Αμαρτίες στα Κάστρα και στον Πύργο

Δημιουργός: χάρης ο κύπριος, χάρης

Παππού ευχαριστώ!

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Αμαρτίες στα Κάστρα και στον Πύργο



Πήγα σ’ ένα μοναστήρι στο άγιο όρος.
Το πρώτο πράγμα που με ρώτησε ένας μοναχός
αντί για το πατροπαράδοτο καλωσόρισμα
με λουκούμι και τσίπουρο
ήταν αν ήθελα να εξομολογηθώ.
Του είπα όχι.
Ήρθα, του απάντησα, να βγάλω φωτογραφίες τους αγίους
που είναι εξαϋλωμένοι πάνω στους τοίχους
για να τους δείχνω στους μαθητές μου
για να ξέρουν πως ήταν οι άνθρωποι του θεού παλιά.
Ο μοναχός δεν με είδε με καλό μάτι.
……………………………………………………………………....................................
Μαζί μου είχα πάρει και ένα γέρο φίλο μου.
Τον παππού το Φώτη.
Μου ζήτησε να τον πάρω να προσκυνήσει τα αγιασμένα χώματα του Άθωνα
πριν κλείσει για πάντα τα μάτια του.
Διανυκτερεύσαμε ένα βράδυ στη Θεσσαλονίκη πριν πάμε στο όρος.
Είχε πολύ πλάκα ο παππούς.
Ήταν πρόσφατα εγχειρισμένος στο πόδι.
Με ένα κομμάτι πλατίνα στο γόνατο και έτσι οι κινήσεις μας ήταν πολύ αργές.
Χάρη μου αύριο το πρωί θα σηκωθούμε από τις 2
για να προσευχηθούμε να βοηθήσει η Παναγία να έχουμε καλό ταξίδι.
Εγώ του είπα ότι θα βγω έξω τη νύχτα να πάω να κάνω λίγες αμαρτίες
στα κάστρα και στον πύργο και θα έρθω τα χαράματα να φύγουμε.
Σηκώθηκε με δυσκολία και μου έδωσε ένα κομποσκοίνι εκατοστάρι.
Σήκω μου είπε.
Παππού, πες μου τι θέλεις να σου φέρω να φας του είπα και θα φύγω.
Σήκω μου είπε με αυστηρή φωνή.
Ξεκίνησε τον εξάψαλμο.
Πήρε κι αυτός ένα κομποσκοίνι και προσευχόταν.
Ψάλλε, μου είπε, το απολυτίκιο του Γρηγόρη του Παλαμά.
Εγώ θα ψάλλω του Δημητρίου είπε αυστηρά.
Ψάλλε και του αγίου Χαραλάμπη μου ξαναείπε.
Εγώ θα ψάλλω του δικού μου του Φωτίου συνέχισε.
Τον έβλεπα να κλαίει σαν μωρό.
Σε κάποια στιγμή στάθηκα σε μια γωνιά και τον παρακολουθούσα.
Ο παππούς χάθηκε μέσα στην χάρη της προσευχής.
Δεν μιλούσε.
Μόνο δάκρυζε.
Μετά από ώρα τελείωσε.
Γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε χαμογελώντας.
Θα με πάρεις μαζί σου να κάνουμε αμαρτίες;;;
Πήγαμε φάγαμε ένα σουβλάκι κοντά στην Καμάρα και πήγαμε για ύπνο.
………………………………………………………............................................
Ο μεγαλόσχημος μοναχός της Μεγίστης Μονής
ρώτησε και τον παππού το Φώτη αν ήθελε να εξομολογηθεί.
Ο παππούς του απάντησε:
Ήρθα να μιλήσω με τον Κύριο ημών Ιησούν Χριστόν
και τη μάνα του την απάντων Κυρίαν την Θεοτόκον Μαρίαν.
Ο γέρος ως γνήσιον τέκνον της Κύπρου έβαζε όλα τα ν στο τέλος των λέξεων.
Πάλι νευρίασε ο μοναχός.
Μας έβαλε να κοιμηθούμε σ’ ένα δωμάτιο.
Πριν προλάβω να κλείσω τα μάτια μου το βράδυ
ο παππούς, μου είπε, Χάρη μου σήκω γιατί χτύπησαν οι καμπάνες.
Του είπα να πέσει να κοιμηθεί γιατί δεν ήταν καμπάνες
αλλά τα κουδουνάκια από τα μουλάρια της μονής.
Επέμενε.
Μέσα μου είπα γαμώ το κέρατο μου γαμώ με το γέρο.
Καλός είναι και άγιος αλλά μου έσπασε τα νεύρα.
Σηκώθηκα.
Τον πήρα από το χέρι και κατεβήκαμε κάμποσα σκαλιά.
Ο ναός κλειστός.
Μοναχοί πουθενά.
Είδες, του είπα θυμωμένος.
Επέμενες να έρθουμε και τώρα τι θα κάνουμε μέσα στο κρύο.
Με κοίταξε στα μάτια.
Συγνώμη παιδί μου.
Νόμισα ότι μας φώναξε ο Χριστός και δεν ήθελα να αργήσουμε.
Συγχώραμαι παιδί μου, μου ξαναείπε.
Του χαμογέλασα.
Θα με μάθεις να προσεύχομαι τον ρώτησα.
Μα δεν ξέρω μου απάντησε.
Εγώ μιλώ με τον Κύριο.
Αυτός με ακούει.
Και μου μιλά στην καρδιά μου.
Όμως κι εγώ τον ακούω.
Μετά από πολύ ώρα ήρθαν οι μοναχοί και άνοιξαν το ναό.
Είχαμε ξεπαγιάσει από το κρύο.
Η ψυχή μου όμως για παράξενο λόγο ήτανε θερμή.
Μπήκαμε 4 το πρωί.
Τελειώσαμε 8.30.
Τον έβλεπα που στεκόταν συνεχώς και ήξερα ότι πονούσε το πόδι του.
Εγώ βρήκα ένα στασίδι σε μια γωνιά και κοιμόμουνα.
Άκουγα τις ψαλμωδίες και νόμιζα πως ήμουν στον παράδεισο.
Κάποια στιγμή του είπα, παππού κάτσε λίγο.
Γύρισε και με είδε.
Ο Κύριος είναι σταυρωμένος μου είπε και βυθίστηκε πάλι στον κόσμο του.
Ο ηγούμενος που με ήξερε ζήτησε να μας δει.
Παρακολουθούσε τον παππού προσεχτικά.
Κατάλαβε ότι γέρος δεν ήτανε τυχαίος.
Τον ρώτησε:
Κύριε Φώτη θέλεις να μείνεις στο άγιο όρος και να σε κάνουμε μοναχό;
Ο παππούς σηκώθηκε και του είπε.
Άγιε καθηγούμενε ο Χριστός είναι και μέσα στο σπίτι μου.
Κοκάλωσε ο ηγούμενος.
Ήρθε ασπάστηκε το χέρι του παππού και φύγαμε.
Τελικά δεν εξομολογηθήκαμε.
Πήγαμε πίσω στη Θεσσαλονίκη.
Ο παππούς φόρεσε τα καλά του ρούχα.
Ντύσου μου είπε.
Θα σε πάρω στα Κάστρα και στον Πύργο να κάνουμε αμαρτίες.
Καλά το κατάλαβα του είπα ότι τελικά θα υπέκυπτες.
Και πήγαμε στην Αριστοτέλους και φάγαμε γύρο.


Υ.Γ
Στην κηδεία κάποιου Ιερομόναχου που κοιμήθηκε πρόσφατα πήγαν χιλιάδες.
Στην κηδεία του παππού του Φώτη ήμασταν 12 άνθρωποι.
Παππού αιωνία σου η μνήμη.



Δημοσίευση στο stixoi.info: 20-10-2013