Κάθοδος

Δημιουργός: vas, Βασίλης Τασόπουλος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μερικούς δεν τους ενδιαφέρει αν θα χάσουν το τελευταίο τρένο της καθόδου,
όπως ακούγεται από τα βραχνά μεγάφωνα η φωνή κάποιου νυσταγμένου υπάλληλου
της τελευταίας βάρδιας του σταθμού.
Δε βρίσκονται εκεί για να πάρουν το τρένο, απλά γιατί δεν έχουν που να τους πάει το τρένο.
Ο υπόγειος σταθμός στην Ομόνοια γίνεται πολλές φορές το σπίτι τους
και οι παρατημένες βιτρίνες στους διαδρόμους του, όπου διαφήμιζαν κάποτε τα προϊόντα τους
διάφορα καταστήματα, το κρεβάτι τους.
Οι περαστικοί τους κοιτάμε με συμπόνια έτσι όπως πλαγιάζουν μ΄ ένα φθαρμένο παλτό
από πάνω τους για κουβέρτα και ένα άδειο μπουκάλι δίπλα τους.
Πιο μέσα οι καθαρίστριες έχουν αρχίσει να πλένουν με μάνικα το δάπεδο του σταθμού.
Στην αποβάθρα κάποιος μας πλησιάζει, με ανοιχτή την παλάμη του χεριού του.
“Ρε φίλε, μόλις βγήκα από τη φυλακή... να το χαρτί... δεν έχω που να μείνω...
κανά φράγκο... να φάω...”
Μερικές γυναίκες γυρνάνε τρομαγμένες τη πλάτη τους.
Ένας καθώς πρέπει κύριος δημιουργεί επεισόδιο: “Φύγε ρε, μη με πλησιάζεις, θα σε χτυπήσω”
φωνάζει δυνατά. Ο μόλις αποφυλακισμένος κάτι πάει να πει αλλά κάνει πίσω φοβισμένος
όταν βλέπει τον καθώς πρέπει κύριο να αγριεύει περισσότερο και να σηκώνει
απειλητικά το χέρι του. Όμως δεν λέει ψέματα, μόλις έχει βγει από τη φυλακή,
το μαρτυράει η εμφάνισή του και εκεί θα ξαναβρεθεί κατά πάσα πιθανότητα
εκτός κι αν στο μεταξύ προλάβει η πρέζα και τον στείλει στα δελτία των οχτώμισι
ως το “τάδε θύμα των εμπόρων του θανάτου”, ανάμεσα στην είδηση ενός ακόμα κυβερνητικού
ανασχηματισμού και τους κρότους ενός πυροβόλου στα διεθνή γεγονότα.
Οι φιλήσυχοι πολίτες διαμαρτύρονται για την έλλειψη αστυνόμευσης,
στα ρεπορτάζ των καναλιών, που θαρρείς πως έχουν έρθει από κάποιο άλλο ιδανικό πλανήτη
και οι παρουσιαστές τους, έκπληκτοι, ανακαλύπτουν ένα απαράδεκτο θέαμα, που επικρατεί
μέσα στην ίδια την καρδιά της Αθήνας και προσβάλει τη δική τους αγγελική αισθητική
ενός κόσμου με τάξη πλασμένου.
Όμως ο υπόγειος σταθμός στην Ομόνοια όσο αποκρουστικός είναι για τους
συνηθισμένους ανθρώπους, άλλο τόσο ελκυστικός είναι για αυτούς που
δεν έχουν που να πάνε.
Σαν τεχνητός όρμος φιλόξενος και πρόθυμος να ζεστάνει παγωμένες καρδιές.
ʼστεγοι, πρεζάκια, διωγμένοι από τη κοινωνία, βρίσκουν εκεί κάτι να τους χωρίζει
από τον ουρανό.
Οι καθαρίστριες επάνω πλένουν ακόμα.
Ίσως βρουν κάποιον αναίσθητο μέσα στο φωτογραφείο.
Ο μόλις αποφυλακισμένος με πλησιάζει : “Ρε φιλαράκο...” αρχίζει το ποίημα.
Βλέπω πίσω του στη διαφημιστική πινακίδα μια όμορφη γυναίκα να χαμογελάει
ευτυχισμένη κρατώντας στα χέρια της ένα τσιγάρο.
Το ρολό της διαφημιστικής πινακίδας γυρνάει και τη θέση της όμορφης γυναίκας
παίρνουν μαθητές που κάθονται μπροστά σε υπολογιστές.
Δεν μιλάω, καθώς μπαίνουμε όλοι
-όλοι εκτός απ' αυτόν-
στο τελευταίο τρένο της δικής μας καθόδου.












































































































Δημοσίευση στο stixoi.info: 03-02-2006