Ο κοσμος που γεννιεται

Δημιουργός: Valeria Iliadou, Valeria Iliadou

ΓΙΑ ΤΟΝ Θ.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ

Στα χέρια μου μια τύχη γλιστράει,
τα βήματα μικρά, θέλουν κάπου να βρεθούν
μα το αφήνουν για το ξημέρωμα.
Κι ύστερα θα ‘ρθει το φως, θα γεμίσει με ήλιο το δωμάτιο
ν’ αφουγκραστούν οι εποχές την ησυχία
της αναπνοής μου.
Ζω ή δεν ζω σε έναν κόσμο
που περνά από μπροστά μου,
καθώς φεύγουν τα τρένα και τα χαμόγελα στενεύουν
στις σχισμές δυο χειλιών που απομακρύνονται
για να ορμήξουν ξανά στο χείλος του γκρεμού σου,
στους καταρράκτες σου να σχηματίσουν τον τελευταίο παφλασμό.

Γλιστράει μια μοίρα στα χέρια μου,
ο κόσμος γυρίζει κι αλλάζει,
το μυαλό μου γεμίζει από νωπές αναμνήσεις.
Κάτι θα γεννηθεί επάνω στα ερείπια
της τελευταίας μας ελπίδας.
Ταξιδεύω πλάι στη νύχτα,
συνοδοιπόρος των αστεριών που κρατούν τα παιδιά τους
από το χέρι.
Ταξιδεύω σε καινούριες εικόνες,
πύργοι και θάλασσες, ένα καινούριο σπίτι, η άμμος
τα κάστρα μας, το θαύμα.
Ο κόσμος, μια παράλληλη γραμμή στην παλάμη μου
διαπλέκεται και ανεβαίνει
στις κορυφές των δαχτύλων μου.
Κι αλλάζω χρώμα καθώς επιπλέω κάτω από τα φτερά
του φοίνικα στου εξωτικου Μπαλι τις θαλασσες,
διασχιζω την Κινέζικη γέφυρα της σελήνης
και χάνω την πλεύση μου στις σχισμές των κυμμάτων της μακρινησ Τασμανίας.
Για έναν καινούριο κόσμο που απορροφά και απλώνει
σαν το σφουγγάρι το νερό που θα πιεις και τους χυμούς της έκστασής σου
στα πρόθυρα της Παταγωνίας ή στο βράχο της Νορβηγίας,
τα πουλιά που σου μιλούν στης Ζηλανδιας τα κόκκινα δάση
τα πόδια μου που βυθίζονται στις άσπρες κοιλάδες μιας χαμένης ηπείρου.
Στο Μέξικο μια γυναίκα κοιμάται
κι εγώ βλέπω το πρόσωπό σου στους βράχους της Σλοβενίας,
με μια χούφτα χώμα στα χέρια μου
από της Σίνας την αψίδα πεσμένο,
χώμα που κάθε τόσο πίνω να ξεδιψάσω.

Πλοία φαντάσματα, της Ελλάδας η ανατολή
ως τα σκοτεινά πηγάδια της Ινδίας,
ο κόσμος που σταματά και ξεκινά από την αρχή.
Στα λιμάνια του κρατιόμαστε από τα χέρια, βάρκες και θρίαμβοι
κι εμείς να κρατιόμαστε από τα χέρια,
καθώς περιμένουμε την τύχη να γλιστρήσει και πάλι στα
δάχτυλα που σφίγγουν και λυγίζουν.
Μια λωρίδα ιδρώτα πάνω στην πεινασμένη γη,
μια λωρίδα που μυρίζει αψέντι, γεμάτη ηδονές και παραισθήσεις.
Διασχίζει τις γωνιές της κολάσεως, τις πιο ακριβές μας φυλακές
από τη μια άκρη των ματιών σου
έως το τελευταίο σύνορο της γης.
Μια λωρίδα από μαύρο χρυσό, να απλώνει τις διακλαδώσεις της
σαν μούχλα που τρέφεται λαίμαργα από το δικό μου πιάτο
κι ύστερα ξαφνικά η σπίθα που ξεκινά και τρέχει,
τρέχει ιλιγγιωδώς κατά μήκος της μαύρης γραμμής.
Όλα φωτίζονται ξαφνικά, οι φλόγες στα μάτια μας, ο ήχος της καύσης, της πύρωσης, τα νησιά βουλιάζουν, πέφτουν οι πύργοι, η άμμος μαυρίζει, στεγνώνουν τα δάκρυα της Παναγίας.
Ο κόσμος μια κουκκίδα που φωτίζει το άπειρο σκοτάδι του σύμπαντος.
Φλόγες που ψηλώνουν και τινάζονται
ως την κόψη των συνόρων,
πυρώνουν τα κάγκελα που υψώσαμε,
καπνίζουν οι πέτρες μπαρούτι
και πέφτουν τα κάστρα μας,
ένα προς ένα.
Θολώνουν οι ανάσες, τα μάτια γεμίζουν με δάκρυα και στάχτες-το τελευταίο σου χαμόγελο,
θολώνουν οι αισθήσεις-ένα φιλί που ξέχασα ενώ πέφτουν τα κάστρα μας, το ένα μετά το άλλο.
Οι αναμνήσεις σαν μικρές φθορές τρυπώνουν μέσα μας
μπροστά το πλοίο που βιάζεται να φύγει-‘’πρόσεχε’’, ‘’μη φύγεις’’, οι αγκαλιές που σου κάνουν κακό, τα χέρια που σφίγγουν παγωμένα και παλλομενα, η τελευταία ματιά.

Καίγονται τα χρόνια,
η γιορτή ξεκινάει εδώ στο λιμάνι
μπροστά από το πλοίο που φλέγεται,
να με κρατάς να σε κρατάω καθώς ο κόσμος ξεκινάει
και μέσα από τις στάχτες της ματαιότητάς μας
γεννιέται και ανοίγει τα μπράτσα του
κλαίγοντας.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 05-04-2013