Εν Αναμονη

Δημιουργός: Valeria Iliadou, Valeria Iliadou

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ο κόσμος έχει αρχίσει και αργεί,
αργεί ο κόσμος κάτω από τον σταχτί ουρανό.
Τι να λείπει άραγε; Τι να λείπει καθώς τα μάτια μας απλώνουμε
στα μονοπάτια αυτής της γης;
Η πέτρα βάρυνε γιατί πέρασαν τα χρόνια
και ο παλμός είναι πλέον αδύναμος,
στην κατηφόρα του γκρεμού κατηφορίζει και αυτός,
στην κατηφόρα της σιωπής.
Άλογα συμπλέγματα των αιώνων μας
και η αθανασία θελκτική γι’ αυτούς που προτιμούν το λίγο.
Μας κοιτώ που γονατίζουμε, κρατώντας άσπρες σημαίες
στα ροζιασμένα ή στα νεανικά μας χέρια
μπροστά σε αγάλματα που στήθηκαν για την ελευθερία.
Περνά η ζωή μπροστά από τις κόρες των ματιών μας
σαν απειλή μες τη σιωπή
μονάχα για ένα δευτερόλεπτο.
Ποιος φταίει αν δεν τα καταφέρουμε;
Κι αν φτάνουμε μέχρι την πηγή για να τη βρούμε ξεραμένη, ποιος φταίει;
Θα έρθει και πάλι ο τιμωρός με το δρεπάνι
να θερίσει τις σοδειές μας,
να αδειάσει τα βαρέλια μας,
να κάψει τα σπίτια μας.
Θα είναι εδώ μέχρι να σωπάσουν της οικουμένης οι ήχοι,
μέχρι οι βοές να μην έχουν πια αντίλαλο,
ώσπου να ημερέψει ο ήλιος.
Άλογα συμπλέγματα και παρασυρόμαστε ή επαναστατούμε,
μα ποιος μπορεί να πάει ενάντια στο αδιέξοδο;

Ο κόσμος έχει αρχίσει να αργεί
ενώ η γη γυρίζει
και κάθε στάση μια διαδρομή σε όσα μας φώτισαν
στην ιστορία, στη δική μας ιστορία.
Έρχονται οι βάρβαροι, μαζί τους και η κόλαση,
των άλλων, η δική μας.
Έρχονται οι Βαβυλώνιοι με άρματα και προσευχές
μας ζητούν να υποκύψουμε στην τρέλα,
να υποκλιθούμε στα ακονισμένα τους μαχαίρια.
Δεν ξέρω πράγματι τους χρειαζόμαστε
ή αν τους επινοήσαμε
αυτοί πάντως θα ρθούν,
είναι κοντά, πολύ κοντά
μονάχα μια ανάσα μας χωρίζει,
η δική μας ανάσα.

Ο κόσμος έχει αρχίσει να αργεί
κι επάνω στα κορμιά μας ζωγραφίζει αλχημείες,
χάρτες και πορείες.
Μετά από κάθε χειμώνα και μία άνοιξη,
μετά από τον σπαραγμό και μία ανακούφιση.
Έτσι κάπως φτιάχτηκε η ζωή
για να τη λες και να στη λέω.
Μια βάρκα που αρμένισε μονάχη στον Ινδικό
στη Σούντα και στην Κεϋλάνη,
βάρκα που έμπαζε νερά και στα έκανε δρόμο να περπατήσεις,
σπάραζε ενώ χτυπιόταν από βράχια, βράχια που στα έδωσε ψωμιά να φας,
να ελεήσεις,
η βάρκα που τυλίχτηκε στις φλόγες για να χεις σημάδι,
να μη χάνεσαι στα σκοτάδια του απείρου.

Ο κόσμος έχει αργήσει
δεν περιστρέφεται πια γύρω από σένα κι από μένα.
Κι ούτε είναι άμορφος αλλά έχει πέρατα,
αν θες μπορούμε να περπατήσουμε μαζί,
αν θες μπορούμε να διανύσουμε τους γαλάζιους Ποσειδώνες
και τις χρυσές Αφροδίτες
να κουλουριάσουμε στις σχισμές του μισοφέγγαρου
σαν οδοιπόροι που ψάχνουν λίγη σκιά, ένα χλωρό καταφύγιο,
να ταξιδέψουμε μέχρι την άκρη
για να γυρίσουμε και πάλι πίσω στην αρχή,
ενώ στις πλάτες μας θα αντανακλά τη θέρμη και τη λάμψη της
η στίλβη.

Δώσε μου ένα όνειρο
για να προσευχηθώ
καθώς αργεί ο κόσμος
να χω κάτι
για να μπορώ να περιμένω
το επόμενο.
Δώσε μου μια συλλαβή
θα την προφέρω όπως μου πεις
αρκεί
να χει μέσα της λίγη αγάπη.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-02-2013