάζι!»… πιέζει η Πάшα το πεντάλι, επιτάχυνε, αυτή χαίρεται, να βγεί στην άλλη άκρη (του χωραφιού) προχωρώντας σπεύδει.) εκείνη την ώρα με βράκες χωρικοί πήγαιναν στο χωριό, «αυτό τί είδους φάντασμα το τρακτέρ οδηγεί!» εξεπλάγησαν οι χωρικοί: «κοιτάτε! πού ήταν ώς τώρα (τέτοιο πράγμα), το τρακτέρ γυναίκα να κουμαντάρει!») οι χωρικοί δέν φεύγουνε, ζωηρά φιλονικούνε: -αυτό δέν είναι απο καλού, θα γίνει θεομηνία! –και βέβαια, θα γίνει, τον Θεό αφού δέν πιστεύουνε, και όχι γέννημα – ούτε θα φυτρώνουν οι καλλιέργειες!) -θα καταστρέψουνε τις εξοχές! νηστικοί θα μείνουμε! θα μυρίζει το ψωμίμας βενζίνη τώρα! –ποιανού χάρου (=καταραμένου) κόρη είναι; να έμενε γραμμένο! (= να ήταν γραμμένο στη μοίρα αλλα να μή γινότανε!). ποιανού είναι; η Πάшκα είναι παρακαλώ, του Αγγέλιν η κόρη! (Πάшκα είναι υποκοριστικό του Πάшα, ας πούμε η μικρούλα Πάшα. την μικροφέρνουν με τα λόγιατους, για να αυξήσουν την ειρωνεία

3.μεσάνυχτα. καλοκαίρι. το φεγγάρι λιγάκι φάνηκε, το (ποτάμι) Κάλμιους όμορφα την όχθητου χαϊδεύει… όλοι κοιμούνται οι δικοίτους, μόνο η Πάшα με τη μάνατης ξαπλώνει στη ζεστασιά και σιγανά κρυφοκουβεντιάζει:) -άχ, μάνα, σάν έφεραν το τρακτέρ στο χωριό, ξεκούραση και ύπνος δέν ξέρω τί είναι. στο σχολείο, στη φάρμα όταν είμαι τώρα, το τρακτέρ απο το νούμου καμιά φορά δέν βγαίνει.) χτές ήμουν στην εξοχή με τον αδερφόμου τον Βάνια, εκείνος όργωνε, εγώ δέν έφευγα απο κοντάτου. εντύπωση μεγάλη μου έκαναν οι ωραίες καλλιέργειες, η μαύρη αυλακιά (του τρακτέρ) σάν κοράκου φτερό.) θέλω πάρα πολύ να γίνω χειρίστρια τρακτέρ, στην εξοχή να δουλεύω με μεγάλη χαρά. αλλα γιατί να μή με καταλαβαίνει απο την οικογένειαμας κανένας! σ’αυτό που έβαλα στο νούμου απάντησεμου, δώσεμου μιά λύση!) λέει η μάνατης –τώρα πολλοί υπάρχουνε δρόμοι (για σταδιοδρομία), κοίτα πόσοι έφυγαν απο το χωριό νέοι, σπουδάζουνε γιατροί, γεωλόγοι, δασκάλες, και ύστερα δουλεύουνε και ζούν στην πόλη.) εσύ τρακτέρ δέν χρειάζεσαι, καλά αυτό βάλ’το στο νούσου, αυτή δέν είναι κοριτσίστικη δουλειά, και έτσι να μή σκέφτεσαι. εσύ πήγαινε μάθε γράμματα, και την αγελάδαμας ακόμη θα πουλήσουμε, αρκεί να γίνεις δασκάλα, ή γιατρίνα γίνε… -άχ, μάνα, παίνευες εσύ η ίδια κάποτε εκείνη την κοπελιά, το ξέχασες λοιπόν; εκείνην που φόρεσε κρυφά αντρική φορεσιά και σέλλωσε το άλογο και πήγε σε εκστρατεία.) και καθόλου δέν ξεχώριζε απο καμιά άποψη, σφαγίαζε εχθρούς και απο τους άντρες καλύτερα, και ούτε ένας δέν υποψιαζόταν πως είναι κοπέλα, εκείνη τιμώνταν απο τα παλληκάρια περισσότερο…
(η Πάшα ήταν Ρωμιά, απο ρωμαίικο χωριό, το Μπέшεβο. υπάρχουν στη ρωμαίικη καθώς και στην ελλαδίτικη παράδοση δημοτικά τραγούδια για τέτοιες κοπέλες, τέτοια τραγούδια είχε ακούσει η Πάшα και απο τη μάνατης)) …μεσάνυχτα, μα η Πάшα δέν αποκοιμιέται, το τρακτέρ απο τη σκέψητης δέν μπορεί να το παρατήσει… «άς μυρίζω βενζίνη, άς είναι και δύσκολη (δουλειά), θα κάτσω στο τρακτέρ και άς μήν είναι εύκολο…»

4.χειμώνας. έξω στροβιλίζει (ο άνεμος) και χιονίζει ατελείωτα, σπασμένα κλαδάκια γέμισαν οι πλατείες. σπεύδει και πηγαίνει, στα μάγουλατης με δάκρυα, η Αγγέλινα Πάшα ίσια στο Μ.Τ.Σ. («έμ τέ έσ»). (τα αρχικά Μ.Τ.Σ., κρίνοντας απο τα συμφραζόμενα, εννοούν τοπικό κομματικό γραφείο στη Σοβιετική Ένωση).) πρωινή ώρα, αλλα κανείς δέν είναι πουθενά, στο γραφείο μιά μικρή λάμπα φτωχικά φέγγει. αλλα μέσα στο γραφείο βλέπει η Πάшα έναν (που) μιά μπρός, μιά πίσω («πάνω – κάτω») περπατούσε. (ήταν) ψηλός, με φαρδείς ώμους, στα πόδιατου με μπότες, φαίνεται απο όλατου (=απο την όλη εμφάνισητου) οτι είναι κύριος (=αξιοπρεπής άνθρωπος, με ψηλό πόστο). –αυτός ποιός είναι; εκείνη ρώτησε κάποιον εμπιστευτικά. – ο «ΠΑΡΤΟΡΓ» (κομματικός οργανωτής)μας είναι, ο Κούροβ, μεγάλες κάνει (διεκπεραιώνει) δουλειές…) «τον χρειάζομαι αυτόν», σκέφθηκε εκείνη την ώρα, «σχετικά μ’αυτόν απο τον πατέραμου άκουσα πολλά. αυτός είναι απο την πόλη σταλμένος στο χωριό, κολχόζια (=σοσιαλιστικούς συνεταιρισμούς) για να κάνει, όλοι για να ζούνε καλά».) θέλει να μπεί μέσα, αλλα ντρέπεται, φοβάται, μόλις πάτησε αυτή φέτος στα δεκαοχτώ (χρόνια ηλικίαςτης). αλλα πέταξε γρήγορα τη δειλίατης κάτω, και πέρασε του Κούροβ τη μεσόπορτα.) και στάθηκε, δέν πάει αυτή ούτε μπρός ούτε πίσω, τα δάκρυατης σφουγγίζει και η καρδιάτης πονεί… αλλα ο Κούροβ σηκώθηκε και της είπε κατευθείαν: -τί θέλεις, κοπελιά; και της δίνει κάθισμα.) σ’ αυτό το σημείο η Πάσια αναθάρρεψε και είπε στον Κούροβ: (η υπομονήτης πέρασε πιά απο το όριο!) – πάρα πολύ εγώ επιθυμώ να πάω στις σειρές ειδικών μαθημάτων, να μάθω για τα τρακτέρ με τους άντρες μαζί.) αλλα μου λένε δέν είναι γυναικεία αυτή δουλειά, με ειρωνεύονται στο χωριό όποιος θέλει – (δηλαδή) ο καθένας. και λένε, στον κόσμο ακόμη δέν έγινε ποτέ: τρακτέρ, γυναίκα στο χέριτης να κουμαντάρει.) προσεκτικά άκουσε ο Κούροβ και είπε έπειτα: -πράγματι, στον κόσμο ακόμη δέν είδε κανείς γυναίκα τρακτέρ να έχει στα χέρια και έτσι σάν τους άντρες να το χειρίζεται.) αφού αποφάσισες έτσι, Πάσια, μή βγαίνεις απο την ιδέασου, καλά πάνω στα πόδιασου στάσου, κράτα το πόστοσου – έτσι είπε ο Κούροβ, ήρεμα, δίχως να φωνάζει – στις σειρές ειδικών μαθημάτων για τρακτέρ θα σε στείλουμε να πάς.

5.με μεγάλο πόθο τέτοιον που δέν είχε κανείς αυτό που έλπιζε να γίνει, αυτή βρήκε τρόπο: (=βρήκε τον τρόπο να πραγματοποιήσει αυτό που ήλπιζε με μεγάλο πόθο, όσο δέν ποθούσε άλλος κανείς): πηγαίνει η Πάшα στις σειρές ειδικών μαθημάτων, εκπαιδεύεται (για) χειρίστρια τρακτέρ, αμέτρητη έχει στην καρδιάτης χαρά.) κρυφά ήρθε άνοιξη και εκπλήρωσε τον λόγοτης (=η άνοιξη ικανοποίησε το αίτηματης), πυρώνει ήλιος απο πάνω, και η γή αχνίζει. φέτος πρώτη φορά βγαίνει πάει η Πάшα απο μόνητης, με μεγάλη χαρά στην εξοχή να οργώσει.φοράει ολόσωμη, γαλάζια (φόρμα), γυναίκα δέν μοιάζει καν οτι είναι αυτή. μα εδώ ο αρχηγός της μπριγάδας, καχύποπτα, εχθρικά, πάει κοντάτης μές το χωράφι και την (παρ)ακολουθεί.) αλλα η Πάшα χωρίς συστολή του λέει: μή χάνεις, επιστάτη, τον καιρόσου άσκοπα! δέν θα βρείς τίποτε αδέξιο (να μεμφθείς), καλό όργωμα είναι, να κάνω εγώ δουλειά άσχημη δέν μπορώ!) έτσι διάβαιναν οι μέρες, απο (εβδομάδα) σε (εβδομάδα), και δέν είχε καιρό στα πλάγιατης να κοιτάξει. (=αυτό είναι στερεότυπη έκφραση τουλάχιστον στη βόρειο Ελλάδα, κοιτάζω τα πλάγιαμου= φροντίζω τα προσωπικάμου ζητήματα, τον εαυτόμου). μόνο σκεφκτόταν τη δουλειά, μόνο σκεφτόταν ένα (πράγμα): απο τους άντρες περισσότερο να δουλέψει, να οργώσει.) μακριά η δόξατης πήγαινε, για τη δουλειάτης και μόνο, την παίνευαν συχνά και συχνά… στα χίλια εννιακόσια τριάντα το έτος, κέρδισε την τιμή αυτή (=η Πάσια) «ΥΔΆΡΝΗΚ ΤΡΥΔΆ». (=κέρδισε την τιμητική ονομασία ударник труда που θα πεί «αυτή που πατάσσει =κατανικά με δύναμη και ευκολία, κάνει δυναμικά, την εργασία.»).) κ της έδωσαν προνόμιο στη δουλειά περίφημο, μα αυτή δέν το καταλαβαίνει: αυτό τί νόημα έχει; την καλούν, της διαβάζουν μιά εντολή παράξενη, να πάει στη αποθήκη καυσίμων να κάνει αποθηκάριος.) -όχι, όχι! έτσι δέν γίνεται, να μή το ελπίζετε! εγώ είμαι πρόθυμη ταλαιπωρία να τραβώ… (=δέν θέλω την εύκολη, τεμπέλικη δουλειά που μου προτείνετε). άν θέλετε όλοισας αρχίστε και ορύεσθε, (αλλα) απο το τρακτέρ ποτέ δέν πρόκειται να κατεβώ!) αυτή πήγε στον διευθυντή και είπε τον πόνο (παράπονο)της, αλλα εκείνος καθόλου δέν ακούει – τσιγάρο καπνίζει (και λέει): -«γυναίκα είσαι και καθόλου δέν (σου το) κρύβω, δουλειά ελαφριά, άκουσεμε, σου βρήκαμε…) το (τρακτέρ μάρκας) «Φορτζόν», πώς να το πείς, πρέπει πολύ σοβαρά να το πάρει κανείς, (ακόμη και) για άντρες αυτή η δουλειά δέν είναι και πολύ ελαφριά…» διαπληκτισμό δέν είναι λογικό να αρχίσεις με τον διευθυντή, καπνίζει αυτός το τσιγαράκιτου, κοιτάζει και γελά.) σε πολλά μέρη πήγε η Πάшα, για να την γυρίσουν στη δουλειάτης, αλλα κανείς δέν την καταλαβαίνει, ενάντιατης πηγαίνουν όλοι… απο το κεφάλιτης (όμως) δέν βγάζει καθόλου το τρακτέρ ποτέ, η σκέψητης μακριά πηγαίνει, εκεί, στην εξοχή.) εκεί που το τρακτέρ, θαρρείς (σάν) καναρίνι ήρεμα δουλεύει, ταράζει την πρωινή ησυχία. και έρχεται τραγούδι απο το αλώνι μεριά, όπου το άλλο το τρακτέρ ξεφορτώνει τον θερισμό.) κομμένα φτερά! απο το χέριτης πήραν τη δουλειάτης, το κεφάλιτης χτυπά απο μέσα, τόσο που πάει να την κουφώσει… (καθώς αισθάνεται πίεση μέσα στο κεφάλιτης, πάει να κουφαθεί. όντως όταν ανεβαίνει η πίεση του αίματος, ο άνθρωπος νιώθει την ακοήτου να μειώνεται) αλλα πάντα με το τρακτέρ είναι της Πάшας η καρδιά, εκεί πάνω απο την πρασινάδα, όπου απλώνεται καπνός.) όπου ο ήλιος λάμπει και φυσά απαλά ο αέρας, όπου το ουράνιο τόξο χρώματα λογιών λογιών εκπέμπει. όπου έρχεται τραγούδι απο το τρακτέρ (=απο τον οδηγότου) όταν κοντεύει να ξημερώσει, ακόμη κ ο ήχοςτου, ώς το χωριό (αυτός, ο ήχος) πηγαίνει.) δέν τον κρύβει τον πόνοτης απο τους ανθρώπους ποτέ, και ξέρει, (πως) θα βρεί αυτή λύση: σε περίπτωση που όλους τους γραφειοκράτες θα τους παραμερίσουνε (=καταργήσουνε), για να μήν παίρνουνε απο τους ανθρώπους τη χαράτους.) «πού ακόμη να πάω;» σκέφτεται πάλι απο μόνητης, «όπου πάω κανένας τί αισθάνομαι δέν καταλαβαίνει. πού ακόμη να πάω, να ικανοποιήσουν το αίτημαμου και πάλι το τρακτέρ να πάρω στο χέρι;») περπατά λυπημένη, όλη νύχτα δέν κοιμάται, στο σπίτιτους την μαλώνουνε άσχημα, αυστηρά. αλλα δέν είναι τέτοιος (άνθρωπος) η Πάшα να τρέμει, να φοβάται, σκέφτεται πού να πάει και να βρεί τρόπο, αυτό και μόνο.) και πήγε πάλι στον Κούροβ, δέν άκουσε κανέναν, τα δάκρυατης γυαλίζουνε χρυσά, πυκνά. τα εξέθεσε όλα συγκεντρώνοντας τη δύναμητης. σ’αυτό το σημείο ο Κούροβ οργίσθηκε και είπε αμέσως:) «εκείνη η εντολή (που λέει να πάς αποθηκάριος) την ισχύτης την έχασε πιά, αύριο άλλη (εντολή) θα γράψουνε, και η παρούσα θα ακυρωθεί. η θέση η δικήσου είναι, Πάшα, πάνω στο τρακτέρ. σχετικά με εσένα είχα στην ανώτερη επιτροπή συζήτηση. και όλα σου τα λέω εσένα με τη σειρά, καλά σε ξέρω και σε καταλαβαίνω. Και γι’ αυτό εμείς πρέπει να κάνουμε μπριγάδα, να λέγεται μπριγάδα αυτή γυναικεία.) λοιπόν πέςμου, Πάшα, κορίτσια υπάρχουν που σε τρακτέρ να καθίσουν να είναι πρόθυμες;» σ’ αυτό το σημείο η Πάшα έλαμψε απο τα λόγια τα χρυσά, τόσο που αναπήδησε απο τη χαράτης και βουβάθηκε τελείως (=έχασε προσωρινά τη μιλιάτης).) απο αυτήν πιό ευτυχισμένη καμιά δέν ήταν άλλη, με θέρμη λέει στον Κούροβ: «αυτό δέν είναι μεγάλο πράγμα! (=δέν είναι κάτι το δύσκολο). πολλά κορίτσια υπάρχουν, μόνο περιμένουν πρόταση, όπως η ΡάΔчενκο Νάτα ή η Βέρα Κοσσέ.) κι άλλες ακόμη κοπέλες πρόθυμες είναι όμως, να κάτσουνε πάνω σε τρακτέρ αυτές θα το έχουνε για μεγάλη τύχη!...» - «ωραία», είπε ο Κούροβ, μπριγάδα θα κάνουμε, και όσο για σένα θα είσαι σε εκείνες αρχηγός της μπριγάδας!

6.στα χίλια εννιακόσια τριαντα τρία, εικοσιπέντε κοπέλες, χειμωνιάτικα, με το αγιάζι, μαζεύτηκαν και κάθισαν (=συνεδρίασαν) μέσα σε ένα σπίτι, μές το κρύο, να μάθουνε το τρακτέρ τί πράμα αυτό μοιάζει (=σαν τί πράμα είναι).) σπεύδουν την εκμάθηση να την ολοκληρώσουνε -ο χειμώνας δέν αργεί να περάσει, να γκρεμιστεί- και την άνοιξη να βγούν στην εξοχή να οργώσουνε, πράγμα που δέν επρόκειτο ποτέ στον κόσμο να γίνει!) εικοσιπέντε κοπέλες μεταξύ των οποίων και η Πάшα, για το τρακτέρ τις διδάσκει πώς οργώνει. και όχι μόνο για το τρακτέρ, (επίσης τις διδάσκει) να ξέρουνε ό,τι (σχετικό) χρειάζεται, (και μάλιστα να ξέρουνε) τον νόμο του Williams απο αυτές κάθε μιά. (προφανώς είναι κάποιος νόμος της Φυσικής)) κρυφά ήρθε άνοιξη, πέφτουνε βροχές, περπατά η Πάшα και συλλογίζεται, σωστός νοικοκύρης. θέλει να είναι όλα έτοιμα στη μπριγάδατης, θαρρείς και γεννήθηκε για να είναι αρχηγός μπριγάδας.) οι σειρές των ειδικών μαθημάτων τελείωσαν… αχνίζουνε τα χωράφια, η μπριγάδα δέν έχει κάτσιμο (=σχόλη), δέν ξέρει επανάπαυση. καλά το συνειδητοποιούν: ανοιξιάτικη ομάδα οτι πρέπει να κάνουνε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. τα τρακτέρ στάθηκαν σειρά σειρά, φροντίζουν την ετοιμασία να είναι πλήρης. συνειδητοποιούν οτι είναι ένδοξη μπριγάδα, τέτοια που στον κόσμο δέν υπήρξε ούτε υπάρχει.) …στην εξοχή αύριο θα βγούνε, είναι όλα παντελώς έτοιμα. αλλα σηκώθηκαν σύννεφα, άρχισε να βρέχει. πολλές (απο τις) κοπέλλες στα ζεστά αποκοιμήθηκαν, ωστόσο συλλογίζεται η Πάшα, και ούτε ύπνο δέν έχει.) μα πέρασε η ώρα, τα άστρα πάλι γυάλισαν (=έλαμψαν), πύκνωσε το σκοτάδι στον καθαρό ψηλό ουρανό. (ύστερα) κρυφά πίσω απο τη ράχη (του βουνού) φάνηκε ήλιος, και ήρθε ωραίο, χαδιάρικο πρωινό.) με μεγάλη χαρά οι κοπέλλες σηκώθηκαν, τα τρακτές έβαλαν μπρός πρωί πρωί. ξεκίνησαν για την εξοχή, απο το χωριό έξω έφτασαν, ακόμη πιό μπροστά προπορεύεται η Πάшα, σωστός καπετάνιος.) μα νά, κάποιες γυναίκες απροσδόκητα φάνηκαν, με τσεκούρια, τσάπες, πολλές και με δικράνια. οι ήσυχες εξοχές ξεφωνητά γέμισαν, η φωνήτους πηγαίνει μές της εξοχές μακριά.) αυτές στάθηκαν μές το δρόμο, (δέν κάνουνε) ούτε μπροστά ούτε πίσω, άν θέλεις με το τρακτέρ απο πάνωτους πέρνα! (φωνάζουνε): -εμείς δέν θα σας αφήσουμε στην εξοχή να οργώσετε! –ζωντανές όσο είστε, απο τα τρακτέρ κατεβείτε!) -άχ, Θεέμου, πάλι ήρθαν σε μάς συντέλειες του κόσμου! -σας στείλανε, το ξέρουμε, αυτή είν’ η αλήθεια, να καταστρέψετε τη σπορά, όλα τα χωράφια, και το χωριόμας χωρίς ψωμί να μείνει!) …τις κοιτάζει η Πάшα, στέκεται και συλλογίζεται, ενώ άλλη μιά γυναίκα με τη γροθιάτης φοβερίζει (λέγοντας): -τραβήξτε απο το τρακτέρ την Αγγέλινα την Πάшκα, αυτή όλες τις κάνει αυτές τις δουλειές!) κοιτάζει η Πάшα γύρωτης, χαμένη (=ανώφελη) είναι ώρα! η ίδια δέν μπορεί να τις αντιμετωπίσει… και έτρεξε πήγε στον Κούροβ, στο χωριό, με την Πάшα αυτός είχε μιά σύντομη συνομιλία.) …κατα μήκος του δρόμου ψηλά σηκώνεται σκιερή θύελλα, για την εξοχή, για τα τρακτέρ, ο Κούροβ σπεύδει. απο το (αυτοκίνητο μάρκας) «Γάζικ» βγαίνει γρήγορα, ακούει (φωνές που φανερώνουν) αγανάκτηση, βρισίδι ακούει αυτός που έντονα βράζει.) -δέν ντρέπονται! φτού! φτού! ντυμένες με βράκες, απο τα δικάμας τα χωράφια χαθείτε, καταλάβετε(το)! αλλα σάν είδαν τον Κούροβ, με τη μία (=αμέσως) θαρρείς και βουβάθηκαν οι αντιδραστικές γυναίκες εκείνη την ώρα.) κοιτάζει τις αντιδραστικές ο Κούροβ ψυχρά, στα ίσια, πολλές απο αυτές έφυγαν χωρίς άλλη κουβέντα… -πού φεύγετε! –φωνάζει ο Κούροβ-, σταθείτε, γυρίστε! θα δείτε πώς το «αχρηστεύουνε» το χωράφι!) -σταθείτε και κοιτάξτε, και μήν καταριέστε, και σείς μεταξύσας (η μιά εναντίον της άλλης) μή σηκώνετε ραβδιά (για να μαλώσετε). θα δείτε, τη γή αυτές δέν θα την αχρηστέψουνε, διδάσκονταν (πάνω σ’ αυτό το αντικείμενο) όλο το χειμώνα με μεγάλο ενδιαφέρον.) και ύστερα λέει στην Πάшα με θάρρος: -ξεκινήστε! τα τρακτέρ έβγαλαν μαύρο καπνό… προπορεύεται η Πάшα και όλεςτους απο πίσω, εξεπλάγησαν τα πουλιά ψηλά στον ουρανό.) περνά μιά ώρα, περνούν δύο ώρες, μιά χαρά δουλεύουνε οι κοπέλλες. οι αντιδραστικές γυναίκες κάτι μουρμούρισαν και έφυγαν για το χωριό, η εξοχή οργωμένη κόπηκε (=διαιρέθηκε σε) μαύρα κομμάτια. (το μαύρο, σκούρο χρώμα φανερώνει το καλοοργωμένο εύφορο χωράφι. οι Σουμέριοι ονόμαζαν την «ME.LUH.HA» (Αίγυπτο) «χώρα με γή μαύρη»).) και έτσι τρείς μέρες και νύχτες επίσης τρείς, αυτές δούλευαν όλεςτους με όλες τις χαρές. την τέταρτη μέρα (κάποιος) βαδίζει, παρατηρεί τη δουλειά (που κάνουν). «αυτός ποιός είναι;» σκέφτονται οι κοπέλλες.) προχωράει, σκύβει κάτω, παίρνει χώμα και (το) μυρίζει, το βάθοςτου μετρά – του αναποδογυρισμένου (=με αναποδογυρισμένο χώμα =οργωμένου) χωραφιού. να φτάσει στα κορίτσια σπεύδει, τσαλαπατάει κιόλας (μές τα οργωμένα χώματα), όταν τον είδαν (απο κοντά), ήταν ο παπούς Στεπάν.) -να ζείτε, κορίτσιαμου! -βγαίνει απ’ του παππού το στόμα-, ωραία κάνετε δουλειά, εκείνο που είναι λέω: τη ζωήμου (ολόκληρη σχεδόν την) έζησα, αλλα δέν είδα ποτέ τέτοιο όμορφο, καλό όργωμα (σάν αυτό που κάνετε)!) δέν είδα στη ζωήμου τέτοια ομορφιά (=όμορφη δουλειά)! φυσικά απο’δώ και σπορά θα πάρεις (=και παραγωγή θα βγεί)… …η εξοχή οργωμένη κόπηκε μαύρες φέτες, και σπέρνονταν μάλιστα με μεστό σιτάρι.) ο ψηλός ουρανός καλύπτεται με συννεφιά. ψιλούτσικη και ζεστούτσικη βροχή αρχίζει να στάζει… εκεί που δούλευε της Πάσιας η ενομωτία (=μπριγάδα), ομορφιάς βλασταίνουνε προϊόντα (=γεννήματα), θαρρείς και (είναι απο) μετάξι.

7.απο το χωριό παραπέρα δέν πήγε ακόμη η Πάσια, απο τα παιδικάτης τα χρόνια αυτή μοχθώντας… όμως, σήμερα ύπνος δέν την παίρνει, αυτή ετοιμάζεται - ξαφνικά φώναξαν την Πάσια στη Μόσχα να πάει.) η αμαξοστοιχία σπεύδει ίσια μέσα στις εξοχές (σάν) αρχόντισσα, τα μάτιατης (η Πάшα) να πάρει απο το τζάμι δέν μπορεί, περνούν διυλιστήρια, βλέπει απο τα τζάμια, χύνει θαρρείς ο ήλιος απο ψηλά χρυσάφι.) συνέχεια, συνέχεια ηχούν ρυθμικά οι τροχοί, (ο μονότονος ήχος του τραίνου) πολλούς μέσα στα κουπέ στον ύπνο τους τραβά, δέν κοιμάται, ωστόσο, η Πάσια, απο’κεί, απο’δώ γυρίζει, χαρά έχει αυτή μεγάλη, οτι πηγαίνει στη Μόσχα.) και εύκολο δέν είναι, βεβαίως, (να το δεχθείς ατάραχα, μικρό πράγμα δέν είναι) άν σκεφτείς όπως πρέπει, μέχρι χθές υπηρέτρια (=παρακατιανή) – να το ξεχάσεις μπορείς; και απ’ αυτό δεν κοιμάται, και απ’ αυτό αυτή έχει έγνοια, άν βγεί πάνω στο βήμα απο το τί να αρχίσει.) συλλογίζεται: «θα πώ: ‘μαζί με τα παλληκάρια δουλεύουμε στα τρακτέρ με όλες τις χαρές. και κάνουμε (=καλλιεργούμε) με τα τρακτέρ παραπανίσια εκτάρια, απο το πλάνο πάνω αποδίδουμε, διπλάσια’.) ή μάλλον όχι, σωστό δέν είναι να πώ καυχησιά, απο μόνητης η φήμη τρέχει πηγαίνει, μακριά θα φτάσει… άλλωστε, το πώς εγώ στο τρακτέρ εργάζομαι, μήπως έχουνε καιρό να ακούσουνε οι ηγέτες (της χώρας);) όχι, μάλλον θα πώ πώς ο παππούςμας ο Χρήστος σε μάς υγιεινό νερό απο το πηγάδι κουβαλάει. θα πώ πώς στο χωριόμας (οι κάτοικοι) χαίρονται με τη ζωή, φέγγουνε (τα βράδυα) οι λάμπες σε κάθε τζάμι…) όχι, μάλλον θα πώ πώς ο παππούςμας ο Πέτρος στα εξήντατου χρόνια αυτός τελείωσε σχολή. για τη δουλειάτου την καλή τιμητική διάκριση του δώσανε φέτος, και έμαθε ωραία ντάμα να παίζει…») …πολλές έμειναν πίσω πόλεις και χωριά, μα τραντάχτηκε η αμαξοστοιχία και σταμάτησε με μιάς… «Μόσχα!» άκουσε η Πάшα, Μόσχα! ήρθε η ώρα και πάνω στην πλατφόρμα μαζί με τον κόσμο κατεβαίνει.) κοντάτης ήρθε ταξιτζής και την ρωτά: -τί χρειάζεσαι; όπου θέλεις εκεί θα σε πάμε αμέσως, την ίδια ώρα! –δέν χρειάζομαι ταξί (λέγοντας) το χέριτης κούνησε (αρνητικά) η Πάшα, και κίνησε να πάει στο Κρεμλίνο με τα πόδια εκείνη τη στιγμή.) εντυπωσιάζεται καθώς βαδίζει, μέσατης χαίρεται η καρδιάτης, τα μάτιατης δέν παίρνει απο τα κτήρια τα ψηλά. όταν φάνηκε της Κόκκινης Πλατείας η ομορφιά, αυτή στάθηκε σε απόσταση, εντυπωσιασμένη χαμογελά.) το ταγάρι σφίγγει στα χέριατης εκείνο που απο το χωριό πήρε, ούτε μπροστά ούτε πίσω κινείται μιά στιγμή. (ούτε) στον ύπνοτης ποτέ θέαμα τέτοιο δέν είδε, τώρα ξυπνητή το βλέπει.) οι φρουροί κοντά στο Μαυσωλείο παρατάχθηκαν, στην πόρτα ασάλευτοι στέκονται στρατιώτες. αυτοί φυλάνε εδώ καλά και τη μέρα και τη νύχτα, ο Ήλιч-μας, ο ακριβόςμας γαλήνια για να κοιμάται.) βλέπει, πηγαίνουνε σιωπηλά ο κόσμος στη σειρά, να δούνε τον Λένιν, κατα δυάδες. πήγε και η Πάшα στάθηκε στη σειρά και η ίδια, και έφτασε ώρα, περνά κ απο κοντάτου.) και του είπε σιγανά: «γοργά μπροστά τρέχουμε, επειδή πάμε απο πίσωσου• ανεβήκαμε ψηλά… εκατό χιλιάδες τρακτέρ έλπιζες να έχουμε, αλλα σήμερα εμείς έχουμε απο όσα έλπιζες περισσότερα…». (μεταφράζω έτσι για να διατηρήσω το λογοπαίγνιο. πιό ελεύθερα: προοδεύουμε, επειδή σε ακολουθούμε υψωθήκαμε…)

8.στο Κρεμλίνο, στην Αίθουσα του Ανακτόρου. μεγάλη σημασία δίνοντας ακούει η Πάшα, απο το βήμα ακούγονται θερμές ομιλίες. μιλάνε εκείνοι, σε γλώσσες διάφορες, μαζεύτηκαν εδώ απο όλα τα μέρη.) απο τον Ρώσο (έπειτα μιλά ο Αρμένιος, και απο) τον Αρμένιο ο Ουζμπέκος βγήκε έπειτα, και απο αυτόν ύστερα πολλοί βγήκανε κι άλλοι… και έφτασε ώρα, χειροκροτούν, βγαίνει η Πάшα και στάθηκε, κοιτάζει μές την αίθουσα.) κοιτάζει και σωπαίνει, αυτή τελείως τά’χασε, τόσους ανθρώπους δέν είδε ποτέ μπροστάτης. εκείνα που είχε σημειωμένα απο το νούτης τα σκόρπισε (=τα έχασε) και άρχισε να λέει εκείνα που είχε (εκείνη την ώρα) στο νούτης.) -είμαι η Αγγέλινα, με φωνάζουν Πάшα, σέλλωσα άλογο πραγματικά σιδερένιο… το (χωριό) Σταρομπέшεβο είναι το αδέρφιμου, εκεί που το (ποτάμι) Κάλμιους τρέχει με βιάση.) με μεγάλο ιδρώτα κολχόζια δημιουργήσαμε, με μεγάλο ιδρώτα μεταφέραμε το φορτίο. εχθροί για να μας αφανίσουν πολλούς μόχθους κατέβαλαν, τότε σταθήκαμε εμείς όμως όρθιες.) αλλα βρέθηκαν πολλοί στο πλάιμας και γύρω, τέτοιοι σάν τον Κούροβ, σωστοί μπολшεβίκοι. τους ακολουθήσαμε, κατανικήσαμε τις δυσκολίες, ο εχθρός δέν μπόρεσε, βεβαίως, να μας σταματήσει!) στο νούμου το κρατώ, δέν το ξεχνώ μέχρι τώρα, που μου έλεγαν οι εχθροί με οργή: «ποιός άκουσε ή είδε στον κόσμο, σε οποιαδήποτε χώρα, το τρακτέρ γυναίκα στο χέριτης να οδηγεί;») όντως, εκείνοι την αλήθεια τότε μου έλεγαν, γυναίκα δέν οδηγούσε τρακτέρ στο χέρι(της). αλλα ξέχασαν εκείνοι, ασυλλόγιστα, ένα πράγμα: και πατρίδα δέν υπήρχε στον κόσμο (που να λέγεται) ‘ΕΣΣΔ’ (Σοβιετική Ένωση)…») τον λόγοτης τον συνεχίζει, η αίθουσα ήσυχα ακούει. αυτή φώναξε και είπε λόγια με χαρά: «κάτσετε εκατό χιλιάδες, κορίτσια, ελάτε, πάνω στο τρακτέρ, πάνω στο τρακτέρ! η φήμη άς πάει μακριά!».) τα λόγιατης αυτά ήταν θαρρείς, μεστός σπόρος, απο το βήμα κατέβηκαν και σπάρθηκαν την ίδια ώρα… γι’ αυτό ώς τώρα στα χωράφια, στις κτηνοτροφικές φάρμες, αλησμόνητη της Πάσιας η φήμη αντιλαλεί!...
^ΣΑΡΤΑΝΆ – ^ΟΔέΣΣΑ – ^ΣΑΡΤΑΝΆ 1979 – 1983. (το ποίημα γράφηκε στο χωριό Σαρτανά, στην Οδησσό, και πάλι στο Σαρτανά, απο το 1979 ώς το 1983). [/align][/B]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 01-02-2013