Ο μπεκρής και η γυναίκα του

Δημιουργός: renouli

Αλόχα! (να το 'χα, πού το 'χα;)

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Εβίβα, χικ, ροδακινάκι μου, από προψές τα τσούζω,
βάσανα ανομολόγητα μου πνίγουν τον καρούτζο,
ταμπούρλο και τ' απίστομα ένεκα η ανθρωπιά μου
ανάθεμα τη φτώχεια μου, κρίμα τη λεβεντιά μου.

“ʼπατη πηγαδοκοιλιά, τ' άντερα θα σου βγάλω,
μουτζούρη, γιδοκέφαλε , απόψε θα σε γδάρω”.

Σώπασε, χικ, βερυκοκάκι μου, στ'ορκίζομαι, δε φταίω,
μα ήρθε ο κυρ Δωρόθεος, άστα πού να στα λέω,
στο καφενείο καθόμουνα κι έπινα το νεράκι μου,
άχου και πώς γυρίζει το δόλιο το κεφαλάκι μου.

“ʼτιμε γουρουνοκεφτέ, δυο μέρες μπεκρουλιάζεις,
μαύρο ρεμαλορέμαλο κι από τη μύτη στάζεις”.

Κόπιασε, χικ, μελιτζανίτσα μου, μαζί μου να ξαπλώσεις,
τους δήλωσα πως το 'κοψα, ορκίζομαι να μη σώσεις,
ένα ποτήρι, μου 'πανε, θα πιείς, μη μας προσβάλλεις,
αμάν και πώς ζαλίζομαι, κομπρέσες να μου βάλεις.

“Κακούργε ασχημοκάμωτε, τούμπανο μου 'ρθες πάλι,
χοντρέ και βαρελομεζέ και το κακό σου χάλι”.

Ήμαρτον, χικ, τυροπιτούλα μου, κάρναξε μη μου πάθεις,
το ξέρω πόσο μ' αγαπάς, τρέμεις να μη με χάσεις,
γι' αυτό κι εγώ θα ορκιστώ στο καφενείο σαν πάω,
δεν ξανακόβω το ποτό, δεν την ξαναπατάω.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-02-2006