Στο δικό μου το ποτάμι

Δημιουργός: Μαυρομαντηλού, Κολωνός

*********

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[align=center][B]
Στο δικό μου το ποτάμι
δεν ακούγονται φωνές
από κείνο εκεί το βράδυ
που σε είδανε να ρίχνεις
μαύρα νούφαρα σιωπές.
Κι όσες μάγισσες περάσαν
για να βρουν το μαγικό,
στο δικό μου το ποτάμι,
που δε φύτρωνε βοτάνι,
τις σιωπές σου δεν τις σπάσαν
πριν συμβεί θανατικό.

Πήγανε την άλλη μέρα
κάτι πρωινά πουλιά
για νερό απ’ το ποτάμι
μα δεν ήπιανε γουλιά.
Ήταν είπαν μολυσμένο
με χρώμα κόκκινο φωτιάς
κι είδαν μάτια των δαιμόνων,
παραδίπλα έναν πνιγμένο,
σώμα άδειο από καρδιάς.

Τα πουλιά τρομάξαν, φύγαν
κι αντηχήσανε κραυγές
σε ψηλά βουνά κρυφτήκαν
γιατί κάποιους γύπες είδαν
να ορμάνε για βουτιές.
Διαδόθηκε στο δάσος
και γεράκια ήρθαν ευθύς
δεν τολμούσε κανείς άλλος
και ο ποταμός βαθύς,
τα γεράκια με τους γύπες
κράζαν τώρα από χαρά
κι όσα εσύ ποτέ δεν είπες
γιατί σώπαινες τις νύχτες,
ξεβρασμένα στο ποτάμι
πρωινή γίναν βορά.

Τέλειωσε το τσιμπολόι
και τραβήξαν για τα βράχια
γύρω αφήσαν αποφάγια
κάτι νύχια και μαλλιά.
Κι όπως έγινε ησυχία
όπως σου άρεσε πολύ
μάγισσες ξαναφανήκαν
και μια γυάλα είχαν θολή,
να συλλέξουνε τα νύχια,
να μαζέψουν τα μαλλιά,
για να φτιάξουν ένα ξόρκι
για σώματα άδεια από καρδιά.

Ακατάληπτες κουβέντες
απ ‘το στόμα αρχίσαν βγάζαν,
μα οι κουβέντες απ’ το στόμα
σαν με φίδια αρχίσαν , μοιάζαν.
Σύρθηκαν παντού στο δάσος
σύρθηκαν κι ως την αυλή μου,
κάτι πήρε η ακοή μου,
έναν ήχο συριχτό,
στάθηκα στο παραθύρι
που’ χα αφήσει ανοιχτό.

Ανθρώπινη φωνή και στόμα
τα φίδια πήρανε μπροστά μου
μου’ παν σήκω απ’ το στρώμα
κι η καρδιά μα και το σώμα
από κείνον π’ αγαπούσες
και τον λάτρευες κυρά μου,
δεν υπάρχει πια στον κόσμο,
τον κατάπιε η σιωπή.
Η σιωπή που’ γινε γύπας
κι έφερε και το γεράκι
κι από νούφαρο της νύχτας
το νερό έγινε φαρμάκι
κόκκινο φαρμάκι, αίμα,
σώμα άδειο από καρδιά,
το πρωί έγινε γεύμα
στου θανάτου τα πουλιά.

Φίδια ζώσαν την ψυχή μου
φίδι έγινε κι αυτή
σύρθηκε έξω απ’ το κορμί μου,
ένα δάσος οι λυγμοί μου,
με τραβούσαν στο ποτάμι
μαύροι δαίμονες κατράμι,
να μη δω αυτό που είδα,
ήταν η μόνη μου ευχή.
Μάγισσες που την ακούσαν
την ευχή μου την τρελή
μες στη γυάλα κουβαλούσαν
λησμονέρι(λησμονιάς νερό) και χολή.
Να μ’ αρπάξουν, να μου στάξουν
μες στα μάτια μαυρονέρι,
να μην ξαναδώ τα μέρη
που του πήραν τη ζωή.
Μα εγώ βιαζόμουν τόσο,
δε με πρόλαβε κανείς
δε νοιαζόμουν να γλιτώσω
να ξεχάσω, να με σώσω,
ήμουν πια ημιθανής.

Στο δικό μου το ποτάμι
οι δικές μου οι φωνές
ξεριζώσαν το βοτάνι
από νούφαρα σιωπές,
όταν έσκυβα να πάρω
δικά σου νύχια και μαλλιά
που απ΄τις μάγισσες ξωπέσαν
και το ξόρκι τους ξεδέσαν,
κι άρχισαν να ξανανοίγουν
πάλι τα θανατικά.
Είχα πια ό, τι αγαπούσα,
δικά σου νύχια και μαλλιά
είχα και ένα ποτάμι
που’ χε δει δαιμονικά
μέσα απ’ τις σιωπές να γδέρνουν,
σώματα άδεια από καρδιά.

Κι έγινα κι εγώ ένα σώμα
αδειασμένο από καρδιά,
ήταν όμορφο για πτώμα
το πρωί θα’ ρθουν πουλιά
για νερό απ’ το ποτάμι,
δε θα πιουν ούτε γουλιά,
γιατί θα’ ναι μολυσμένη
με χρώμα κόκκινο φωτιάς,
παραδίπλα εγώ πνιγμένη
σώμα άδειο από καρδιάς.
Κι όσοι θα ρωτούν το λόγο,
γιατί να γίνουν όλα αυτά
θα πουν οι μάγισσες, το ξόρκι,
δεν πιάνει όποιον σιωπά.
Γιατί ούτ’ οι μάγισσες ξορκίζουν
τη δύναμη που’ χει η σιωπή
κι όσοι σωπαίνουν να γνωρίζουν
μοίρα πως θα’ χουν τραγική.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-09-2013