εκεί ψηλά Δημιουργός: χάρης ο κύπριος, χάρης νάσαι καλά Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [B]εκεί ψηλά[/B]
Μεγάλωσα σε μια φτωχή οικογένεια.
Πρώτος από 5 παιδιά.
Ο πατέρας μας χρόνια σε αποτοξινωτικές κλινικές χωρίς δουλειά.
Και η μάνα μας ήτανε χρόνια άνεργη.
Ο καλός θεός όμως μας έτρεφε από ψηλά.
Μια μέρα είδα τη μάνα μου στενοχωρημένη.
Την ρώτησα τι είχε και μου είπε ότι ήρθε χαρτί από το δικαστήριο
και ότι θα μας έπαιρναν το σπίτι.
Δώδεκα χρονών παιδί ήμουνα τι να κάνω δεν ήξερα.
Σε λίγες μέρες είδα τη μάνα μου χαρούμενη.
Μου έδειξε ένα χαρτί.
Κάποιος είχε πληρώσει το χρέος και έτσι δεν θα χάναμε το σπίτι.
Την ρώτησα με αφέλεια αν ο θεός το πλήρωσε
και μέσα σε δάκρυα μου απάντησε ναι, αυτός από εκεί ψηλά.
………………………………………………………….........................
Το 1994 επέστρεψα στην Κύπρο από την Αθήνα.
Μόλις 21 χρονών και είχα κάνει και στρατιωτικό
και τελείωσα και τις σπουδές μου.
Δεν είχα πιο ψηλό iq από τους άλλους.
Είχα τον θεό εκεί ψηλά και βοηθούσε.
Στα 22 μου γεννήθηκε η κόρη μου.
Στα 29 μου είχα και τα άλλα μου τρία αγόρια.
Ήμουν ένας τυπικός χριστιανός όπως αυτούς που
o Χριστός κατακεραύνωνε για την υποκρισία τους.
Ένας θεολόγος που τον αγαπούσανε όλοι.
Έχαιρα της καθολικής εκτίμησης
και του κλήρου και του λαού.
Έκανα ομιλίες στις κλειστές φυλακές στους ισοβίτες.
Κατηχητικά.
Κηρύγματα.
Θρησκευτικές ομιλίες σε κύκλους Κυριών.
Κάποτε και μαθήματα σε ιεροσπουδαστές της Ιερατική Σχολής.
Την παρτίδα όμως την έκλεβα από τα παιδιά του σχολείου.
Εκεί ήμουν θεός.
…………………………………………………………………………………
Το 2000 έμαθα ότι ένας παπάς είχε πληρώσει το χρέος
και μας γλύτωσε το σπίτι.
Μου είπαν ότι για να τον συναντήσω
έπρεπε να πάω να τον δω σε ένα κοιμητήριο
γιατί είναι όλη μέρα εκεί με τους πεθαμένους.
Απόρησα αλλά πήγα.
Μπήκα στο κοιμητήριο.
Είδα ένα γέρο με γένια και παντελόνια.
Ξέρετε που είναι ο Πάτερ Γεώργιος ρώτησα
με την ευγένεια του πιο καλού παιδιού του κατηχητικού.
Δεν έχει παπά εδώ.
Μόνο εγώ και οι φίλοι μου οι πεθαμένοι απάντησε ο γέρος.
Εσύ ποιος είσαι με ρώτησε αυτός.
Εγώ είμαι ο χάρης του είπα και ήρθα να πω ένα ευχαριστώ στον πάτερ
για κάτι που έκανε παλιά στην οικογένειά μου.
Πήγαινε μου είπε και να προσέχεις γιατί δεν είσαι εντάξει μέσα στο κοστούμι.
Δεν μου άρεσε το υφάκι του γέρου.
Τι εννοείται του λέω…
Μου χαμογέλασε και μου είπε:
Οι γυναίκες που φοράνε φούστα μακριά δεν φοράνε βρακί από κάτω.
Χριστός κι απόστολος είπα μέσα μου.
Τι μαλακίες λέει ο γέρος σκέφτηκα.
Θα τον επηρέασε η αύρα του κοιμητηρίου.
Με άρπαξε από το χέρι και μου είπε πάρα πολύ αυστηρά.
Ο Χριστός θέλει ανθρώπους 24 καρατίων.
Όχι υποκριτές και δήθεν.
Βγάλε το κοστούμι και ξαναέλα να τα πούμε.
Ήθελα να τον βρίσω αλλά συγκρατήθηκα, σπάνιο για μένα.
Με ρώτησε τι δουλειά κάνω και του είπα καθηγητής - θεολόγος.
Πάλι γέλασε, αυτή τη φορά πιο δυνατά.
Ξέρω ξέρω είσαι από αυτούς που αγαπάνε τα παιδιά με τα πτυχία.
Όχι με την καρδία.
Άκου άγιε, μου είπε ακόμα πιο αυστηρά.
Ο Χριστός δεν τέλειωσε το Χάρβαρντ.
Τελείωσε επάνω στο σταυρό.
Έλα πάρε αυτά τα λεφτά να τα δώσετε αύριο στα άπορα παιδιά του σχολείου.
Εσύ μια ζωή θα φροντίζεις για τα βασικά που τους χρειάζονται.
Λίγο γάλα
ένα σάντουιτς
ένα χαμόγελο
λίγη αγάπη
λίγη ελπίδα.
Και θα σου πω ακόμα κάτι.
Εσύ δεν θα κάνεις μάθημα στα παιδιά.
Εσύ μόνο θα τα αγαπάς.
Έξω στην αυλή.
Δεν είσαι άξιος να κάνεις τίποτε άλλο μου είπε.
Με πλήγωσαν βαθειά τα λόγια του.
Τελικά τον έβρισα.
Γεια δες που ο μαλάκας ο γέρος έχει και άποψη για όλα σκέφτηκα.
Έκανα μια κίνηση να φύγω.
Μου λέει περίμενε.
Έλα να σου δείξω κάτι.
Με βάζει σε μια καμαρούλα και αφήνει χάμω κάτι εργαλεία.
Πιάνει ένα ρούχο από μια κρεμάστρα και με ρωτάει.
Ξέρεις τι είναι αυτό;;;
Ναι του λέω ένα κουρέλι.
Χαμογέλασε.
Ναι σωστά.
Το άνοιξε καλύτερα.
Ήταν ένα παλιόρασο.
Το φόρεσε.
Εγώ είμαι ο Παπαγεώργος μου είπε.
Μου έδειξε τον ουρανό.
Εγώ σε λίγο καιρό θα πάω εκεί ψηλά.
Τα παιδιά και τα μάτια σου μου είπε με πολύ αγάπη.
Του φίλησα το χέρι και έφυγα αμίλητος.
Κάθε φορά που βλέπω τον ουρανό…
Κάθε φορά που βλέπω εκεί ψηλά…
Ξέρω πως είναι κάπου εκεί κρυμμένος.
Με βλέπει.
Με αγαπά.
Με προσέχει.
Παπαγιώργη ευχαριστώ.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-10-2013 |