Ο φονιάς Δημιουργός: ροβολος, Γιώργος Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Εγύρισε σαν νύχτωσε στο πατρικό το σπίτι
χλωμά έφεγγε στη σκοτεινιά το φως του αποσπερίτη
ο γέρος του καθότανε σκυφτός μπρος στο τραπέζι
το κομπολόγι κράταγε, τις χάντρες του να παίζει.
Του 'πε πατέρα δε θα 'ρθεις τον γιο σου ν' αγκαλιάσεις
πατέρα σ' αποθύμησα, ζύγωσε να με φτάσεις
δυο μήνους έχω στα βουνά, αντάμα με τ' αγρίμια
πλάνταξα κι ήρθα ν' ασπαστώ τα χέρια σου τα τίμια.
Ο γέρος αποκρίθηκε με μάτια βουρκωμένα
τα λόγια του ήτανε σκληρά, πικρά, βαλαντωμένα
φεύγα φονιά απ' το σπίτι μου, δεν είσαι συ παιδί μου
τι με τηράς, μήπως θαρρείς πως θα 'χεις την ευκή μου;
Πατέρα συ δε μο 'λεγες στα πρώτα μου μικράτα
περήφανος να περπατώ μεσ' της ζωής τη στράτα
άντρας δε λογαριάζεται μο 'λεγες μεσ' την πλάση
όποιος αφήνει προσβολή δίχως να την ξετάσει.
Βαριές κουβέντες μου είπανε, δίκιο να τις πληρώσουν
γυρεύοντας πηγαίνανε το Χάρο ν' ανταμώσουν.
Ο γέρος τον ετήραξε με βλέμμα οργισμένο.
Μωρέ, αλήθεια, δε νογάς το τι έχεις καμωμένο;
Το αίμα πο΄χυσες εσύ το χώμα το ρουφάει
στοιχειώνει η γης απ' το κακό κι άλλο να πιει ζητάει
στον ύπνο σου θα σε καλεί πάλι να την ποτίσεις
στο ξύπνιο θα σε καρτερεί ξανά για ν' αμαρτήσεις.
Αναπαμό και σύχασμα να βρεις δε θα σ' αφήνει
θα θες να φας γλυκό ψωμί, φαρμάκι θα σου δίνει
κι άμα θαρρείς πως γίνεται το ριζικό ν' αλλάξει
γελιέσαι, αργά ή γρήγορα το αίμα πο 'χεις στάξει
θα γίνει ρέμα απ' το βουνό ψηλά που ροβολάει
που απλώνεται στο διάβα του και που λυσσομανάει
σαν λιανοφλούδι θα σε βρει και θα σε παρασέρνει
απ' όσα θέλεις κι αγαπάς μακρυά τους θα σε παίρνει.
Μίσεψε από το σπίτι του θολός και πικραμένος
τρεις χρόνους είχε στο κλαρί ληστής κυνηγημένος
σε μια ραχούλα ένα πρωϊ τον βρήκε μαύρο βόλι
χωροφυλάκου που 'χε 'ρθει επί τούτου από την πόλη.
Καθώς παράδωνε, η ψυχή με μια κρυφή λαχτάρα
πέρα μακρυά απ' τον κουρνιαχτό, της μάχης την αντάρα
σε μια άγρια βουνοκορφή πέταξε να κουρνιάσει
και ν' αγναντέψει ένα χωριό καταμεσής στα δάση.
Τα σπίτια είδε πετρόχιστα κι ελάτια γύρω μύρια
είδε δικούς και συγγενείς, χορούς και πανηγύρια
βαριαναστέναξε γιατί ό,τι ποθούσε εχάθη
ύστερα πήρε το στρατί για τ' ουρανού τα βάθη. Δημοσίευση στο stixoi.info: 05-10-2013 | |