Ελα

Δημιουργός: ΑΝΤΗΣ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Χλωμή η ζωή μου και σωπαίνει
κι ας ανεβαίνει της γής το πανηγύρι
μες στη σκόνες μερόνυχτα ριγμένη
πικρό της λησμονιάς που πίνει το ποτήρι
κι όμως εσένα περιμένει
έλα και στα γόνατά σου ας γείρει

Φεύγουν του θανάτου τα καμιόνια
ανέμοι του φόβου φυσάνε στην ακτή
σκόνη σημαδεμένη και ψεύτικα χρόνια
πεταμένα σε φυλακή ανοικτή
με το πιοτό τα όνειρά μου αφιόνια
κλειστή για μένα η μυστική καταπακτή

Σε γύρεψα τις νύχτες του χειμώνα
στους παγωμένους δρόμους τ'ουρανού
σε γύρεψα και στη νέα Βαβυλώνα
βαθιά στο χάσμα του παλιού καιρού
δεν σε βρήκα παρά στο βλέμα του κυκλώνα
πάνω στις όχθες κάποιου κόσμου φοβερού

Και νάμαι τώρα μπρος στην Αχαιρουσία
χρώματα του άδη να μαζεύω
το κόκκινο ,το κίτρινο ψεύτικη οπτασία
στου μαύρου τα βουβά τη λήθη ζητιανεύω
διώχνω το βραχνά και ζώ στη φαντασία
τη μάταιη ζωή δεν θέλω ν'αγναντεύω

Που νάβρω πια τη χαμένη μου ψυχή
με κόπο και μόχθο να ξαναφτάσω στα ύψη
που νάβρω της αγάπης την ευχή
να δώσω ελπίδα στην ατέλειωτη θλίψη
μιάς μεγάλης αγάπης την απαρχή
πριν χαθώ στην αγωνία και στην τύψη

Την πιο τραγική της ζωής μου μαύρη μέρα
πάρε το παλιό φιδίσιο μονοπάτι
κι έλα στην ερημιά μου εκει πέρα
κόψε λίγο το φύσηγμα του μπάτη
κι έλα δίχως του θυμού τη φοβέρα
ελα,και σκόρπισε τη στάχτη μου με αγάπη





Ἄρκον πὢν νὰ με παίρνουσιν οἱ τέσσερεις τζι ἐμέναν
Μὲς τζ'είν τὴν ἀνακατωσ'ιὰν
Ἔλα τζι ἐσοὺ στὴν ἐκκλησ'ιὰν
Μὲν ἀντραπῆς κανέναν.

Ἀγάπουσ σε ἔξω ψυσῆς τζι ἒν νὰ σὲ καταχνώσουν·
Ἂν εἶσαι κόρη σπλαχνιτζ´ὴ
Μὲν περαρκήσης, ἔρκου τζ'εῖ
Πριχοῦ νὰ μὲ λουκκώσουν

Τοὺς ζωντανοὺς ἒν πὤχουσιν μάσ'ην τζι ὲν τοὺς χωνεύκουν,
Τοὺς πεθαμμένους συχχωροῦν·
Ἒν φούχτα χῶμαν τζι ὲν μποροῦν,
Κόρη, νὰ τοῦς παιδεύκουν.

Ππέφτει τους πκιὸν μακάριση τζιαὶ ψυσικὸν δϊοῦσιν
Γιατὶ ποὺ τὸν ψεματινὸν
Πηαίννουν στὸν ἀληθινὸν
Κόσμον, τζι ἒν νὰ κριθοῦσιν.

Ἂν μὲν μοῦ κάμουν κόλλυφα στὲς τρεῖς, μὲ σαραντάριν
Μήτε στὸν χρόνον λουτουρκάν,
Πάρουμου γιὰ παρηορκὰν
Κάμε μου τούν τὴν χάριν.

Βούττημαν ἥλιου τζι ὕστερις τέλεια πὢν να σιγράση
Τζιαὶ πὢν ν'ἀδκειάσουν τὰ στενὰ
Πὼν ἔσ'ει πλάσμαν νὰ περνᾶ
Γιὰ νὰ σὲ ξιφαράση,

Ἔλα τζιαὶ'σοὺ στὸ μνῆμαν μου τζιαὶ μὲσ'τὸν μπότην ἅψε
Ἁϊταφίτικον τζ'ερὶν
Κάπνισε, κόρη, νακκουρίν
Νομάτισ'με τζιαὶ κλάψε.

--- Δημήτρης Θ. Λιπέρτης,

Δημοσίευση στο stixoi.info: 06-08-2013