Γέρικο δέντρο

Δημιουργός: Ανδρέας Ανδρέου

Απλές διαπιστώσεις που φαίνονται σαν για πρώτη φορά, ίσως και να κρατήσουν όσο υπάρχει ακόμα κρασί. Όταν η ύπαρξη δεν μπορεί να βρει τα ερείσματα,προβάλλει σαν υπόσχεση το ίσως και το αύριο...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Εσύ που ερωτεύτηκες παράφορα το σύννεφο
δεν θα το παντρευτείς, σε καταδίκασε η μοίρα.
Κοίταξε τον, ο ήλιος που ζητούσαμε είναι εδώ.
Ο ουρανός ας πάλλεται απ' τη ζήλια του,
κρυμμένος από στοχασμούς ανεξιχνίαστους, καλόβολους
ηλιοδύτες που μασούν σφεντόνες και βεργιά
για να τρομάζουν τα σκιάχτρα και τα παράνομα.
Έχασα τρία περιστέρια, μου τα πήρε το σύννεφο
και τα θρηνώ με τ' άλλα περιστέρια μου
γιατί είναι ξένη η μάνα μου κι η μουσική μου άστιχη.
Έχεις ένα χαμόγελο, σχεδόν δικό σου κατασκεύασμα
που το ζηλεύουν οι αλεπούδες του Πηλίου
κι ένας ψυχρός εκτελεστής δυο υάρδες δεξιά
με πυρίμορφα λάφυρα κερδισμένα στο ψύχος
καστανόξανθο καπνό και παράξενα μάτια,
μωρουδίστικο μούσκεμα του παννιού σου.
Αγκάλιασε με και σκέπασε με με τα χέρια σου,
δεν είδε κανείς πόσο κόβει βαθιά το γυαλί μου
κι ούτε τη θλάση των πνευμόνων μου
γι' αυτό μη βιάζεσαι να συσταθείς σαρανταποδαρούσα,
μονάχα σκέπασε με με την κουβέρτα και τα χέρια σου
και χάιδεψε μου τα μαλλιά, νανούρισε με όσο αντέχεις
μέχρι τις πέντε το πρωί ή περισσότερο
κι εγώ θα γίνω άνθρωπος να σ' ανταμείψω.
Αν δεις ένα φίλο μου παιδικό, φίλησε τον,
είναι στις στροφές που πέσατε με το μηχανάκι
και γίνατε λιώμα ένα βράδυ με ποτά.
Παρ’ τη λαβίδα απ' τα χέρια του και βάλ’ την στην καρδιά του.
Οι ρίζες μου είναι βαθιά μέσα στο χώμα
και δε μπορώ να πάω να τον βρώ,
τα βράδια με απειλούν οι πολλές καλημέρες
και θα μιλούν τα τρωκτικά για ένα δέντρο που αυτοκτόνησε.

06 Μαρτίου 2006
Αστυάνακτας.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 09-03-2006