Η ράδα της Κοκαναδα Δημιουργός: aamore, Τσαμανδουρας Γιαννης Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [align=center]
Απίκο είναι οι άγκυρες και οι κάβοι ντουκιασμένοι,
η θάλασσα η πολύβουη νωχελικά και αυτή γαληνεμένη
αριβάραμε , φουντάραμε στην Κοκανάδα ράδα
σταμάτησαν οι μηχανές και πέφτουνε τα γράδα.
Τις μπίγες αρματώσαμε με αναμονή μεγάλη
στης Ινδίας ακτογραμμή στο κόλπο της Βεγγάλης
ο χάρτης μόνο ανάφερε point of kokanada
για τούτο σταματήσαμε τέσσερα μίλια αράδα.
Τσουβάλια ρύζι δώδεκα θα παίρναμε χιλιάδες
προορισμός για την τουρκιά να τρώνε οι αγάδες
Αγνάντευα την θάλασσα πέρα στα όρια της
μια αμμουδιά ξεμάκρεμα εις το τελείωμα της.
Μα πάνω εις στην αμμουδιά χιλιάδες ξεφύτρωναν
άπειροι κοκοφοίνικες που την στεριά μερώναν
Δεν περάσαν πολλές στιγμές πάνω στο χάζεμα μου
εκατοντάδες φάνηκαν μαούνες την χαρά μου.
Μ' ένα πανί ορτσάριζαν τον άνεμο να βρούνε
Μανούβρες κάνανε πολλές δίπλα μας να βρεθούνε
και κάθε μια τους φόρτωμα τσουβάλια εκατό
INDIAN EXTRA LONG RICE έγραφαν εκλεκτό
Μανούβρες να προλάβουνε τραβέρσα προχωράνε
στο πλοίο για ξεφόρτωμα και πίσω για να πάνε
Κούλιδες ήταν τέσσερις δυο πρύμνα και δυο πλώρα
να τους γλιτώνει ο Βισνού απ την κακή την ώρα
Μελαχρινοί μαυριδεροί στου μαονιού το χρώμα
αξύριστοι ακούρευτοι μηδέ νερό στο στόμα
στην μέση τους είχαν δετό σαν πάνινο τσουβάλι
με μαεστρία γυριστά κάτω απ τη διχάλι
Και όταν παραμέριζε φαινόταν τ'αχαμνά του
και ούτε που τον ένοιαζε γιατί ήταν δικά του
Λένε απόγονοι πως ήτανε δραβίδες η φυλή τους
των Μακεδόνων έλκονται για την καταγωγή τους
μα εγώ του ΑΣΟΚΑ βασιλιά απόγονοι νομίζω
κακάσχημοι λιγδιάρηδες που δεν του ξεχωρίζω
Τρεις μέρες πηγαινόφερναν μαούνες Φουλ με ρύζι
την τέταρτη το απόγευμα άρχισε αέρας να σφυρίζει
Πιάνει μπουρίνι δυνατό φουσκώνει και αγριεύει
κόβει σχοινιά σκίζει πανιά μαούνες σακατεύει
και πάνω στην καταστροφή η νύχτα μας πλακώνει
και το καράβι ξέσερνε και άγκυρες σηκώνει
να κρατηθούμε στο καιρό πρόσω τις μηχανές μας
ετούτος ο παλιόκαιρος χαλάει τις βόλεψες μας
Ολονυχτίς μποδίζαμε τρίζαν οι λαμαρίνες
η μηχανή αγκομαχά και οι ναύτες στις καμπίνες
σταυροκοπιούντε προσευχές κάνουν στον Αη Νικόλα
να του γλυτώσει απ' το κακό πρώτο και πάνω απ' όλα
Στο αχνό φως του λυκαυγούς που αρχίζει ν' ανταριάζει
Λες και άκουσε τις προσευχές ο ασπρογένης Άγιος
εκόπασε ο κυματισμός και ο αέρας δεν σπαράζει
ορθοπλωρίσαμε σιγά και πάμε στο φουντάγιο
Αφού καταλαγιάσαμε και ήπιαμε τον καφέ μας
βγήκαμε να μετρήσουμε τις τόσες συμφορές μας
Μαούνες ξύλα δεκαοκτώ στην άμμο ξεβρασμένα
μα τα κουφάρια των Ινδών στην θάλασσα απλωμένα
Πνιγμός εδώ κουφάρι εκεί δεκαεπτά χαθήκαν
μες τις αγκάλες του θεού Κρίσνα εκοιμηθήκαν
Όπου φτωχός και η μοίρα του κάτω θεό δεν έχει
ούτε σανίδα να πιαστεί και ελπίδα να ξετρέχει
Έκλαψα για την συμφορά του άτυχου του κόσμου
να μην λυπάμαι δεν μπορώ δύναμη θεέ μου δος μου
και αναριγώ σαν θυμηθώ αυτό το Ινδιανάκι
που έκλαιγε τον πατέρα του άπλυτο προσωπάκι.
Ιούνης 1971
Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-06-2013 |