Μετρώντας τον χρόνο Δημιουργός: Άγγελος Αραβαντινός Να έχετε ένα όμορφο ξημέρωμα! Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [color=black][font=palatino linotype]
Τα βουνά, οι κάμποι, τα ποτάμια και οι λίμνες είχαν καλυφθεί από τα αλλεπάλληλα γκριζόμαυρα πέπλα του βαρύθυμου ουρανού. Τα σύννεφα είχαν αγγίξει το έδαφος και προσπαθώντας ν’ απαλλαγούν από το φορτίο τους, είχαν ανοίξει τα σωθικά τους και σφυροκοπούσαν τη γη με μια ατελείωτη νεροποντή.
«Βρέχει πολύ απόψε! Καιρός ήταν ύστερα από τόσους μήνες!» είπε ενθουσιασμένος.
«Πράγματι. Και τώρα τι κάνουμε;»
«Σαν τι θες να κάνουμε;»
«Θα πλημμυρίσουμε για τα καλά! Κινδυνεύουμε!» απάντησε με φωνή που έτρεμε από ανησυχία.
«Μα είναι φυσικό!»
«Που το βλέπεις το φυσικό; Εσύ κάθεσαι καλά στα ψηλώματα, δεν ενοχλείσαι καθόλου, απλώς δροσίζεσαι!»
«Το είχαμε ανάγκη ύστερα από τόση ξεραΐλα! Θα ξεδιψάσουμε επιτέλους! Καλό θα μας κάνει!»
«Καλό για σένα φίλε μου. Για σκέψου και μένα».
«Νομίζω ότι θα σταματήσει σύντομα».
«Εγώ πάλι δεν το νομίζω καθόλου. Δες που έχω πλημμυρίσει μέχρι τη μέση. Να πάρει η ευχή!»
«Ε τότε φύγε από κει!»
«Να φύγω; Μα τι λες, με κοροϊδεύεις; Κάνεις σαν να μην ξέρεις την κατάστασή μας. Τόσα χρόνια έχουμε σαπίσει κλεισμένοι σ’ αυτή τη φυλακή».
«Χμμ! Σωστά! Δεν μπορούμε να κάνουμε ρούπι, λες και είμαστε αγάλματα. Πάλι καλά που μπορούμε και επιβιώνουμε μ’ αυτές τις συνθήκες».
«Ας είναι καλά το νεράκι!»
«Τρελός είσαι; Άλλα μου έλεγες πριν από λίγο».
«Εγώ σου είπα ότι δεν μ’ αρέσει το πολύ νερό, η πλημμύρα, και θέλω τα πράγματα να είναι φυσιολογικά. Ούτε όπως τώρα ούτε όπως πριν».
«Με σένα δεν βγάζω άκρη. Παράτα με, θέλω να ξεκουραστώ».
«Α ναι… Και τι έκανες σήμερα και κουράστηκες;»
«Τι έκανα; Ισορροπούσα βέβαια, σαν τον ακροβάτη. Εγώ δεν είμαι όπως εσύ. Αν συμβεί κάτι κακό μπορεί να πέσω χάμω και τότε… τέρμα η ζωή μου!»
«Όχι, αυτό όχι! Αλίμονο μου! Σου έχω πει να είσαι προσεκτικός. Άμα πέσεις θα μου βγάλεις το μάτι. Μα τι λέω; Θα με διαλύσεις! Θα γίνουμε και οι δυο χίλια κομμάτια. Δεν θα μείνει τίποτα από μας! Είναι άδικο να εγκαταλείψουμε τούτο τον κόσμο τόσο γρήγορα!» του είπε και στη σκέψη αυτή δάκρυσε.
«Μην φοβάσαι φιλαράκο, έχω το νου μου. Αγαπάμε κι οι δυο τη ζωή και δεν θέλουμε ν’ αφανιστούμε! Μπορεί να είμαστε εγκλωβισμένοι εδώ μέσα αλλά τουλάχιστον έχουμε βρει ένα σκοπό. Και είναι πολύ σημαντικός! Μετράμε τον Χρόνο! Στάλα στάλα! Δεν μπορεί να μας ξεφύγει όσο κι αν προσπαθεί!»
«Είναι όμως πράγματι τόσο σημαντικό αυτό;»
«Και βέβαια είναι! Είναι μεγάλη επιτυχία αν φανταστείς ότι καταφέρνει να τους ξεγελάει όλους, ενώ μ’ εμάς τα έχει βρει σκούρα! Το έχει χάσει το παιχνίδι! Τα χρόνια μας είναι πολλά κι έρχονται ακόμη περισσότερα! Χα χα χα!»
«Σώπα τώρα και πάψε να παινεύεσαι. Ας μην το γρουσουζεύουμε».
«Καλά τα πάμε, σου λέω. Ελέγχουμε την κατάσταση».
«Δηλαδή θέλεις να πεις ότι όποιος ελέγχει τον Χρόνο, ελέγχει τα πάντα;»
«Ναι! Είναι το κλειδί της ευτυχίας! Δεν το έχεις καταλάβει;»
«Εκείνο που έχω καταλάβει είναι ότι έχεις συμβιβαστεί, ότι δεν τολμάς να κάνεις τίποτα. Σου έχω πει τόσες φορές να προσπαθήσουμε να δραπετεύσουμε».
«Μην είσαι φαντασιόπληκτος. Αυτό που λες δεν έχει καμιά λογική. Το πραγματικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε και αξίζει να επιλύσουμε είναι τα… έντομα! Αυτά τα σιχαμερά έντομα. Απορώ που στο διάβολο βρέθηκαν τόσα! Μυριάδες από δαύτα! Περπατούν πάνω μας, μας γλείφουν, είναι αηδιαστικά… ανατριχιάζω και μόνο που τα σκέφτομαι. Για να μην πω και για τις νυχτερίδες… Τι τρομαχτικά πλάσματα… Κάθονται πάνω μας με τις ώρες… Όλο κοιμούνται… Μυρίζουν και απαίσια… Καταραμένες… Κι άμα ρωτήσεις και τους άλλους γύρω μας, την ίδια άποψη έχουν, τα ίδια πράγματα θα σου πουν!»
«Καλά λέω ότι δεν είσαι στα καλά σου. Αυτό είναι το λιγότερο κακό».
«Και το περισσότερο ποιο είναι φίλε;»
«Το πώς και το πότε θα ξεκολλήσουμε απ’ αυτό το μπουντρούμι. Δεν αντέχω άλλο. Θέλω την ελευθερία μου!» φώναξε οργισμένος.
«Ωχ καημένε! Άσε την γκρίνια! Καλά είμαστε… Δεν είσαι ευχαριστημένος με τίποτα!» μουρμούρισε μ’ ένα συγκαταβατικό και δουλοπρεπές ύφος.
«Πώς είναι δυνατόν να είμαι; Η ζωή μου κυλά μες το πηχτό σκοτάδι, μακριά από το παιχνίδισμα του ήλιου… Βαρέθηκα τους λιγοστούς και μονότονους ήχους, τα βδελυρά πράγματα που με γυροφέρνουν και με βασανίζουν. Κοίταξε γύρω σου : εκατοντάδες σύντροφοι στέκουν μονοκόμματοι και σκληροί, μα κανένας τους δεν μιλάει, κανένας δεν σαλεύει, κανένας δεν αντιστέκεται! Πειθήνιοι σαν στρατιωτάκια! Έχουν χάσει από καιρό τη μαχητικότητά τους, είναι βολεμένοι, όπως και συ πανάθεμά σε… Αραιά και που όμως, χάνει κάποιος την ισορροπία του και πέφτει κάτω σπάζοντας τα μούτρα του. Έτσι, θυμόμαστε ότι δεν υπάρχει αιωνιότητα! Όμως αυτούς τίποτα δεν τους ταρακουνάει…» ψέλλισε με φωνή θλιμμένη και απογοητευμένη.
«Ναι, αλλά όταν έρχεται να μας επισκεφθεί κάποιος θαμπώνεται από την ομορφιά μας, το παρουσιαστικό μας, τη λάμψη μας, την προσωπικότητά μας… Όλα είναι τέλεια πάνω μας!»
«Δεν με νοιάζουν καθόλου αυτά. Εγώ λαχταρώ ν’ αντικρίσω – έστω και για μια φορά – το γαλάζιο του ουρανού, τον αχό του φλοίσβου, το χάδι του…»
«Άσε κατά μέρος τα όνειρα και κοίτα να δεις τι θα κάνεις με το νερό που ανεβαίνει. Σε λίγο θα φτάσει μέχρι το λαιμό σου».
Ξαφνικά ένας τρομαχτικός θόρυβος ακούστηκε! Ένα τεράστιο φορτηγό φορτωμένο με μάρμαρα διέσχισε το δρόμο πάνω από το αποσαρθρωμένο σπήλαιο της Αγίας Τριάδας. Η συζήτηση του… σταλακτίτη με τον… σταλαγμίτη διακόπηκε βίαια και ο ένας κοίταξε με αγωνία τον άλλον. Από το φοβερό τράνταγμα ο σταλακτίτης αποκολλήθηκε από την οροφή και καρφώθηκε στην καρδιά του παντοτινού του συντρόφου.
«Τελειώσαμε! Άτιμε Χρόνε μας νίκησες!» ούρλιαξαν με σπαραγμό.
Τα δυο υπέροχα δημιουργήματα της φύσης ξεψύχησαν πάνω στο κατακλυσμένο έδαφος ενώ ο Χρόνος ξεκαρδιζόταν στα γέλια!
Δημοσίευση στο stixoi.info: 29-11-2013 | |